Macro

Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος: Ακροδεξιά παθολογία

Το 2020, όταν ο δυτικός κόσμος μετρούσε τα πρώτα κρούσματα της COVID-19, το «τιμόνι» των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Βραζιλίας –τριών «διασυνδεδεμένων» οικονομιών, όπου άνθρωποι, εμπορεύματα και ιοί μπορούσαν να κινούνται ταχύτατα– κρατούσαν τρεις ακροδεξιοί (Τραμπ, Τζόνσον, Μπολσονάρο). Διασύνδεση και ακροδεξιές ηγεσίες δεν ήταν τα μόνο κοινά μεταξύ τους. Mόλις ένα χρόνο νωρίτερα, το 2019, οι τρεις χώρες κατατάσσονταν ανάμεσα στις καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν έναν άγνωστο ιό, όπως ο SARS-CoV-2: ο Παγκόσμιος Δείκτης Υγειονομικής Ασφάλειας έδειχνε πρώτες τις ΗΠΑ και δεύτερη τη Βρετανία, ενώ η Βραζιλία ερχόταν πρώτη ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι προβλέψεις ήταν υπέρ τους:

Οι ΗΠΑ του Τραμπ ήταν η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, είχε τις υψηλότερες δαπάνες υγείας διεθνώς, αλλά και μακρά παράδοση στην αντιμετώπιση καταστροφών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Η Βρετανία του Τζόνσον «έτρεχε» τεστ ετοιμότητας από το 2007: το πιο πρόσφατο ήταν το 2016. Είχε ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην πανδημία γρίπης H1N1, ενώ η συμβολή της στην καταπολέμηση των Zika και Έμπολα είχε επαινεθεί σε όλο τον κόσμο.

Όσο για τη Βραζιλία του Μπολσονάρο, πριν από την πανδημία διέθετε ένα από τα ισχυρότερα συστήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως και δομημένο δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Νωρίτερα τα είχε πάει καλά στην αντιμετώπιση του HIV/AIDS, της ηπατίτιδας C και της γρίπης H1N1, είχε καλό σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης, και βεβαίως είχε υιοθετήσει τον Διεθνή Υγειονομικό Κανονισμό, σε αντίθεση με άλλες «αναδυόμενες» χώρες.

Και τότε πώς εξηγείται ότι και οι τρεις απέτυχαν συντριπτικά;

Το Φεβρουάριο του 2020, με τις ΗΠΑ στα 15 κρούσματα και έναν θάνατο, ο Τραμπ διαβεβαίωνε πως «ο κίνδυνος ήταν πολύ χαμηλός» και πως «είχαν ληφθεί οι σωστές αποφάσεις». Πέντε μήνες αρκούσαν ώστε η χώρα με το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού να μετρά το 23% των θανάτων παγκοσμίως. Παρότι στο μεταξύ η πολιτική άλλαξε, οι ΗΠΑ μετρούν σήμερα τέσσερις φορές περισσότερους θανάτους από το ποσοστό τους στον παγκόσμιο πληθυσμό (17,2%).

Στις έντεκα χειρότερες εβδομάδες (από τις 23 Μαρτίου ως τις 7 Ιουνίου 2020), το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τη δεύτερη υψηλότερη πλεονάζουσα θνησιμότητα στην Ευρώπη μετά την Ισπανία.

Στη Βραζιλία, όπου τα πρώτα κρούσματα γνωστοποιήθηκαν αρχές Μαρτίου, ως τις 14 Αυγούστου 2020 η χώρα είχε 3.224.876 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 105.463 θανάτους.

Η αντιεπιστημονική στάση ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου

Η πανδημία γίνεται σύντομα, ανάμεσα σε πολλά, μια στιγμή σύγκρουσης πολιτικών και ειδικών επιστημόνων: Ποιος θα έχει το πάνω χέρι; Όσοι μιλούν και πράττουν στο όνομα του λαού – ή οι ειδικοί που προτείνουν μέτρα με βάση παρατηρήσεις και δεδομένα;

Παρότι οι διακρίσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν ήταν παντού και πάντα τόσο καθαρές (η πολιτική εργαλειοποίηση επιστημόνων δεν μας είναι ξένη στην Ελλάδα), η Ακροδεξιά πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες να καλλιεργηθεί δυσπιστία απέναντι σε όλα –ανεξαιρέτως– τα μέτρα πρόληψης, απαξιώνοντας (κι ενίοτε απειλώντας) τους εισηγητές τους.

Από την αντίθεση στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και τις καραντίνες –ή την πίεση να αρθούν τα μέτρα αυτά το νωρίτερο δυνατό–, μέχρι τη δυσφήμηση των εμβολίων ως άχρηστα και επικίνδυνα, οι ηγέτες των τριών χωρών, όπως και άλλα ακροδεξιά κόμματα στην αντιπολίτευση, δεν έμειναν στις εύλογες επιφυλάξεις ή τις βάσιμες αντιρρήσεις για αυταρχικά μέτρα που λήφθηκαν με πρόσχημα τη δημόσια υγεία: ο θεσμικός ή/και κινηματικός αγώνας τους ήταν μια κραυγαλέα υποτίμηση των κινδύνων για τη ζωή και τη δημόσια υγεία, στο όνομα της προσωπικής ελευθερίας. Η τοποθέτηση του άσχετου με την υγεία Αντιπροέδρου του Τραμπ, Μάικ Πενς, ως «συντονιστή κορωνοϊού», οι απειλές κατά της ζωής του Άντον Φάουτσι από οπαδούς του Τραμπ ή η αντικατάσταση στελεχών του βραζιλιάνικου υπουργείου Υγείας από στρατιωτικους (!), ήταν ορισμένα μόνο από τα πιο ενδεικτικά σχετικά περιστατικά.

Όμως ο ανορθολογισμός και η αντιεπιστημονική στάση ήταν ένα μόνο μέρος του «ίχνους» που άφησε η Ακροδεξιά στην αντιμετώπιση της πανδημίας – εκείνο που μπορούσε να απαξιωθεί ευκολότερα ως γραφικό. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές υγείας της Ακροδεξιάς υπήρξαν πιο σύνθετες – και πιο επιβλαβείς, ήδη πριν από τα πρώτα κρούσματα.

Εν αρχή η λιτότητα, εν συνεχεία «πρώτα η οικονομία»

Από το 2017 μέχρι το 2020, οι ΗΠΑ του Τραμπ μείωσαν τις δαπάνες για υποδομές δημόσιας υγείας κατά 20%, συνεχίζοντας μια τάση 10ετίας. Στο πιο ιδιωτικοποιημένο, ακριβοπληρωμένο, αναποτελεσματικό και άδικο σύστημα υγείας στον κόσμο, το 2020 οι ανασφάλιστοι ανέρχονταν σε 30 εκ. Οι δαπάνες για κοινωνική πολιτική ωχριούσαν σε σχέση με την Ευρώπη – κυρίως, όμως, παρέχονταν κατακερματισμένα και με τη λογική του «διχτυού ασφαλείας»: μόνο για τους ακραία φτωχούς, και πολύ συχνά σε βάρος των μαύρων και των ισπανόφωνων. Παρότι ψήφισε προγράμματα οικονομικής ανακούφισης, η κυβέρνηση Τραμπ δεν αντιμετώπισε τον συνδυασμό ταξικής λιτότητας, θεσμικού ρατσισμού και κατακερματισμού της κοινωνικής πολιτικής. Η μετάθεση της ευθύνης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στις πολιτείες άφησε τις φτωχότερες από αυτές ανοχύρωτες: η πανδημία χτύπησε τις ίδιες γειτονιές των μαύρων και των φτωχών που νωρίτερα είχε χτυπήσει ο HIV. Η υποτίμηση του κορωνοϊού ως «κινεζοϊού» (η κατασκευή της πανδημίας ως ζήτημα γεωπολιτικού ανταγωνισμού) ήταν περιφρόνηση πρώτα για τους ανθρώπους σε αυτές τις γειτονιές, για τους οποίους η πανδημία ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου – όχι γεωπολιτικό και «υγειονομικής ασφάλειας».

Ανάλογα και στη Βραζιλία, όπου ο Μπολσονάρο είχε εκλεγεί χάρη σε μια συμμαχία νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών. Από το 2015, η χώρα εφάρμοσε πολιτικές λιτότητας που μείωσαν τις δημόσιες δαπάνες, ενώ το 25% του πληθυσμού αντιμετώπιζε ανάγκες υγείας μέσω ιδιωτικής ασφάλισης. Από τον Μάρτιο του 2020, η κυβέρνηση ψήφισε ένα πακέτο μέτρων συνολικούς ύψους 2 δισ δολαρίων, ποσά που κατευθύνθηκαν σε υπηρεσίες υγείας και την οικονομική ανακούφιση των πληγέντων από το «κλείσιμο» της οικονομίας. Όμως, η συνάντηση με τον Τραμπ ριζοσπαστικοποίησε τις απόψεις του Μπολσονάρο που έθεταν σε πρώτο πλάνο την οικονομία: «Η Βραζιλία πρέπει να δουλέψει. Το καλύτερο φάρμακο για κάθε νόσο είναι η δουλειά. Πρέπει να δουλέψουμε». Το βασικό δεν ήταν η υγεία του πληθυσμού, αλλά η αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών των λοκντάουν – ένας ταξικά ορθολογικός «ανορθολογισμός» μπροστά στον αποδεδειγμένο κίνδυνο. Υπό το πρίσμα αυτού του ταξικού (αν)ορθολογισμού ήταν που η COVID θεωρήθηκε απλή «γρίπη».

Με τις δημόσιες δαπάνες να πέφτουν από 42% του ΑΕΠ το 2009-2010 στο 35% το 2018-2019,η Βρετανία έμπαινε στην πανδημία με σοβαρές ελλείψεις στη στελέχωση και τον χαμηλότερο αριθμό ΜΕΘ σε αναλογία πληθυσμού μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών με συγκρίσιμα συστήματα υγείας. Πλήθος χειρουργείων ακυρώθηκαν για να αντιμετωπιστεί η COVID-19. Παρά την κατάσταση του συστήματος, όμως, η εργασία από το σπίτι και άλλα μέτρα αποστασιοποίησης αφέθηκαν για μέρες να λειτουργούν σε εθελοντική βάση. Ο Τζόνσον αγνόησε επανειλημμένα τους ειδικούς επιστήμονες: ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη οδηγούνταν σε υποχρεωτικά λοκντάουν, (10/3 Ιταλία, 14/3 Ισπανία, 17/3 Ελλάδα και Γαλλία), σχολεία και εστίαση παρέμεναν ανοιχτά ως τις 20 Μαρτίου, και το λοκντάουν ανακοινώθηκε στις 23 Μαρτίου (για να εφαρμοστεί με διαφορά ημερών σε Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία και Ιρλανδία – 18 μέρες μετά τον πρώτο θάνατο στην Αγγλία). Παρά την τεράστια καθυστέρηση στη λήψη μέτρων και τις βαριές απώλειες, οι μη βασικές επιχειρήσεις ξανάνοιγαν στη Βρετανία στα τέλη Ιουλίου. Η επιστήμη λοιδωρήθηκε και εδώ, γιατί αυτό που προείχε ήταν η ελευθερία της (καπιταλιστικής) οικονομίας από το (καπιταλιστικό) κράτος. Ακόμα χειρότερα, όταν ο Τζόνσον αποφάσισε δεύτερο λοκντάουν, βρήκε απέναντι στον Νάιτζελ Φάρατζ του UKIP: όσο δεξιά πήγαινε ο πρώτος, ο δεύτερος ήθελε να δείξει ότι μπορούσε δεξιότερα.

Όχι απλώς «ψεκασμένοι»

H αντιεπιστημονική στάση ήταν μόνο μία από τις έξι «τάσεις» της πολιτικής υγείας της Ακροδεξιάς, τα κόμματα της οποίας συνδύασαν:

1. Υποστήριξη γενναιόδωρων συστημάτων υγείας, αλλά με αποκλεισμούς (προνοιακός σοβινισμός)

2. Αντίθεση σε γενναιόδωρα συστήματα υγείας και υποστήριξη αποκλεισμών (φιλελεύθερος σοβινισμός)

3. Αντίθεση σε γενναιόδωρα συστήματα υγείας (συντηρητισμός)

4. Συστήματα γενναιόδωρα για τον «μέσο άνθρωπο», παρότι γενικά κατά του κοινωνικού κράτους (προνοιακός λαϊκισμός)

5. Πελατειακή διαχείριση του κράτους ευημερίας και των συστημάτων υγείας (ειδικές σχέσεις κυβέρνησης-ιδιωτών)

6. Αντίθεση στην επιστήμη – χρήση μη έγκυρων επιχειρημάτων

Στην περίπτωση ιδίως του Τραμπ, διαβάζουμε στο βιβλίο των ερευνητών Michelle Falkenbach και Scott Greer1, «η κυβέρνηση υιοθέτησε φιλελεύθερες σοβινιστικές πολιτικές που επιδίωκαν να μειώσουν σταδιακά το μέγεθος, το κόστος και την επιλεξιμότητα του υφιστάμενου δικτύου ασφαλείας. Ταυτόχρονα η διοίκηση Τραμπ επικέντρωσε τις παροχές της πολιτικής υγείας στους βασικούς υποστηρικτές της, κάνοντας περαιτέρω διακρίσεις εις βάρος των outsider, κυρίως των μειονοτήτων και/ή των μεταναστών». Αυτό το μείγμα κάνει την Ακροδεξιά μια δύναμη συμβατή με το νεοφιλελεύθερο μέινστριμ και στην πολιτική υγείας.

Τίποτα από αυτά δεν είναι «παλιά ιστορία». Πέντε χρόνια μετά, με τις ΗΠΑ σε πρωτοφανή έξαρση ιλαράς, ο υπουργός Υγείας Κένεντι αναζητά «εναλλακτικούς (ως προς τα εμβόλια) τρόπους αντιμετώπισης», ενώ ο Τραμπ περικόπτει δαπάνες για την υγεία ιδίως για τα προγράμματα των φτωχών, σα να μην υπάρχει αύριο…

1 Phillip M. Singer and Charley E. Willison, “Rhetoric and Reality in the United States of America: Trump, Populism and Health Policy”, Στο: Michelle Falkenbach & Scott L. Greer (eds), The Populist Radical Right and Health. National Policies and Global Trends, Springer 2021, p. 163.