Mε συγκλονίζει ένας ώριμος άνθρωπος […] που, αισθανόμενος πραγματικά κι ολόψυχα την ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεών του, και πράττοντας με βάση την ηθική της ευθύνης, κάποια στιγμή θα πει: «Eδώ σταματώ, αυτό πιστεύω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» […] η ηθική της ευθύνης και η ηθική του φρονήματος δεν είναι οι απόλυτοι αντίποδες
Μαξ Βέμπερ, Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα
Τι μπορούσε να κάνει σε τόσο δυσμενή συσχετισμό μια αριστερή κυβέρνηση, όταν οι επαφές της σε Λατινική Αμερική, Ρωσία και Ιράν έδειχναν όρια, οι δε φιλικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν απρόθυμες να τα «σπάσουν» με τη Γερμανία για χάρη της; Υπήρχε καλύτερο σχέδιο που απορρίφθηκε;
Ως αξιωματική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ κατανοούσε κάτι που ως κυβέρνηση αγνόησε: επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης δεν σήμαινε ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ καλόπιστων εταίρων και τεχνοκρατών. Το 2013, λοιπόν, δεσμευόταν να αντιμετωπίσει «ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα», έτοιμος για «οποιαδήποτε εξέλιξη». Υπήρχε το 2015 προετοιμασία για οποιαδήποτε εξέλιξη;
Στην πρώτη συνέντευξη στην ΕΡΤ μετά τη συνθηκολόγηση, ο Τσίπρας αποκάλυπτε ότι είχε παραγγείλει μελέτη για τις επιπτώσεις ενός πιθανού Grexit: τα ευρήματά της, είπε, έδειχναν ότι ήταν απαγορευτικό. Μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου –όταν ήταν πια φανερό ότι η ΕΚΤ δεν θα διασφάλιζε ρευστότητα στην Ελλάδα– μια ομάδα νομικών και οικονομολόγων που δούλευαν εμπιστευτικά για το υπουργείο Οικονομικών ασχολήθηκαν με τις πολιτικές και επιχειρησιακές προκλήσεις ενός Grexit, υποβάλλοντας ως υπόμνημα το «Σχέδιο Χ».
Στο βιβλίο Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα (2016), ο αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ αναφέρει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη μετάβαση από το ευρώ σε εθνικό νόμισμα, που θα εφαρμόζονταν αν η διαπραγμάτευση κατέληγε σε αδιέξοδο και αυτό αναγνωριζόταν σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο. Το «Σχέδιο Χ» προέβλεπε κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος και των εμπορικών τραπεζών (κατά παραβίαση της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ), προσαρμογή καταθέσεων σε νέα δραχμή και έλεγχο κεφαλαίων. Προέβλεπε, επίσης, ενίσχυση της δημόσιας τάξης –για να διασφαλιστούν οι προμήθειες και να αντιμετωπιστούν δολιοφθορές και ακροδεξιές επιθέσεις.
Ποιες δυνάμεις θα στήριζαν ένα σχέδιο με τόσες άγνωστες «μεταβλητές» και για πόσο; Ποιοι θα κινούνταν εναντίον του –και πώς; Ο Γκάλμπρεϊθ παραδεχόταν το προφανές: το σχέδιο ήταν περίπλοκο και ριψοκίνδυνο, όχι τόσο στο τεχνικό σκέλος, όσο κυρίως στο πολιτικό. Απαιτούσε έγκαιρη εφαρμογή, ισχυρή νομιμοποίηση, λαϊκή κινητοποίηση, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό: παρεμβάσεις στην παραγωγή, ενεργειακή ασφάλεια, ανασχεδιασμό βασικών υπηρεσιών, διεθνείς συμμαχίες και εμπορικές σχέσεις. Αλλά «έτοιμος για όλα» ήταν όποιος καταπιανόταν με αυτά: με το χειρότερο σενάριο, τις πρακτικές ανάγκες, τις μακροπρόθεσμες απαιτήσεις.
Για το μπλοκ του «ΝΑΙ», και για πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και το ένα δέκατο της «ύλης» αυτής ισοδυναμούσε με τυχοδιωκτισμό ή …αλλαγή πολιτεύματος. Έτσι αντιμετωπίστηκε αργότερα και το δημοψήφισμα: το ενδεχόμενο μη διεξαγωγής συζητιόταν δημόσια από κυβερνητικούς μέχρι λίγα 24ωρα πριν. Ο γ.γ. της κυβέρνησης πίεζε παρασκηνιακά για την ακύρωσή του. Ενώ κορυφωνόταν δε η καμπάνια του «ΟΧΙ», η κυβέρνηση σήκωνε λευκή σημαία, ζητώντας στήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Ένας στενότατος κύκλος μεταξύ Βουλής και Μεγάρου Μαξίμου είχε βάλει στην άκρη το «Σχέδιο Χ» –και το ίδιο έκανε εντέλει με το ιστορικό μπλοκ του «ΟΧΙ». Ασφαλής θεωρούνταν μόνο η πεπατημένη.
Ό,τι δεν προετοιμάστηκε από το 2012 και δεν εφαρμόστηκε έγκαιρα το 2015, δεν μπορούσε να υλοποιηθεί οποτεδήποτε: αυτή τη «λεπτομέρεια» δυσκολεύονται να κατανοήσουν όσοι αναρωτιούνται «τι άλλο να κάναμε;», αναφερόμενοι στην τελευταία φάση μιας εξαρχής αποπολιτικοποιημένης διαπραγμάτευσης.
Αλλά και μετά τις 13 Ιουλίου (για «πραξικόπημα» μιλούσε η Αριστερά στην Ευρώπη), η κυβέρνηση μπορούσε να προσφύγει στις κάλπες ζητώντας εντολή ρήξης, εφόσον παραμονή στο ευρώ και διακοπή της λιτότητας ήταν αποδεδειγμένα ασύμβατες: «Eδώ σταματώ, αυτό πιστεύω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Παραδεχόμενος την ήττα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να αναζητήσει σχέδιο απεμπλοκής σε έκτακτο συνέδριο, όπως ζητούσε η Κεντρική Επιτροπή διατασικά. Αναγνωρίζοντας πια ως μόνο αντίπαλο τον Σόιμπλε, και ταυτίζοντας την αριστερή διαφωνία μαζί του, η ηγεσία προτίμησε το εσωκομματικό πραξικόπημα: την αιφνιδιαστική προκήρυξη εκλογών στις 20 Αυγούστου –λίγες ώρες αφού η γερμανική Βουλή ενέκρινε το τρίτο μνημόνιο…
Οι επιλογές καθορίστηκαν από αυτό που το κυβερνητικό κέντρο του ’15 ήθελε να αποφύγει όσο τίποτα από το 2012: τη σύγκρουση με τους δανειστές. Προσέλαβε χρηματοοικονομικούς συμβούλους της Lazard για να διαμορφώσουν γραμμή διαπραγμάτευσης, τοποθέτησε τεχνοκράτες όπως η Παναρίτη της Παγκόσμιας Τράπεζας σε νευραλγικά πόστα, εξανέμισε τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου για να εξυπηρετηθεί ένα δυσβάσταχτο χρέος. Βλέποντας ότι η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου δεν διασφάλιζε ρευστότητα, αντί να την καταγγείλει τον πρώτο μήνα, διαβεβαίωνε επί μήνες χωρίς μέσα πίεσης πως μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία ήταν θέμα χρόνου. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέσυρε τα πανό για να μην εκθέσει την κυβέρνηση στην τρόικα, η Κεντρική Επιτροπή μαζευόταν απλά για να σχολιάσει κυβερνητικά τετελεσμένα. Για τους περισσότερους δε βουλευτές και τα επαγγελματικά στελέχη οι διολισθήσεις στη διαπραγμάτευση ήταν «οικονομικά»: θέματα εκτός της αρμοδιότητάς τους, αποκλειστική ευθύνη των υπουργών που «ήξεραν».
Το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να γνωρίζει τις προθέσεις των δανειστών είναι ανυπόστατο. Στις 4.2.2015, η ΕΚΤ απέρριπτε τα ελληνικά ομόλογα, επιταχύνοντας την εκροή καταθέσεων. Η κυβερνητική δέσμευση για αποπληρωμή του χρέους αναλαμβανόταν υπό την απειλή πιστωτικής ασφυξίας, αλλά ρευστότητα δεν διασφαλιζόταν ούτε μετά τις 20 Φεβρουαρίου. Στα μέσα Μαρτίου, η Κομισιόν (Κοστέλο) κατήγγελλε τα νομοσχέδια για τις 100 δόσεις και την ανθρωπιστική κρίση ως «μονομερείς ενέργειες που παραβίαζαν την 20ή Φεβρουαρίου». Τα 11 δισ. του ταμείου ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών και το 1,9 δισ. από τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν δόθηκαν ποτέ. Ήθελε μεγάλη προσπάθεια για να μην καταλαβαίνεις.
Τα ποσοστά του Σεπτεμβρίου κάλυψαν παλινωδίες, τη δεξιά μετατόπιση της κοινωνίας, τη διαρκή δημοσκοπική καθίζηση ως τη συντριβή του 2023. Το τρίτο μνημόνιο ήταν «καλύτερο από τα προηγούμενα», ο ανταγωνισμός των παρόχων «θα έριχνε τις τιμές» στην ενέργεια, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί δεν έθιγαν την προστασία της πρώτης κατοικίας, οι επισφαλείς θέσεις εργασίας «μείωναν την ανεργία», η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλούσε «σοκ στην αγορά». Άλλοι εντόπιζαν το μείζον πρόβλημα στους ΑΝΕΛ –αλλά μέχρι τη συνθηκολόγηση, αυτοί ήταν απολύτως πειθήνιοι.
Είμαστε σε τοπίο πολύ διαφορετικό από του 2015. Όμως, η ειλικρινής αποτίμηση παραμένει προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη –χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πειστική στρατηγική, ούτε καν οριοθέτηση, απέναντι στον προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό.
Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος