Η διακυβέρνηση της χώρας από τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη οδεύει, επιτέλους, προς το τέλος της, αφήνοντας όμως πίσω της βαθιές πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, που θα απαιτηθεί αγώνας να επουλωθούν. Η πολιτική την οποία άσκησε η απερχόμενη κυβέρνηση σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που καθορίζουν την ποιότητα ζωής μιας σύγχρονης κοινωνίας υπήρξε απολύτως συμβατή τόσο με τη θεμελιώδη πολιτική φιλοσοφία που ασπάζονται ο ίδιος ο πρωθυπουργός και η «αυλή» του όσο και με τον στόχο εξυπηρέτησης μιας μικρής, παρασιτικής ολιγαρχίας οικονομικών συμφερόντων, τραστ και μονοπωλίων, η οποία και συνεχίζει να τον στηρίζει με κάθε θεμιτό και -κυρίως- αθέμιτο μέσο.
Περιττεύει να γίνει εκτενής αναφορά στο τι ακριβώς σημαίνει τέσσερα χρόνια μετά το κούφιο ιδεολόγημα περί «καταπληκτικής ποιότητας ζωής» του Κ. Μητσοτάκη. Αυτό, εξάλλου, βιώνει η μεγάλη κοινωνική πλειονότητα, που παλεύει για την επιβίωση έχοντας αφήσει κατά μέρος την όποια σκέψη για πραγματική βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου. Δηλαδή οι εργαζόμενοι, που δουλεύουν σε συνθήκες ακραίας εργασιακής επισφάλειας και εργοδοτικής αυθαιρεσίας για μισθούς που δεν τους εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση. Αλλά και οι νέοι, που σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν έχουν καν εργασία, καθώς η χώρα μας κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στην ανεργία των νέων. Αλλά και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, πάλαι ποτέ ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, που αντιμετωπίζει θηριώδεις αυξήσεις στο κόστος ζωής.
Στον αντίποδα αυτής της ζοφερής πραγματικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. προτείνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, με ρεαλιστικούς στόχους, αποσκοπώντας σε μια κοινωνία ασφάλειας και δικαιοσύνης για όλους. Με βασικούς άξονες την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της συναφούς κρίσης ακρίβειας και φτώχειας, το ξαναχτίσιμο του κοινωνικού κράτους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο δικαίωμα κάθε πολίτη σε αξιοπρεπή και αποτελεσματική φροντίδα υγείας.
Η εκ νέου εθνικοποίηση της ΔΕΗ θα δημιουργήσει έναν ισχυρό ενεργειακό πυλώνα υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, που θα λειτουργεί ως μοχλός συγκράτησης των τιμών στην ενέργεια. Συγχρόνως, η φορολόγηση των υπερκερδών των ιδιωτικών εταιρειών ενέργειας και πετρελαιοειδών, οι αυστηροί έλεγχοι για την πάταξη της αισχροκέρδειας στην αγορά και η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στον χαμηλότερο συντελεστή και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα στον κατώτερο συντελεστή της Ε.Ε. βάζουν το πλαίσιο για μια οριζόντια αντιμετώπιση της ακρίβειας. Η οποία δεν αντιμετωπίζεται με κάθε λογής «pass», με κουπόνια δηλαδή, για τα οποία μάλιστα πανηγυρίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες, εμπαίζοντας την ανέχεια του κόσμου που τα έχει, δυστυχώς, ανάγκη για να βγάλει τον μήνα.
Ωστόσο, η δυσκολότερη ίσως δουλειά που θα έχει να κάνει η νέα δημοκρατική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. την επομένη των εκλογών της 21ης Μαΐου θα είναι η ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Είναι ο τομέας όπου έγινε η μεγαλύτερη ζημιά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ζημιά που, δυστυχώς, μετριέται σε χαμένες ζωές. Γιατί, σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα μας είναι πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. στην υπερβάλλουσα θνησιμότητα, με την αύξηση να αγγίζει το 12,3%. Αυτή η τραγική εικόνα δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας φυσικής καταστροφής ή της κακής μας μοίρας, αλλά προϊόν μιας σκόπιμης πολιτικής επιλογής: της συστηματικής υποβάθμισης του ΕΣΥ, της μείωσης των δαπανών για την Υγεία και των τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό και φάρμακα.
Η μόνη επιλογή που αρμόζει σε ένα κράτος που θέλει να συγκαταλέγεται μεταξύ των λεγόμενων ανεπτυγμένων είναι η αποκατάσταση του διαλυμένου επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη δημόσιου συστήματος Υγείας, με μαζικές προσλήψεις μόνιμου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και σημαντική αύξηση των δαπανών για την Υγεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, το σχέδιό μας για το νέο ΕΣΥ προβλέπει, μεταξύ άλλων, άμεση πρόσληψη 5.500 μόνιμων υγειονομικών και πρόσληψη επιπλέον 10.000 σε βάθος τριετίας, μονιμοποίηση του υγειονομικού προσωπικού που έδωσε τη μάχη της πανδημίας στην πρώτη γραμμή, ένταξη του υγειονομικού προσωπικού στα βαρέα και ανθυγιεινά και αναδιαμόρφωση μισθολογίου με εισαγωγικό μισθό πρωτοδιοριζόμενου γιατρού τα 2.000 ευρώ.
Αυτές είναι θέσεις πάνω στις οποίες μπορεί και πρέπει να υπάρξει προγραμματική σύγκλιση με τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Είναι επείγουσα ανάγκη να συμβεί αυτό και μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη οφείλουν να υποχωρήσουν όλες οι κομματικές ή μικροκομματικές σκοπιμότητες προεκλογικής φύσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θα συνεχίσει να το θέτει με επιμονή και συνέπεια μέχρι τις εκλογές, αλλά και μετά. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Ο Δημήτρης Βίτσας είναι αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, υποψήφιος βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Δυτικής Αθήνας