Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καταρρέει υπό το βάρος των δικών της πεπραγμένων. Θα μείνει στην Ιστορία ως μια κακή ανάμνηση και η με διαφορά χειρότερη κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση και μετά. Και καθώς καταρρέει, ευρισκόμενη σε πανικό και αποδρομή, δεν μπορεί παρά να καταφύγει στην «πεπατημένη» της παλιάς, γνώριμης στον λαό με τον χειρότερο τρόπο, μετεμφυλιακής Δεξιάς.
Βλέπει παντού εσωτερικούς εχθρούς, επικαλείται ένα διχαστικό, κίβδηλο κακέκτυπο του πατριωτισμού –διασύροντας την ιδέα της αγάπης για τη χώρα και την κοινωνία–, παραδίδεται σε έναν άνευ προηγουμένου παροξυσμό ψευδολογίας, παραπληροφόρησης και συκοφαντίας των πολιτικών της αντιπάλων. Το είδαμε στην απελπισμένη τους προσπάθεια να κουκουλώσουν το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών αλλά και στο τραγικό περιστατικό των εγκλωβισμένων στη νησίδα του Έβρου προσφύγων, που είχε τραγική κατάληξη για ένα πεντάχρονο κοριτσάκι. Σε μια νησίδα που μετατράπηκε σε «No Man’s Land» για να εξυπηρετήσει το κυβερνητικό αφήγημα. Επικίνδυνα πράγματα.
Την ερχόμενη Δευτέρα η Βουλή των Ελλήνων θα ανοίξει εσπευσμένα, κατόπιν αιτήματος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα, για να οριστεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων η ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης των υποκλοπών σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Μιας συζήτησης που οπωσδήποτε θα καλύψει όλο το φάσμα της πολιτικής κατάπτωσης της σημερινής κυβέρνησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνεδρίαση της Βουλής μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα μπορεί να θεωρηθεί από τώρα ως ένα πολιτικό ορόσημο. Σηματοδοτεί όχι μόνο την αρχή του πολιτικού τέλους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά κυρίως αυτό που πρέπει να έρθει μετά. Ισχυρή λαϊκή εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που θα του δώσει την ορμή να γίνει ο καταλύτης ενός μεγάλου δημοκρατικού μετώπου, σε κοινωνικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο. Με πρώτο στόχο την πολιτειακή ανασυγκρότηση της χώρας, ή, με άλλη διατύπωση, την αποκατάσταση της ορθής δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών του ελληνικού κράτους. Είναι η προϋπόθεση για να υπάρξει και να εφαρμοστεί μια άλλη πολιτική.
Τα κυβερνητικά φερέφωνα επαναφέρουν συχνά – πυκνά το βγαλμένο κατευθείαν από τη μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη σκιάχτρο της «κατάληψης του κράτους» από την Αριστερά. Θα καταλάβει τους αρμούς της εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ, λένε, και αυτό θα είναι δήθεν κακό για τους θεσμούς του πολιτεύματος. Ας μην ανησυχούν άδικα και ας μη χάνουν τον ύπνο τους. Όταν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κάνουμε λόγο για πολιτειακή ανασυγκρότηση και για δημοκρατικό έλεγχο των αρμών της εξουσίας, δεν χρειάζεται κάποιοι να φαντάζονται στον πανικό τους έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα και λαϊκά δικαστήρια (έχει ακουστεί και αυτή η ανοησία). Εννοούμε πολύ βασικά πράγματα, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και δεδομένα σε μια εύρυθμη Δημοκρατία, αλλά καταφανώς δεν είναι στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη.
Όπως, για παράδειγμα, να μην είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών το προσωπικό όργανο παρακολουθήσεων του πρωθυπουργικού γραφείου για λόγους που πόρρω απέχουν από την εθνική ασφάλεια. Ή να μη βρίσκεται η χώρα στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά την ελευθερία και την πολυφωνία του Τύπου και το Κράτος Δικαίου. Να μη χειραγωγείται η ενημέρωση και ο δημόσιος διάλογος μέσα από διάφορες «λίστες Πέτσα» ή με όποια άλλη ονομασία. Να μη λειτουργεί προδήλως μεροληπτικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εν αδίκω η Δικαιοσύνη, την ίδια στιγμή που κάποιοι γενναίοι θεράποντές της διώκονται γιατί πράττουν το καθήκον τους. Να μη θεωρείται δεδομένο εκ προοιμίου ότι οποιαδήποτε μαζική, λαϊκή εκδήλωση του λαϊκού φρονήματος θα κατασταλεί βίαια, βάναυσα και απρόκλητα από τις αστυνομικές δυνάμεις. Αν το να απαιτεί κανείς πολιτικά αυτά τα πράγματα είναι «κατάλυση των θεσμών», τότε οι λέξεις χάνουν το νόημά τους.
«Μη θίγετε τους θεσμούς της Δημοκρατίας μας», αναφωνούν οι πρόθυμοι χειροκροτητές της κυβέρνησης. Αυτό που λένε στην πραγματικότητα είναι: «Μη διανοηθείτε να μας ενοχλήσετε όσο λαφυραγωγούμε το κράτος και τους θεσμούς του». Λυπούμαστε, αλλά δεν έχουμε την πρόθεση να υπακούσουμε.
Δημήτρης Βίτσας