Κύριε Βίτσα βρισκόμαστε μέσα σε μια βαθιά παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Πως κρίνετε τους κυβερνητικούς χειρισμούς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την στήριξη της κοινωνίας;
Θέλω να τονίσω ότι αυτή τη στιγμή διαχειρίζεται τις κρίσεις ανάμεσά τους και την ενεργειακή, μια κυβέρνηση η οποία έχει απομακρυνθεί από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας και βρίσκεται παρασάγγας μακριά από αυτά. Η ενεργειακή κρίση είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, δεν μπορεί να το αρνηθεί κάποιος αλλά στην αντιμετώπισή του δοκιμάζεται η πολιτική κάθε κυβέρνησης. Εδώ έχουμε από τη μια πλευρά την επανέναρξη μιας οικονομικής κρίσης και από την άλλη, μια ραγδαία μείωση του εισοδήματός των εργαζομένων , των συνταξιούχων και γενικότερα των μικρομεσαίων .
Το έχουμε τονίσει πολλές φορές από τον Ιούλιο του 2019 μετά, ύστερα από τα πρώτα δείγματα διακυβέρνησης της ΝΔ, ότι είναι μια Κυβέρνηση που απέχει από την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας. Τα γεγονότα αυτά εντάθηκαν από την έναρξη της πανδημίας που τόσο στην υγειονομική αντιμετώπιση της όσο και στα μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνονταν για τις συνέπειες των lock down, ήταν απολύτως ανεπαρκή για την ανακούφιση των πληγέντων στρωμάτων της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με υπευθυνότητα από την πρώτη στιγμή είχε κάνει προτάσεις ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες. Πλέον με την κρίση της ακρίβειας και παρά τις προβλέψεις της κυβέρνησης από τον Σεπτέμβριο του 2021, ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν θα έχει διάρκεια, έχουμε φτάσει να έχουμε πληθωρισμό που ξεπερνά το 5%, με το ενεργειακό κόστος να παραμένει στα ύψη και τις ανατιμήσεις βασικών αγαθών και προϊόντων να καλπάζουν, χωρίς την παραμικρή ένδειξη αποκλιμάκωσης.
Η Κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να λάβει ουσιαστικά μέτρα στήριξης και αρκείται σε ημίμετρα που απλά διογκώνουν τα προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έχει προτείνει ουσιαστικά μέτρα ανακούφισης όπως α) Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε όλα τα καύσιμα, που είναι επιτρεπτό και από την Κομισιόν β) Κυβερνητική παρέμβαση για αποκλιμάκωση στα τιμολόγια της ΔΕΗ και γ) Μείωση του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα, τα οποία αφορούν την πλειοψηφία των της κοινωνίας.
Κλείνουμε σχεδόν δύο έτη όντας με την υγειονομική κρίση λόγω του κορωνοϊού. Πόσο θεωρείτε ότι επηρεάστηκαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Θα βρουν τη δύναμη να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα;
Αυτή τη στιγμή υπάρχει κάτι άγνωστο, και στη διάρκεια της πανδημίας, υπήρξαν ορισμένα μέτρα που σε τελική ανάλυση κρύβουν το πρόβλημα. Δηλαδή το γεγονός ότι μια σειρά εργαζόμενοι βγήκαν σε αναστολή εργασίας με 534 ευρώ, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να τους καταγράφουμε στους εργαζόμενους. Θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού και υπαλληλικού δυναμικού και για το λόγοι αυτό θα έπρεπε να παίρνονται μέτρα ενίσχυσης της προσπάθειας του επιχειρείν από τους ιδιοκτήτες.
Αναμφίβολα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την πανδημία και σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει η Κυβέρνηση της ΝΔ. Πέρα από την ανεπαρκή οικονομική στήριξη μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών που μέρος τους θα κληθούν να επιστρέψουν οι επιχειρήσεις και πέρα από τις διάφορες αναστολές πληρωμών οι οποίες μετατέθηκαν και με τις οποίες θα βρεθούν αντιμέτωπες στο άμεσο μέλλον, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είχαν και έχουν αποκλειστεί και από τον τραπεζικό δανεισμό.
Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία από την ετήσια έρευνα της ΕΚΤ για την προσβασιμότητα των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, το χρηματοδοτικό κενό (funding gap) στην Ελλάδα φθάνει το 14%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 4% και την ίδια στιγμή το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται, ενώ το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι μόλις 8%. Χρειάζεται λοιπόν μια ολιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, προκειμένου αυτός να επανέλθει στο φυσικό του ρόλο που δεν είναι άλλος από την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Παράλληλα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και θεσμοί όπως η ενίσχυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για καταλυτική δράση στην χάραξη της πολιτικής για πρόσβαση σε χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα, με βιώσιμους και ανταγωνιστικούς όρους.
Από 1 Ιανουαρίου του 2022 τέθηκε σε ισχύ η αύξηση για τον κατώτατο μισθό ενώ ο πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει και δεύτερη αύξηση από το Μάιο. Είστε ικανοποιημένοι στο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ από αυτές τις παρεμβάσεις;
Εμείς θα είχαμε άμεσα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 800 ευρώ και θα είχαμε αντιπαρέλθει τη μοναδική θα έλεγε κανείς λογική αντίδρασης από επιχειρήσεις που λένε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, αναδεικνύοντας και αποδεικνύοντας με πολλά παραδείγματα ,ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού όχι απλώς δεν εμποδίζει τη μικρομεσαία επιχείρηση αλλά της δίνουν ένα μεγαλύτερο πεδίο να πωλεί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Η ποσοστιαία αύξηση μόλις 2% στον κατώτατο μισθό, δηλαδή 13€ μεικτά το μήνα (!) δεν είναι ικανή να αντιμετωπίσει το κύμα ακρίβειας και σε καμία περίπτωση δεν ενισχύει την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δε βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δε μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας. Μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να επικαλεστεί κάποιος αυτή την πενιχρή αύξηση που μέχρι την 1/1/22, οι πολιτικές της ΝΔ κρατούσαν παγωμένη. Η Κυβέρνηση συνειδητά αρνείται να ενισχύσει τους εργαζόμενους χρησιμοποιώντας το εργαλείο της αύξησης του κατώτατου μισθού, σχεδιάζοντας να το πράξει κάποια στιγμή τον Μάιο. Ο βασικός μισθός πρέπει να αυξηθεί τώρα και όχι τον Μάιο. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ είναι μια απολύτως ρεαλιστική πρόταση. Να θυμίσουμε ότι το 2018, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11%, ενώ για τους κάτω των 25 αυξήθηκε 27% γιατί καταργήθηκε ο «ρατσιστικός» υποκατώτατος, με αποδεδειγμένα πολλαπλά κοινωνικά οφέλη όπως η μείωση της ανεργίας, η ενίσχυση της κατανάλωσης και η αύξηση του εισοδήματος των μικρομεσαίων και αυτοαπασχολούμενων.
Πολλές φορές ο κλάδος της εστίασης εξέπεμψε “SOS” για τα νέα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού. Ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση; Πως βλέπετε την επόμενη ημέρα για την εστίαση;
Η εστίαση είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα που έχει να κάνει και με τον τουρισμό. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εστίασης είναι ότι δεν υπάρχει μια σταθερή πολιτική.
Οι επαναλαμβανόμενες παλινωδίες της Κυβέρνησης και τα αλλοπρόσαλλα μέτρα για τον συνωστισμό, έφεραν σε απόγνωση τους ανθρώπους της εστίασης οι οποίοι δικαίως ένιωσαν εγκαταλελειμμένοι με καθίζηση του τζίρου τους ο οποίος αποδεδειγμένα έχει μειωθεί περισσότερο από 50%. Να θυμίσουμε τις διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης όπου κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων διατεινόταν ότι ο κλάδος της εστίασης θα λειτουργήσει κανονικά και τελικά, οδήγησαν την εστίαση σε lockdown χωρίς όμως την αυτονόητη οικονομική στήριξη σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή δεν λήφθηκε καμία ουσιαστική μέριμνα σε εστίες υπερμετάδοσης του ιού όπως τα σχολεία, οι χώροι εργασίας και τα ΜΜΜ.
Η εστίαση χρειαζόταν ουσιαστικά μέτρα στήριξης όπως ολική μετατροπή της επιστρεπτέας σε μη επιστρεπτέα ενίσχυση, επιδότηση ενοικίου και ένα ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης εργαζομένων και επαγγελματιών του κλάδου, δεδομένου ότι αποτελεί σημαντικό κρίκο της αλυσίδας της οικονομίας και του τουρισμού.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε δια στόματος του πρωθυπουργού μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13%. Θα βοηθήσει ουσιαστικά αυτή η κίνηση τους ιδιοκτήτες ακινήτων και τις λαϊκές οικογένειες; Ποια είναι η εκτίμησή σας;
Φαίνεται ότι πρόκειται για άλλη μια πρωτοβουλία η οποία θα ωφελήσει κυρίως τους μεγαλοϊδιοκτήτες από τον συμπληρωματικό φόρο, παρά την συντριπτική πλειοψηφία των ιδιοκτητών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, που στην περίπτωση τους γίνεται προσπάθεια από την Κυβέρνηση να μετριαστούν οι υπέρογκες αυξήσεις που συνεπάγονται οι νέες αντικειμενικές αξίες. Παράλληλα, το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης απέτυχε να τροποποιήσει του συντελεστές παλαιότητας και εμπορικότητας παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις που είχε δώσει στην αγορά. Είναι γεγονός ότι για το 54% όσων πληρώνουν ΕΝΦΙΑ, οι οποίοι κατέχουν χαμηλές περιουσίες (έως 60.000€), δεν θα δουν καμία μεταβολή, γεγονός που καταδεικνύει ότι η μερίδα του λέοντος της ρύθμισης αφορά κυρίως τον συμπληρωματικό φόρο των μεγάλων ιδιοκτησιών και κατά συνέπεια τα ανώτατα εισοδήματα.
Πηγή: pagenews