Macro

Δημήτρης Βίτσας: Και τώρα, ριζοσπαστική Αριστερά

Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει περάσει στην ιστορία της μεγάλες ήττες και μεγάλες νίκες. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ήδη εισέλθει στη διαδικασία του απολογισμού της βαριάς ήττας του 2023, δεν πρέπει να ξεχνά τους παράγοντες που τον οδήγησαν στη μεγάλη νίκη του 2015. Όταν με το ξεκάθαρο σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» και ένα εξίσου ξεκάθαρο και ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο κατάφερε να εμπνεύσει τα πλατιά λαϊκά στρώματα, να πείσει ότι μια δικαιότερη κοινωνία είναι εφικτή. Μέσα στη μνημονιακή κρίση, ιδίως το διάστημα 2012-2015, ο ΣΥΡΙΖΑ διάβασε σωστά τα σημεία των καιρών, έκανε τη σωστή ανάλυση και έθεσε τα σωστά προτάγματα. Γι’ αυτό έπεισε και γι’ αυτό νίκησε δυο φορές, τη δεύτερη μάλιστα μετά από έναν οδυνηρό συμβιβασμό και μια διάσπαση.
 
 
Ο μεγάλος φόβος και η πρόκληση
 
Ακριβώς με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ξεμπερδέψει μια και καλή η Δεξιά. Ο κ. Μητσοτάκης χαιρέτισε τη νίκη της ΝΔ ως δήθεν επιστροφή στην κανονικότητα και ως κλείσιμο του κεφαλαίου της «τοξικότητας και του διχασμού». Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξεων. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς αν η εικόνα που εκπέμπει η βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου είναι η εικόνα της κανονικότητας, αν αντανακλά μια κοινωνία που βρίσκεται σε ένα καλό σημείο. Εκτός αν αλλάξουμε τελείως την έννοια των λέξεων και αποδεχτούμε ως κανονικότητα μια κατάσταση όπου η ακραία νεοφιλελεύθερη Δεξιά θα διεκδικεί με αξιώσεις την απόλυτη πολιτική ηγεμονία, επιλέγοντας η ίδια ως ευκαιριακό της αντίπαλο μια Ακροδεξιά ποικίλων αποχρώσεων, αλλά μη αναγνωρίζοντας ως τέτοιον μια σύγχρονη, δημοκρατική και διεκδικητική Αριστερά.
 
Εκεί, λοιπόν, εντοπίζεται ο μεγάλος φόβος του κ. Μητσοτάκη και του συστήματος που τον υποστηρίζει, όπως αντίστοιχα και η μεγάλη πρόκληση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Διότι απέναντι σε αυτό το δυστοπικό ενδεχόμενο, μόνο η Αριστερά και μάλιστα η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να σταθεί εμπόδιο. Εκτός, βέβαια, αν δεχόμαστε κι εμείς τη θέση της ΝΔ ότι τα θεμελιώδη αιτήματα της Αριστεράς περί ισότητας, ισονομίας και κοινωνικής αλληλεγγύης έχουν ηττηθεί στρατηγικά, ότι η ιδέα του κοινωνικού κράτους δικαίου είναι μια ουτοπία και ότι υπάρχει ένα και μόνο μοντέλο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης: ο νεοφιλελευθερισμός. Και ένα μόνο κριτήριο επιλογής κυβερνήσεων: η υπαρκτή ή όχι τεχνοκρατική επάρκεια στη διαχείριση του εν λόγω μοντέλου και το πόσο σκληρή ή ήπια θα είναι η εφαρμογή του.
 
 
Περί πολιτικού σχεδίου
 
Προφανώς κάτι τέτοιο είναι συνταγή πολιτικής αυτοκτονίας για την Αριστερά γενικά και για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ειδικά. Πρέπει, όμως, να γίνει κατανοητό ότι αν η σωστή ανάγνωση της ιστορίας οδήγησε στη νίκη το 2015, για τις επακόλουθες ήττες ευθύνονται μεν λανθασμένες επιλογές και τακτικές, κυρίως όμως μια αντίστοιχη αποτυχία ανάγνωσης των τεκτονικών αλλαγών που συντελέστηκαν στην ελληνική κοινωνία, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2019 ως σήμερα. Έτσι δόθηκε περιθώριο στον βασικό πολιτικό μας αντίπαλο να εδραιώσει το δικό του πολιτικό σχέδιο, το οποίο, όσο απεχθές και ανάλγητο κι αν είναι, κατάφερε να πείσει περισσότερο από το δικό μας, σε συνδυασμό, φυσικά, με τη συντριπτική υπεροπλία της Δεξιάς στα συστημικά ΜΜΕ. Ο λόγος: έδινε ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα.
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν πρέπει να συμβιβαστεί με αυτό αντιδρώντας φοβικά και με όρους περιχαράκωσης. Δεν πρέπει να αποφύγει να συγκρουστεί για τις ιδέες και το εναλλακτικό του στρατηγικό σχέδιο, διότι δήθεν θα τρομάξει τα στρώματα που υποτιμητικά καλούνται «νοικοκυραίοι». Δεν πρέπει να απεμπολήσει το ηθικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλεονέκτημα και το τεράστιο συμβολικό του κεφάλαιο. Αντιθέτως, πρέπει να ξαναμπεί δυναμικά στην πάλη της πολιτικής σκέψης και πράξης. Και να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: ποιο είναι το πολιτικό σχέδιο που προτάσσει ως εναλλακτική απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και με ποια στρατηγική θα επιδιώξει την υλοποίησή του.
 
 
Αναγκαία η οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση
 
Αυτό που του χρειάζεται στην παρούσα δυσμενή συγκυρία είναι χρόνος, ενότητα και νηφαλιότητα για να κάνει αυτήν την αναγκαία ανάλυση και να χαράξει τη μελλοντική του πορεία. Η ανανέωση σε επίπεδο προσώπων σαφώς είναι σημαντική, αλλά δεν αρκεί. Άλλωστε, το αίτημα της ανανέωσης φαντάζει πια ως ασπίδα συγκάλυψης των πολιτών ευθυνών. Πάντοτε πρέπει να ανανεωνόμαστε, πάντοτε χρειάζεται ένα μείγμα εμπειρίας, γνώσεων και ορμής. Προέχει η πολιτική και τα πρόσωπα ακολουθούν. Πρόσωπα που αντιστοιχούνται στη συγκεκριμένη πολιτική. Την τελευταία φορά (στο Συνέδριο του ΄22) δεν το κάναμε και τόσο καλά ή με πλήρη ειλικρίνεια το κάναμε χάλια.
 
Αυτό που θα κρίνει το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα παίξει τον ιστορικό του ρόλο ως κόμμα διακυβέρνησης ή θα περιοριστεί στον ρόλο ενός οχυρωμένου κόμματος διαμαρτυρίας θα είναι το σαφές πολιτικό του στίγμα. Γι’ αυτό, μολονότι τα χρονικά όρια είναι πιεστικά, απαιτείται να μη γίνουν βιαστικές κινήσεις που απλώς θα επιβεβαιώσουν μια λάθος πολιτική στροφή προς το Κέντρο, η οποία και τους λεγόμενους κεντρώους ψηφοφόρους δεν πείθει και τους αριστερούς απομακρύνει. Διότι, αυτό το περίφημο Κέντρο έχει ήδη τουλάχιστον άλλους δύο χώρους πολιτικής έκφρασης. Οι ψηφοφόροι που όντως ανήκουν στον περίφημο μεσαίο χώρο προσεγγίζονται με αριστερές πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα τους κερδίσει ελκύοντάς τους προς το δικό του πολιτικό σχέδιο και τις δικές του Αριστερές αρχές, όχι κάνοντας δειλά, ημιτελή και θολά βήματα προς ένα Κέντρο που ίσως και να μην υπάρχει.
 
H οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι αναγκαία. Η συντεταγμένη πορεία, εξίσου. Ένα νέο πολιτικό σχέδιο, επίσης. Για αυτά, εν θερμώ και εν κινήσει, πρέπει να σκεφτούμε και συσκεφθούμε μαζί με το κόμμα και την κοινωνία. Συγχρόνως, να είμαστε παντού στον κοινωνικό χώρο. Να προβάλλουμε τις προτάσεις μας, να συμμετέχουμε και να οργανώνουμε στις κοινωνικές κινητοποιήσεις. Να απαιτούμε από την κυβέρνηση, τον εαυτό μας, την κοινωνία. Ένα συνέδριο μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές δίνει στο «κόμμα των μελών» τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για συζήτηση και αποφάσεις, ώστε η νέα ηγεσία να μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του κόμματος και να δοκιμαστεί σε χρόνο παρόντα. Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι. Με ειλικρίνεια και συντροφικότητα, γιατί ο αντίπαλος είναι εκτός των τειχών.

Δημήτρης Βίτσας