Macro

Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος: Κεντροαριστερά, ριζοσπαστική Αριστερά ή… ό,τι κάτσει;

Οι απώλειες της ΝΔ στις ευρωεκλογές δεν ακύρωσαν την ηγεμονία της. Δεν αναφέρομαι μόνο στην υπεροχή της σε όλες τις δημοσκοπήσεις και τις εκλογικές αναμετρήσεις από τον Ιανουάριο του 2016. Ούτε μόνο στον ευρύτατο «ζωτικό χώρο» που αξιοποιεί: Εν μέσω πολεμικού κλίματος σε Ευρώπη και Μ. Ανατολή, η κυβέρνηση ψηφίζει «αμυντικές» δαπάνες με σύμπασα την Ακροδεξιά, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ· πολιορκεί το 20% στα δεξιά της με «ανοίγματα» στη ΔΕΘ, επίδομα ενστόλων, αντι-woke ατζέντα και ιθαγένεια στους Γλύξμπουργκ· αλλάζει σύνθεση σε ΑΔΑΕ και ΕΣΡ με την Ελληνική Λύση· βγαίνει αλώβητη από υποκλοπές, Τέμπη και Πύλο. Έχει, δε, στ’ αριστερά μια αντιπολίτευση συναινετική ή απορροφημένη στον ανταγωνισμό των θραυσμάτων της, για μια εκλογική βάση που διαρκώς συρρικνώνεται.
 
Η ηγεμονία της ΝΔ συνεχίζεται: Σε μια κοινωνία όπου η ακρίβεια βιώνεται ως ασφυξία από το 2022, όσοι δηλώνουν ότι «τα χρήματα δεν φτάνουν ούτε για τα αναγκαία», είτε προτιμούν τη ΝΔ είτε δεν εκφράζουν κομματική προτίμηση (βλ. ProRata, Βαρόμετρο Δεκεμβρίου). Ας μην εκπλησσόμαστε: το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σοβαρές απώλειες στις μικροαστικές και συντριπτικές στις εργατικές γειτονιές. Η ήττα δε της Κεντροαριστεράς στις εργατικές γειτονιές –ενίοτε πρώτη φορά μετά το ‘74– δεν ωφέλησε δυνάμεις στ’ αριστερά της. Διακινδυνεύοντας μομφή για οικονομισμό, νομίζω ότι οι «επιδόσεις» αυτές, εκλογικές και δημοσκοπικές, περιορίζουν δραστικά τις «φιλοδοξίες» κάθε Αριστεράς: μας κάνουν παράταξη θεσμικού εκδημοκρατισμού – λιγότερο, ή καθόλου, δύναμη υπεράσπισης και μετασχηματισμού της κοινωνίας. Ας το θυμηθούμε: το Λαϊκό Μέτωπο δεν «διάλεξε» ανάμεσα σε οικονομία και δημοκρατία για να εμποδίσει την Ακροδεξιά. Συνδύασε και τις δύο, με τρόπο που εκτιμήθηκε ιδίως στα προάστια.
 
 
Ενιαία Κεντροαριστερά;
 
 
Για την αντιστροφή αυτού του πρωτόγνωρου μεταπολιτευτικά συσχετισμού, κι αν εξαιρέσουμε (α)διάφορες φόρμουλες αυτόκεντρης ανάπτυξης κομμάτων και οργανώσεων, δύο προτάσεις ξεχωρίζουν.
 
Η πρώτη αφορά την «ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου» – τη «σύμπραξη των κομμάτων της Κεντροαριστεράς». Τη διατύπωσαν τον Ιούνιο οι πανεπιστημιακοί Σωτηρέλης, Λιάκος, Κοντιάδης και Μαραντζίδης, θέτοντας μίνιμουμ προϋποθέσεις μια «υπεύθυνη και αξιόπιστη προγραμματική βάση» και «κοινό υποψήφιο πρωθυπουργό». Στο ίδιο μήκος κινήθηκε νωρίτερα η εκδήλωση της Εφ.Συν «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;», με ομιλητές τους Τεμπονέρα (ΣΥΡΙΖΑ), Χριστοδουλάκη (ΠΑΣΟΚ) και Αχτσιόγλου (Νέα Αριστερά). Τέλος, στον ίδιο καμβά εντασσόταν η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τον Χρ. Ράμμο ως υποψήφιο Π.τ.Δ., καθώς, αντικειμενικά, απευθυνόταν στις ίδιες κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
 
Η ματαίωση της υποψηφιότητας Ράμμου διέψευσε το σχήμα των «τριών ΠΑΣΟΚ» κι ήταν η πολλοστή ένδειξη ότι η Κεντροαριστερά αδυνατεί να ενοποιηθεί. Εκμεταλλευόμενο την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ισχυροποίηση Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ είναι απρόθυμο να διαπραγματευτεί με τον βασικό εκλογικό ανταγωνιστή (και αντίπαλο, από τα μνημόνια ως τις Πρέσπες), τον ρευστοποιημένο ΣΥΡΙΖΑ – πολύ περισσότερο με τη Νέα Αριστερά. Για τον ΣΥΡΙΖΑ προέχει η ανασυγκρότηση. Όσο για τη Νέα Αριστερά, οι αποστάσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρξιακής σημασίας: αν η Κουμουνδούρου του «υπεύθυνου» Φάμελλου «πήρε διαζύγιο από την Αριστερά», πόση «υπευθυνότητα» και πισωγυρίσματα αντέχει ένας νέος σχηματισμός, προερχόμενος από σοβαρή εκλογική ήττα, και κινούμενος έκτοτε μεταξύ 1,3 και 2,8%;
 
 
Ανασύνθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς
 
 
Παραμονές εκλογών με απλή αναλογική, με τον ΣΥΡΙΖΑ προ διασπάσεων, το ΜΕΡΑ25 είχε διατυπώσει ένα πρόγραμμα «7+1 τομών» ως βάση «Παλλαϊκής Συστράτευσης και Κυβερνητικών Συνεργασιών». Στην πόλωση του 2023, αναδιπλώθηκε: προτάσσοντας τη ρήξη, σε ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από του 2015, απέτυχε δύο φορές να πιάσει το 3%. Σε συνδυασμό με την επάνοδο της ΝΔ σε ποσοστά πάνω από 40%, η αποτυχία αυτή βεβαίωσε το οριστικό κλείσιμο της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας.
 
Ας προσέξουμε την αντίφαση: οι επιπτώσεις των μνημονίων παραμένουν –όσοι τα αξιολογούν, δε, ως τα πιο επιδραστικά γεγονότα στο πώς βλέπουν τα πράγματα, αποτελούν πλειοψηφία στον γενικό πληθυσμό και στην Αριστερά (βλ. «Το αριστερό ημισφαίριο στην ελληνική κοινωνία», Ινστιτούτο ΕΝΑ, 28.2.2024). Όσοι ψηφίζουν ακόμα, όμως, καιρό τώρα δεν ψηφίζουν με βάση τα μνημόνια. Το ξαναείδαμε στις ευρωεκλογές, όταν το ΜΕΡΑ25-Αν.Ο.Αρ. έμεινε κάτω απ’ το 3% (παρά τη χαμηλή συμμετοχή). Και το δείχνουν οι δημοσκοπικές καταγραφές του Δεκεμβρίου, μεταξύ 1,2 και (σπανιότερα) 3,5%. Αντίστοιχα, πρωτοβουλίες σύγκλισης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς παραμένουν στάσιμες, εν μέσω νηνεμίας στο δρόμο.
 
Χωρίς ισχυρή ριζοσπαστική Αριστερά, ένα Νέο Λαϊκό Μέτωπο είναι αδύνατο στην Ελλάδα. Όσο, όμως, η προοπτική αυτή απομακρύνεται, τόσο το βάρος πέφτει στο ανταγωνιστικό σχέδιο της ενιαίας Κεντροαριστεράς. Γιατί ανταγωνιστικό; Διότι οι αντιλήψεις των εμπνευστών του περί «υπευθυνότητας» προδιαγράφουν τα όριά του: τον κυβερνητισμό, τον εκλογοκεντρισμό και τη μονοπώληση της πολιτικής από επαγγελματίες και τεχνοκράτες, τη συρρίκνωση στη θεσμική ατζέντα, τις συμμαχίες με εξασφαλισμένα στρώματα, τις απευθύνσεις χωρίς οριοθέτηση, που φτάνουν ως τον κεντρικό τραπεζίτη Γ. Στουρνάρα (βλ. πρόσφατη εκδήλωση). Πρόκειται για τη «μέθοδο Τσίπρα» – με ή χωρίς τον άνθρωπο-συνώνυμο της αναξιοπιστίας.
 
Στον αντίποδα, ένα πρόγραμμα για τον μισθό και τη σύνταξη, που θα συγκρούεται με τους πολεμοκάπηλους σε Ελλάδα και ΕΕ-ΝΑΤΟ, θα υπερασπίζεται την υγεία και τη στέγη, και θα πασχίζει για τη συμμετοχή του μέγιστου δυνατού αριθμού ανθρώπων, είναι ζωτικά αναγκαίο. Τώρα δεν έχουμε εκλογές να πιέζουν.
 
 
Το διαρκές 2015-2019
 
 
ΜΕΡΑ25 και Νέα Αριστερά διεκδικούν τις ίδιες δεξαμενές (Α’ Αθήνας, Βόρειο και Νότιο Τομέα Αθηνών) και τα ίδια περίπου κοινωνικά στρώματα: η εξαφάνιση του ενός εγγυάται –νομίζουν– την επιβίωση του άλλου. Επιπλέον, η υπεράσπιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμποδίζει κάθε σκέψη προσέγγισης, εγείροντας ζητήματα εμπιστοσύνης και στρατηγικής. Η περίοδος 2015-19, όπως και ο πρωταγωνιστής της, αποτιμώνται αρνητικά (πλην συγκεκριμένων παρεμβάσεων), τόσο στον γενικό πληθυσμού όσο και στον κόσμο της Αριστεράς (βλ. «Το αριστερό ημισφαίριο…», ό.π.). Επιπλέον, «αυτοκριτικές» κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, που καταλήγουν στην αυτοδικαίωση και την… ετεροκριτική, περιττεύουν, πηγαίνοντας πίσω από το Κείμενο Απολογισμού 2012-2019 του ΣΥΡΙΖΑ, που διαπιστώνει ότι, ήδη απ’ το 2015, το κόμμα εκπροσωπεί πιο εξασφαλισμένα στρώματα, διευκολύνοντας τη ΝΔ: «Οι διαφορές (σ.σ.: με τον Ιανουάριο του 2015) πρέπει να μελετηθούν επισταμένως γιατί ίσως προείκαζαν εν μέρει την ήττα στις εκλογές του 2019» (Φεβρουάριος 2020).
 
Υπάρχει, τέλος, μια παραλυτική πρόταξη του 2015. Κατανοητή, ως περιφρούρηση μιας ιστορικής πολιτικής επιλογής με ηθικό βάρος· με ό,τι έχει μεσολαβήσει δέκα χρόνια τώρα, όμως, είναι πιθανό να καθηλώνει σε μια αβλαβή κοινότητα μνήμης όσους/ες σωστά επιμείναμε στη σύγκρουση.
 
Τα κόμματα απαξιούν να κουβεντιάσουν ή τμήματά τους μετεωρίζονται μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς: «ό,τι κάτσει». Υπάρχουν, ωστόσο, και κοινωνικές δυνάμεις: ο συντονισμός τους δεν απαιτεί μάξιμουμ συμφωνίες και ξεκαθαρίσματα. Η Εποχή μπορεί εδώ να βοηθήσει. «Κοινωνικές» δεν σημαίνει, φυσικά, απολιτικές. Σημαίνει ότι τόση στασιμότητα δεν αντέχεται.
 
Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος