Macro

Δημήτρης Βίτσας: Επικίνδυνος ερασιτεχνισμός στην εθνική άμυνα

Έχουμε σταματήσει να μετράμε τις φορές που ο κ. Μητσοτάκης παίρνει πολύ σοβαρές αποφάσεις και αναλαμβάνει δεσμεύσεις για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας με αποκλειστικά προσωπική του πρωτοβουλία. Χωρίς την παραμικρή προηγούμενη συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται στη Βουλή -ιδίως την Αξιωματική Αντιπολίτευση- όπως οφείλει μια κυβέρνηση όταν μελετά κινήσεις που επηρεάζουν τόσο σημαντικά ζητήματα. Χωρίς την παραμικρή ενημέρωση της Βουλής, τα μέλη της οποίας τις πληροφορούνται, όπως και οι πολίτες, από ξένα ΜΜΕ ή από ξένους ηγέτες. Αναρωτιέται κανείς εύλογα αν ο κ. Μητσοτάκης συνεννοείται καν με τα μέλη της δικής του Κυβέρνησης -ειδικότερα τους κκ Υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας- ή αν κι αυτοί τα μαθαίνουν κατόπιν εορτής.

Είναι άγνωστοι σε εμάς οι λόγοι που ο κ. Μητσοτάκης κάνει προσωπική πολιτική καριέρα στο εξωτερικό με όχημα το πρωθυπουργικό αξίωμα, στο οποίο εξελέγη και δεν το κληρονόμησε. Ενδεχομένως νιώθει την αγωνία για την πολιτική του τύχη μετά τις επερχόμενες εκλογές. Αυτό όμως δεν μας απασχολεί και δεν απασχολεί και τον ελληνικό λαό. Αυτό που μας απασχολεί είναι οι συνέπειες που έχει η προσωπική διπλωματία του πρωθυπουργού για τη διεθνή θέση και την αμυντική ικανότητα της χώρας.

Ας πάρουμε μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα: από τον Γερμανό καγκελάριο μαθαίνουμε ότι η Ελλάδα θα στείλει αριθμό σοβιετικής τεχνολογίας τεθωρακισμένων οχημάτων BMP-1 στην Ουκρανία. Τα οχήματα αυτά επιχειρούν σήμερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτό συνιστά από μόνο του μια σημαντική κλιμάκωση της εμπλοκής της χώρας μας στον πόλεμο. Σημαίνει επίσης ότι ο Υπουργός Άμυνας είτε παραπληροφορούσε σκόπιμα, είτε δεν είχε ιδέα για τις προθέσεις του πολιτικού του προϊσταμένου, όταν μας διαβεβαίωνε ότι στην Ουκρανία έχει σταλεί μόνο «αμυντικό υλικό από τα αποθέματα του στρατού».

Σχόλιο πρώτο: Μήπως απομειώνεται η αμυντική ικανότητα στα νησιά; Σχόλιο δεύτερο: Τα αποθέματα δεν είναι περισσεύματα. Αντίθετα, υπάρχουν μετά από υπολογισμό των «ημερών αγώνα».

Ο κ. Μητσοτάκης κάνει μια προσωπική εξυπηρέτηση στον κ. Σολτς, ο οποίος πιέζεται στο εσωτερικό της Γερμανίας για να στείλει περισσότερα όπλα στα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας. Τα ελληνικά BMP-1 είναι η άμεση λύση στο δίλημμα του. Διαβάζουμε ότι η συμφωνία (την οποία, όμως, κανείς μας δεν έχει δει, ενώ δεν γνωρίζουμε καν αν είναι γραπτή) προβλέπει την αντικατάσταση των BMP-1 με γερμανικά τεθωρακισμένα οχήματα Marder από τα αντίστοιχα αποθέματα του γερμανικού στρατού. Σε τι κατάσταση βρίσκονται αυτά, πότε θα έρθουν, πόσο θα κοστίσει η επαναφορά τους σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα, πότε τοποθετείται αυτή χρονικά και τι θα γίνει με την αμυντική θωράκιση των νησιών μέχρι τότε, πώς συνδέεται με πιθανές νέες αμυντικές προμήθειες από τη Γερμανία στο άμεσο μέλλον, γιατί δεν στέλνει η Γερμανία τα Marder στην Ουκρανία: είναι ερωτήματα που δεν έχει απαντήσει η κυβέρνηση. Οφείλει, όμως, και θα κληθεί να το κάνει στη Βουλή.

Προκαλεί έντονο προβληματισμό η προχειρότητα με την οποία χειρίζεται ο κ. Μητσοτάκης αυτά τα θέματα. Με μια σειρά από κινήσεις -ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και πριν από αυτήν- έχει ακυρώσει όλες τις βασικές σταθερές της ελληνικής διπλωματίας από το 1974 και μετά. Και είναι εξοργιστικό για όσους τυγχάνει να έχουν χειριστεί ζητήματα αμυντικών εξοπλισμών να ακούγονται επιχειρήματα περί αμυντικής ενδυνάμωσης της χώρας, όταν στην πραγματικότητα κάθε ανακοίνωση αγοράς μιας νέας και πανάκριβης αμυντικής πλατφόρμας μετά από συμφωνίες του πρωθυπουργού προσωπικά σε κάθε ταξίδι του γίνεται χωρίς σχέδιο, χωρίς να είναι ενταγμένη στον επιχειρησιακό χάρτη των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς πρόβλεψη για τα κόστη συντήρησης και διατήρησης σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα σε βάθος χρόνου. Χωρίς να υπολογίζεται πώς και πόσο θα επηρεάσει αυτό τη συνολική επιχειρησιακή ικανότητα και τον προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων, ούτε εάν τα διάφορα οπλικά συστήματα που παραγγέλνει σωρηδόν ο κ. Μητσοτάκης είναι πλήρως συμβατά μεταξύ τους και με τα υφιστάμενα ελληνικά συστήματα.

Αυτή, όμως, δεν είναι σοβαρή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Και, δυστυχώς, θα έχει συνέπειες.

* Ο Δημήτρης Βίτσας είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και Δ΄ αντιπρόεδρος της Βουλής.