Συνέντευξη στην Ιωάννα Ηλιάδη
Το ερώτημα εάν «θα γίνουν και πότε οι κρίσεις;» διατυπώνει ο Δημήτρης Βίτσας, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας στο Armyvoice.gr, σχολιάζοντας το καυτό θέμα των παρακολουθήσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Ο κ. Βίτσας επισημαίνει ότι η ίδια η Πολιτεία τους θεωρεί τους υπό παρακολούθηση Αρχηγούς ικανούς και άξιους να ηγούνται του στρατεύματος και συγχρόνως ύποπτους για την εθνική ασφάλεια.
Το γεγονός αυτό καθιστά αυτήν την κυβέρνηση επικίνδυνη όχι μόνο για τη δημοκρατία, αλλά θα έλεγε κανείς και για την εθνική ασφάλεια, υπογραμμίζει.
Ο κ. Βίτσας εκτιμά επίσης ότι όταν κυκλοφορούν φήμες ή πληροφορίες ότι παρακολουθούνται ανώτατοι στρατιωτικοί, αλλά και υπουργοί της κυβέρνησης, τα πράγματα στις σχέσεις μας με το ΝΑΤΟ περιπλέκονται σοβαρά.
Αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά, κάνει λόγο για ελεγχόμενη ένταση από την πλευρά της Άγκυρας και προειδοποιεί ότι δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει από τον έλεγχο και να περάσει σε επίπεδο θερμού επεισοδίου.
Τέλος αναφερόμενος στους εξοπλισμούς υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να είναι απόφαση μόνο του πρωθυπουργού. «Δεν γίνεται κάθε φορά που πηγαίνει μια επίσκεψη ο κ. Μητσοτάκης στο εξωτερικό να παίρνει μόνος του, χωρίς να διαβουλεύεται με κανέναν επιτελικό, τέτοιες αποφάσεις», λέει χαρακτηριστικά.
Βίτσας στο AV: Επικίνδυνη για την εθνική ασφάλεια η κυβέρνηση
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη:
ΕΡ: Η αποκάλυψη του Documento ότι ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ και ο Αρχηγός ΓΕΣ ήταν υπό παρακολούθηση, προκάλεσε πολιτικό σεισμό, πλην όμως φαίνεται ότι υπάρχει πρόθεση συγκάλυψης. Πώς θα γίνουν κρίσεις με αρχηγούς υπό παρακολούθηση;
ΑΠ: Δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι αυτό το νοσηρό κλίμα, μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις, έχει περάσει και στο στράτευμα, πράγμα που καθιστά αυτήν την κυβέρνηση επικίνδυνη όχι μόνο για τη δημοκρατία, αλλά θα έλεγε κανείς και για την εθνική ασφάλεια.
Και με βάση τον νόμο που μόλις πέρασε η κυβέρνηση από τη Βουλή, δήθεν για την εξυγίανση της ΕΥΠ, αλλά στην πραγματικότητα για τη νομιμοποίηση της συσκότισης, εάν οι Αρχηγοί ΓΕΣ και ΓΕΕΘΑ θελήσουν να ζητήσουν πληροφορίες από την ΑΔΑΕ για το εάν και για ποιους λόγους παρακολουθούνται, θα τους πουν ευγενικά να περάσουν μετά από τρία χρόνια. Και διατυπώνω το ερώτημα: θα γίνουν και πότε οι κρίσεις;
ΕΡ: Υπάρχουν άτομα που πιστεύουν ότι είναι φυσιολογικό να παρακολουθούνται από την ΕΥΠ οι αρχηγοί, για λόγους εθνικής ασφαλείας και πως αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτόν τον τρόπο σκέψης. Τι σημαίνει «είναι φυσιολογικό να παρακολουθούνται από την ΕΥΠ οι αρχηγοί»;
Δεν ζούμε, θέλω να ελπίζω, σε μια χώρα όπου οποιοσδήποτε μπορεί να παρακολουθείται από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες επειδή αυτό θεωρείται από κάποιους «φυσιολογικό», αλλά μόνο όταν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις και τηρείται το κράτος δικαίου.
Υπάρχει ο νόμος που ορίζει πότε μπορεί να γίνει μια παρακολούθηση, με ποια διαδικασία και για ποιους λόγους.
Όχι, λοιπόν, δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να θεωρούνται οι στρατιωτικοί επικεφαλής των Γενικών Επιτελείων ύποπτοι, και μάλιστα με ενδείξεις, για τέλεση κακουργήματος ή επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια.
Αυτό δεν είναι φυσιολογικό, αυτό είναι παραλογισμός. Οι ανώτατοι στρατιωτικοί κρίνονται όπως ορίζει ο νόμος από την Πολιτεία με βάση τη σταδιοδρομία, τις ικανότητες και την αξιοπιστία τους.
Εάν η ίδια η Πολιτεία τους θεωρεί ικανούς και άξιους να ηγούνται του στρατεύματος και συγχρόνως ύποπτους για την εθνική ασφάλεια, είναι προφανές ότι υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα.
ΕΡ: Το σκάνδαλο των υποκλοπών, ειδικά με την παρακολούθηση των στρατιωτικών πιστεύετε ότι επηρεάζει τις σχέσεις της χώρας μας με τις χώρες του ΝΑΤΟ; Εκτιμάτε ότι έχει επίδραση στα ελληνοτουρκικά;
Πρόκειται για εξαιρετικά λεπτά ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα της εθνικής ασφάλειας, αλλά και της στρατιωτικής και διπλωματικής αξιοπιστίας της χώρας μας έναντι των συμμάχων και εταίρων της, τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στην ΕΕ.
Να υπενθυμίσουμε ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν ξεκίνησε να ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά στις Βρυξέλλες, με την αποκάλυψη ότι ένας ευρωβουλευτής, ο κ. Ανδρουλάκης, ήταν υπό παρακολούθηση από κακόβουλο λογισμικό.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι όταν κυκλοφορούν φήμες ή πληροφορίες ότι παρακολουθούνται ανώτατοι στρατιωτικοί, αλλά και υπουργοί της κυβέρνησης, τα πράγματα στις σχέσεις μας με το ΝΑΤΟ περιπλέκονται σοβαρά. Δεν χρειάζεται να μπει κανείς σε λεπτομέρειες για το πόσο βλαπτικό είναι αυτό για την Ελλάδα, ιδίως στις εποχές που ζούμε.
Κατ’ επέκταση, ούτε τα ελληνοτουρκικά μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστα. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε, όταν το νούμερο ένα ζήτημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός σε όλες τις μορφές του.
Ας αφήσουμε τους αναγνώστες να σκεφτούν πόσο βαρύ είναι να παρακολουθείται ο ΑΓΕΕΘΑ όχι από τη ΜΙΤ, αλλά από την ΕΥΠ.
ΕΡ: Και μιας και αναφερθήκαμε στα ελληνοτουρκικά, πού βλέπετε να οδηγεί η επιθετική ρητορική Ερντογάν έναντι της Ελλάδας; Γιατί οι αντιδράσεις των συμμάχων είναι χλιαρές;
H Τουρκία ακολουθεί πιστά και συστηματικά μια πολιτική έντασης. Θεωρεί ότι αυτό εξυπηρετεί τους στρατηγικούς της στόχους και σε αυτό ενισχύεται και από τη δική της αναβάθμιση λόγω, μεταξύ άλλων, του πολέμου στην Ουκρανία και από την αδράνεια της ελληνικής διπλωματίας και στρατηγικής με τη σημερινή κυβέρνηση.
Η ένταση είναι ελεγχόμενη, αλλά όσο αυξάνεται η πολεμική ρητορική, δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει από τον έλεγχο και να περάσει σε επίπεδο θερμού επεισοδίου, είπε σκόπιμα είτε κατά λάθος.
Αυτό δείχνει ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό από την πλευρά της Άγκυρας.
Από την πλευρά των συμμάχων και εταίρων μας, οι χλιαρές αντιδράσεις έχουν, πιστεύω, δύο εξηγήσεις.
Η πρώτη είναι ότι κανείς δεν επιθυμεί αυτή τη στιγμή το άνοιγμα ενός ενδονατοϊκού ρήγματος με την Τουρκία, μια μεγάλη και στρατιωτικά ισχυρή χώρα, η οποία ήδη δείχνει τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης από την ενιαία, υποτίθεται, δυτική γραμμή στο ουκρανικό ζήτημα, διατηρώντας ορθάνοιχτους τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με τη Μόσχα.
Η δεύτερη εξήγηση είναι η απραξία, για να μην πω ανυπαρξία, της ελληνικής πλευράς.
Δηλαδή, η ανατροπή του στρατηγικού δόγματος της πολυμερούς διπλωματίας και της μη άμεσης εμπλοκής σε πολεμικές επιχειρήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η υιοθέτηση του ψυχροπολεμικής υφής δόγματος του πρόθυμου και δεδομένου, όχι τόσο συμμάχου, αλλά μάλλον υποτελούς.
Στη διπλωματία, κανείς δεν πρόκειται να σου παραχωρήσει το παραμικρό, αν δεν το διεκδικήσεις. Και η Ελλάδα έχει πάψει να διεκδικεί οτιδήποτε εδώ και τριάμισι χρόνια, με μόνη ανταμοιβή κάποια φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, άνευ αντικρίσματος.
ΕΡ: Αν οδηγηθούμε σε μια κρίση με την Τουρκία, τα νησιά μας είναι καλά εξοπλισμένα; Και το λέω γιατί μετά την απομάκρυνση των BMP-1 δεν έχουν εφοδιαστεί με κάποιο ανάλογο οπλικό σύστημα. Πιστεύετε ότι αυτό έχει επιπτώσεις στην άμυνα των νησιών;
Προσωπικά είμαι βέβαιος ότι το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων στα νησιά μας είναι έτοιμο και εξοπλισμένο κατάλληλα, ώστε να αντεπεξέλθει σε οποιαδήποτε κρίση ή απειλή.
Αυτό πιστεύω και δεν θέλω να πιστέψω κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η παραχώρηση των BMP-1 στην Ουκρανία, κάτι που πληροφορηθήκαμε όχι από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά από τον Γερμανό καγκελάριο και παρεμπιπτόντως, σχεδόν τυχαία, αφήνει ένα επιχειρησιακό κενό που δεν γνωρίζουμε εάν και πώς έχει καλυφθεί.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ο τρόπος που λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις, χωρίς κάποια μέριμνα για την επιχειρησιακή επάρκεια του εξοπλισμού του Στρατού Ξηράς και με μάλλον επικοινωνιακά κριτήρια, σπασμωδικά και αποσπασματικά.
Δεν γίνεται κάθε φορά που πηγαίνει μια επίσκεψη ο κ. Μητσοτάκης στο εξωτερικό να παίρνει μόνος του, χωρίς να διαβουλεύεται με κανέναν επιτελικό, τέτοιες αποφάσεις. Το έχουμε δει και σε άλλες περιπτώσεις.
Το αποτέλεσμα είναι φύρδην μίγδην αμυντικές προμήθειες που δεν εντάσσονται σε έναν ολοκληρωμένο στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά στο επικοινωνιακό παίγνιο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.