Στον Ήχο της σιωπής της, το νέο μυθιστόρημα (αυτομυθοπλασία) του Δημοσθένη Κούρτοβικ (γ. 1948),ο αφηγητής-συγγραφέας, «στην ηλικία των ανακεφαλαιώσεων και των απολογισμών» αλλά και των «ανεξόφλητων λογαριασμών», προσπαθεί διά της αυτογραφίας να ξεμπλέξει το κουβάρι της ύπαρξης κοιτάζοντας στον καθρέφτη της (φυσικής) μητέρας αλλά και της άσπονδης μητέρας-πατρίδας. Σκηνές βγαλμένες από το οικογενειακό αρχείο, επώδυνες επισκέψεις στην παιδική και νεανική ηλικία, διαθλάσεις του ιδιωτικού στο συλλογικό και επίμονη αυτοανάλυση σε ένα autofiction έργο που μεταβολίζει με αφηγηματική χάρη και ειρωνεία ένα καλά κρυμμένο αίσθημα δυσθυμίας. Ένα προσωπικό βιβλίο του Κούρτοβικ για την ταυτότητα, την απώλεια, τη μνήμη και τη νοσταλγία και ένα ρέκβιεμ σε μια εποχή με πρωταγωνιστή έναν άρριζο και ανέστιο αφηγητή, χωρίς αίσθημα πατρίδας και μητρικής αγάπης, που προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί δίχως να φοβάται να χαϊδέψει τις αντιφάσεις, τα κενά και τις ανασφάλειες, τόσο τις δικές του όσο και του συλλογικού μας βίου.
Ο θάνατος της μητέρας του αφηγητή, το καλοκαίρι του 2015, πυροδοτεί μια εσωτερική κρίση ταυτότητας που διασταυρώνεται με τη γενικότερη συνθήκη της κρίσης και τη συλλογική ατμόσφαιρα εκείνης της παράξενα σημαδιακής χρονιάς με τις κραυγαλέες αντιφάσεις, τις ρηγματώσεις, τα σχίσματα και τους διχασμούς —εσωτερικούς και εξωτερικούς. Το ευφυές πρόσχημα πάνω στο οποίο χτίζεται η αφήγηση είναι η επίλυση ενός γρίφου τον οποίο σχηματίζει η αινιγματική επιθυμία της μητέρας, λίγο πριν πεθάνει, να αναζητήσουν τα παιδιά της κάποια απροσδιόριστη «σπηλιά με τανκς σε έναν πύργο». Λόγια που δεν βγάζουν νόημα αλλά ως γρίφος γίνονται ο αφηγηματικός άξονας των αναζητήσεων. Ποιοι είναι οι γονείς μας και πόσα αγνοούμε για το παρελθόν τους; Πόσα προλαβαίνουμε να μάθουμε πριν την αμετάκλητη αποχώρησή τους; Γιατί ο θάνατος είναι προϋπόθεση της συμφιλίωσης και της επίλυσης του γόρδιου οικογενειακού δεσμού; Πάντα εξάλλου οι γονείς είναι ο μεγάλος άγνωστος, το μυστήριο, το αίνιγμα της ζωής μας. Αλλά μήπως ακόμη πιο άγνωστος δεν είναι ο ίδιος μας ο εαυτός;
«Διαισθανόμουν πως το ερώτημα “ποιος είμαι” καθρεφτιζόταν στο ερώτημα “ποια ήταν εκείνη”», θα πει σε ανύποπτη στιγμή στο βιβλίο ο συγγραφέας που μετατρέπει τη ζωή του/της σε αφηγηματική ύλη και την αναζήτησή του εαυτού σε πλοκή. Επιδίδεται έτσι σε ένα «γερό κοσκίνισμα» της μνήμης για να διαπιστώσει τι απομένει στο εγώ. Βυθίζεται στο ομιχλώδες παρελθόν και τους τεθλασμένους δρόμους της ενηλικίωσης, στη μεταπολεμική και δικτατορική Ελλάδα, επιστρέφει σωματικά μετά από σαράντα χρόνια στη γειτονιά που μεγάλωσε, ανασυνθέτει σκόρπιες ψηφίδες του βίου από τους απόκρυφους θαλάμους της εσωτερικής ζωής. Ανακαλεί αδέσποτες μνήμες, παλιές μυρωδιές («οι μυρωδιές: ο άυλος σκελετός της μνήμης»), εικόνες, αισθήματα, ανθρώπους, επεισόδια, φωτογραφίες, εμπειρίες και αφηγήσεις, και όλα αυτά στον καθρέφτη μιας καθόλου ανέφελης σχέσης με τη μητέρα αλλά και την πατρίδα. Επεξεργάζεται έτσι και ανακατασκευάζει το παρελθόν με όχημα την αυτομυθοπλασία ψάχνοντας μάταια να βρει τον εαυτό του στην προοπτική του δικού της προσώπου. Ωστόσο, δεν αφηγείται γραμμικά την ιστορία της ζωής της (και τη δική του) αλλά την υφαίνει σαν πλοκή φτιάχνοντας έναν ιστό πάνω στα γενικά της μοτίβα και τις δαιδαλώδεις προσωπικές διαδρομές.
Ρέκβιεμ μιας εποχής και πολιτισμική κριτική
Η ρέουσα αφήγηση του Κούρτοβικ, σε πρώτο πρόσωπο, φέρνει στο προσκήνιο θραύσματα μνήμης και φέτες της περασμένης ζωής. Η προπολεμική μονοκατοικία στη λαϊκή συνοικία των Σεπολίων. Τα τανκς στα Δεκεμβριανά και οι Χίτες της γειτονιάς. Το ψυχικό τραύμα της Δικτατορίας. Το ελληνοβλαχοαμερικάνικο σόι. Το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων δίπλα στα μπορντέλα. Η ιδιόμορφη ανδρική σεξουαλικότητα και οι εξομολογητικές σελίδες για τις ερωτικές εμπειρίες με ιερόδουλες. Το ευτυχές ξεστράτισμα στη Γερμανία για σπουδές. Η νομαδική ζωή του πλάνητα. Η στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Θέματα που κατά καιρούς έχουν απασχολήσει και τον κριτικό Κούρτοβικ αναφορικά με τη σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας με τον κόσμο, προβάλλονται τώρα στον εαυτό (αίσθημα εθνικής υστέρησης, σχέση ορθολογισμού-συναισθήματος, διανόησης-λαϊκότητας, εντοπιότητας/ελληνικότητας-κοσμοπολιτισμού, νόθου-αυθεντικού). Στη μητέρα, στη γειτονιά που μεγάλωσε και στις αλάνες που έπαιξε, μοιάζει να ψάχνει, όχι ακριβώς νοσταλγικά αλλά με μια σκοτεινή έλξη και οπωσδήποτε με (αυτο)ειρωνικό βλέμμα, ένα ανεύρετο αίσθημα πατρίδας, μια ρίζα, μια εστία που θα έκανε ίσως τη ζωή λιγότερο μετέωρη. Θα έλεγα με ασφάλεια ότι ο πεζογράφος Κούρτοβικ στις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου παραμένει ανελέητα κριτικός. Σε κάποιες από αυτές, προς το τέλος, αναγνωρίζουμε τη σαρωτική πολιτισμική κριτική του, όπως στις σελίδες που σχολιάζουν την ταξιδιωτική κουλτούρα της νέας βιαστικής εποχής, φέρνοντας στον νου την εμμονή του Μισέλ Ουελμπέκ με το τουριστικό βλέμμα του σύγχρονου κόσμου.
Νομίζω πάντως πως ακόμα και η αδρή σκιαγράφηση της προσωπικότητας της μητέρας παραμένει πρόσχημα· ένα στήριγμα και τέχνασμα του συγγραφέα για να ξύσει τη σιωπή της μνήμης και να μιλήσει χωρίς αναστολές για τον εαυτό. Εκείνη, μια πολύ όμορφη γυναίκα αστικής καταγωγής, μάλλον συντηρητική, που μεγάλωσε στην Αμερική και γύρισε στην Ελλάδα με το Κραχ του 1929 για να παντρευτεί έναν μεγαλύτερό της άντρα-μπερμπάντη, μένοντας νωρίς χήρα, με ακυρωμένα τα όνειρα να γίνει ηθοποιός και να σπουδάσει νομικά, ζώντας στη μεταπολεμική Αθήνα σε συνθήκες περήφανης φτώχειας. Εκείνος, ένα σύνολο από αντιφάσεις, φαντάσματα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και άλυτες εκκρεμότητες.
Υπονόμευση της αυτομυθοπλασίας
Ο λογοτέχνης Κούρτοβικ παραμένει και στην πεζογραφία του δαιμονικά κριτικός. Η ειρωνικά παιγνιώδης αυτομυθοπλασία του λειτουργεί υπονομευτικά απέναντι στο είδος. Ο ίδιος δεν αυτοβιογραφείται αλλά διασκεδάζει την υπαρξιακή κούραση ενός κατακερματισμένου εαυτού που ψάχνει απελπισμένα να βρει θέση στον κόσμο. Η αποδραματοποιημένη αφήγηση, ισορροπώντας όχι πάντα με συνεκτικότητα ανάμεσα στον δοκιμιακό και τον πεζό λόγο, παραπέμπει περισσότερο στα υβριδικά έργα του Ντιντιέ Εριμπόν και της Ανί Ερνό και λιγότερο στην ελληνική εκδοχή μιας ολοένα αυξανόμενης τάσης αυτομυθοπλασίας γύρω από τα πρόσωπα του πατέρα και της μητέρας (Γαλανάκη, Γρηγοριάδης, Δημητρίου, Παναγιωτόπουλος κ.ά). Και αυτό συμβαίνει γιατί η υποκειμενική ματιά του Κούρτοβικ είναι ταυτόχρονα ενδοστρεφής και εξωστρεφής.
Ίσως ένας παραπλανημένος αναγνώστης που έχει προϊδεαστεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της μητέρας αλλά τελικά βρίσκει ότι ο απόλυτος πρωταγωνιστής είναι ο έστω απομυθοποιημένος εαυτός, να εξέφραζε ενστάσεις για αυτή την αυτοακύρωση. Όμως η λογοτεχνία παραμένει πάντοτε και ένα παιχνίδι. Γι’ αυτό επιμένω πως η αυτομυθοπλασία που επιλέγεται από τον Κούρτοβικ λειτουργεί προσχηματικά και αυτοϋπονομευτικά. Και εντέλει για ποια αυτοβιογραφία μπορούμε να μιλήσουμε, αν αποδεχτούμε τα λόγια της ύστατης φασματικής συνάντησης με τη μητέρα: «δεν υπάρχει “εαυτός”» και «υπάρχουμε μόνο μέσα από τους ρόλους μας στη ζωή».
Κώστας Καραβίδας