Μέσα στη δυστοπική πραγματικότητα της χούντας των συνταγματαρχών, η διάχυση της πληροφορίας προς τα ΜΜΕ δεν αποτελούσε απλά προνόμιο του καθεστώτος, αλλά στρόφιγγα ελεγχόμενης πληροφορίας που εξυπηρετούσε τα προτάγματά του. Κάθε μορφή αντίδρασης ενάντια στο καθεστώς έπρεπε να παραμείνει άγνωστη στο πλατύ κοινό. Κάθε φορά που η αντιδικτατορική δράση ή τα αποτελέσματά της ήταν αδύνατο να αποκρυφθούν –ενδεικτικά αναφέρουμε θανάτους αγωνιστών, όπως του Τσικουρή και της Αντζελόνι ή τη σπαρακτική θυσία του Γεωργάκη– τότε έπρεπε να αποδοθούν σε εξτρεμιστικούς κύκλους που στόχευαν στη διασάλευση της υποτιθέμενης τάξης που επέβαλλαν οι αυτόκλητοι «σωτήρες» της χώρας.
Έχουν πολλά γραφτεί και ειπωθεί για το ζήτημα των νεκρών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τις πρώτες ήδη ημέρες μετά την αιματηρή καταστολή της. Η προφανής έλλειψη αντικειμενικής πληροφόρησης από τα θεσμικά όργανα του δικτατορικού καθεστώτος, οι επιτόπιες μαρτυρίες χιλιάδων εξεγερμένων, διαδηλωτών, αλλά και ανθρώπων που δεν συμμετείχαν καν στα γεγονότα, αποτελούσαν μια σημαντική και αξιόπιστη αμφισβήτηση της επίσημης παραδοχής 12 θανάτων (και αργότερα 13), που καταγράφηκε από τον ασφυκτικά ελεγχόμενο Τύπο της εποχής. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι νεόκοποι αρνητές των θανάτων στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εκτός από τη φαιδρή χωροταξική διάσταση των επιχειρημάτων τους («δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο», επιχείρημα αντίστοιχης λογικής με το ότι οι νεκροί της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι μόνο όσοι απεβίωσαν στο έδαφος του νησιού και όχι στη θάλασσα της περιοχής), αρνούνται όχι μόνο τα τεκμήρια και τη λογική, αλλά ακόμη και τις παραδοχές της ίδιας της χούντας (ήταν μήπως –κατά τη γνώμη τους– και η ίδια η χούντα θύμα απροσδιόριστων «σκοτεινών κύκλων της κομμουνιστικής προπαγάνδας»;).
Οι αιτίες της σύγχυσης σχετικά με τον αριθμό των νεκρών έχουν πολλές και διαφορετικές προελεύσεις. Η αποσιώπηση από την πλευρά του καθεστώτος είναι μόνο μια από τις πολλές όψεις. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν παραποιήσεις στοιχείων σε ιατροδικαστικό επίπεδο, συσκότιση ή ασάφεια ως προς τις συνθήκες θανάτου πολλών ανθρώπων και απόκρυψη θανάτων. Η αποσιώπηση αυτή επεδίωκε να προσφέρει πολλά και διαφορετικά οφέλη στο καθεστώς. Αφενός, απενοχοποιούσε τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της σφαγής. Αφετέρου, διατηρούσε το πλατύ κοινό στην άγνοια όσων συνέβαιναν, πολλά εκ των οποίων θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν αντιδράσεις αγανάκτησης ακόμα και σε ένα πιο συντηρητικό ακροατήριο. Επιπλέον, επεδίωκε να παρουσιάσει το παράνομο καθεστώς σαν εγγυητή της τάξης και της ασφάλειας που αμυνόταν υπέρ του κοινωνικού συνόλου και δεν ήταν αυτό που έβαλλε κατά του ίδιου του κοινωνικού συνόλου. Φυσικά, η πρωτοφανής έκταση των γεγονότων και η αποστροφή στην ωμή, δολοφονική καταστολή των δικτατόρων και των κύκλων επιρροής τους δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί ή να μη γίνει αντιληπτή από τον λαό. Τα γεγονότα και ο αντίκτυπός τους υπερέβαιναν πλέον τις δυνάμεις λογοκρισίας του καθεστώτος.
Οι πρώτοι νεκροί
Από τις πρώτες ημέρες μετά το Πολυτεχνείο, ο παράνομος Τύπος του εσωτερικού, οι οργανώσεις και ο αντιστασιακός Τύπος του εξωτερικού ξεκίνησαν να καταγράφουν περιπτώσεις δολοφονιών και θανάτων στο Πολυτεχνείο. Πολλά ονόματα, εκτός από τα επισήμως αναγνωρισμένα, εμφανίζονταν επίμονα στις λίστες νεκρών, κάποια εκ των οποίων, αν και ανεπίσημα τότε, αποδείχθηκαν και δικαιώθηκαν αργότερα, όπως για παράδειγμα του Κυριακόπουλου και του Μικρώνη. Όμως, πολλά άλλα ονόματα δεν γνώρισαν την απαραίτητη ιστορική τεκμηρίωση, ενώ υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις φημολογούμενων ονομάτων νεκρών που δεν ίσχυαν. Η εμπεριστατωμένη και ενδελεχής έρευνα του ιστορικού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, έδωσε την πλέον αξιόπιστη έως τις ημέρες μας, αποτίμηση του αριθμού των νεκρών, με ονοματεπώνυμα και λεπτομέρειες. Η έρευνα αυτή αποτελεί και την καλύτερη απάντηση προς τους κάθε λογής «όψιμους» αναθεωρητές της Ιστορίας. Κρίνεται, ωστόσο, πολύ πιθανό, ο αριθμός των νεκρών να μην περιορίζεται στους 24 νεκρούς που καταγράφει –πέραν πάσης αμφισβήτησης– το πόρισμα της έρευνας. Υπάρχουν δεκαέξι «ορφανά» περιστατικά θανάτων που καταμαρτυρούνται από αυτόπτες μάρτυρες και τα οποία αποδέχεται ο εισαγγελέας ανακριτής Τσεβάς στο πόρισμά του τον Οκτώβριο του 1974, ως «νεκροί βασίμως προκύπτοντες» –φυσικά δεν γνωρίζουμε εάν μόνο αυτά τα περιστατικά υποκρύπτουν περιπτώσεις δολοφονιών ή υπήρχαν και άλλες, μέσα στον καταιγισμό ακραίας καθεστωτικής βίας και των κύκλων του.
Μάλιστα, δύο εκ των ανωτέρω περιστατικών φτάνουν ως τη δίκη του Πολυτεχνείου τον Οκτώβριο του 1975, αποτελώντας μέρος του κατηγορητηρίου. Πρόκειται για τον άγνωστο νέο του Ρυθμιστικού, ηλικίας 20-25 ετών, που φέρεται να απεβίωσε, συνεπεία λιντσαρίσματος από αστυνομικά όργανα, στον χώρο του νοσοκομείου το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου και τον νέο 20-30 ετών που φέρεται να δολοφονήθηκε από χειριστή μυδραλίου στην Πλατεία Βικτωρίας το πρωί του Σαββάτου. Στη δίκη παρατηρήθηκαν –συχνά κραυγαλέες– αλλαγές μαρτυριών προς το ασαφέστερο, σε σχέση με τις αρχικές καταθέσεις στους ανακριτές, βασικών μαρτύρων ή και απουσιών μαρτύρων από το δικαστήριο. Έτσι, και παρά τις επώνυμες μαρτυρίες για περιπτώσεις ανώνυμων θανάτων που δεν είχαν διαλευκανθεί, αλλά και τη μαρτυρία στο δικαστήριο του δημοσιογράφου Γρηγόρη Παπαδάτου (δημιουργός της μιας από τις δύο λίστες θυμάτων που κυκλοφόρησαν κατά την εποχή εκείνη –η άλλη ήταν του δημοσιογράφου Μπάμπη Γεωργούλα), οι ανώνυμες περιπτώσεις και οι λοιπές επώνυμες δεν διασταυρώθηκαν, δε συσχετίστηκαν και παρέμειναν εγκλωβισμένες σε ένα πλαίσιο ενδεχομενικότητας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία εξ αυτών ούτε καν διαψεύστηκε.
Απροθυμία διερεύνησης
Στα αίτια της μη διερεύνησης των άγνωστων θανάτων του Πολυτεχνείου θα πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε και τα πολιτικά προτάγματα της μεταπολίτευσης. Πολλές περιπτώσεις καταγγελιών «περίεργων» θανάτων από ολόκληρη την περίοδο της δικτατορίας παρέμειναν στο σκοτάδι, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες της Προοδευτικής Ένωσης Μητέρων Ελλάδας και τις μεμονωμένες ή ομαδικές μηνύσεις των συγγενών θυμάτων και της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή και άλλων δημοκρατικών δικηγόρων. Η απροθυμία της μεταπολίτευσης να ερευνήσει, να ξεσκεπάσει, να αποδώσει δικαιοσύνη ήταν φανερή, ακόμα και σε αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις δολοφονιών ή βασανισμών που έφτασαν ως τις δικαστικές αίθουσες, τόσο από τις προκλητικά μικρές καταδικαστικές ποινές, όσο και στη σχετική επιχειρηματολογία που ακούστηκε στις αίθουσες αυτές και η οποία τοποθετείτο ανάμεσα στον ωμό κυνισμό και τη συγκάλυψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φράση του εισαγγελέα στη δίκη (και καταδίκη) του δολοφόνου της Μαρίας Καλαβρού, η οποία ήταν το δεύτερο θύμα της απριλιανής δικτατορίας, δολοφονημένη εν ψυχρώ στην οδό Πατησίων το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1967: «Πρέπει κάποτε να σταματήσει αυτή η ιστορία με τις δίκες […] να δούμε τι θα γίνει με τα προβλήματα που μας δημιούργησε η δικτατορία και ιδιαίτερα η τελευταία περίοδος της δικτατορίας»1. Σε ένα τέτοιο πολιτικό τοπίο απροθυμίας ακόμα και για τεκμηριωμένες περιπτώσεις, κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει να υπάρξει προσπάθεια διαλεύκανσης πιο σύνθετων περιπτώσεων.
Η απροθυμία των θεσμικών οργάνων του κράτους της μεταπολίτευσης διαδέχθηκε τις απειλές ή/και τις προσπάθειες εξαγοράς της σιωπής του δικτατορικού καθεστώτος προς οικογένειες θυμάτων. Ενδέχεται και αυτή να υπήρξε η αιτία της αποσιώπησης πολλών περιπτώσεων θανάτων, χωρίς βέβαια αυτό να μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα∙ ωστόσο έχουν καταγραφεί τέτοιες περιπτώσεις. Φυσικά, δεν μπορεί να απορριφθεί και η πιθανότητα κάποια άγνωστα θύματα να προέρχονταν από φιλοχουντικές οικογένειες που επέλεξαν να αποκρύψουν την πραγματική αιτία θανάτου μέλους τους. Τέλος, είναι δυνατό, κατά την εποχή των γεγονότων και λίγο μετά, οικογένειες από την επαρχία να παρέλαβαν σφραγισμένα φέρετρα θανόντων οικείων τους –ύποπτη πρακτική, αρκετά συνηθισμένη τότε– με αιτία θανάτου τελείως διαφορετική από την αληθινή (σ.σ. κατά τη μεταπολίτευση υποστηρίχθηκε ότι δολοφονίες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου «χρεώθηκαν» ως τροχαία ή άλλα ατυχήματα, αυτοκτονίες ή ξαφνικές ασθένειες). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για ορισμένα εκ των φημολογούμενων ονομάτων θυμάτων υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις, αλλά όχι αποδείξεις για την πραγματική υπόσταση της φήμης.
Οι άγνωστες ή φημολογούμενες περιπτώσεις
Επιπλέον, κατά τη μεταπολίτευση δεν αναζητήθηκε η τεκμηρίωση πολλών φημολογούμενων περιπτώσεων από τους ανθρώπους που ήταν κοντά ή μέσα στα γεγονότα. Οι λίστες Γεωργούλα και Παπαδάτου και οι όποιες πληροφορίες κόμιζαν (ονοματεπώνυμα, ενίοτε ηλικία και ιδιότητα του θανόντος) θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί καλύτερα. Ίσως η «μεγάλη εικόνα» της επανόδου στη Δημοκρατία, η τραγωδία της Κύπρου και η προσπάθεια απόδοσης δικαιοσύνης κατά των χουντικών και των κύκλων επιρροής τους να υπήρξε η αιτία που δεν κατευθύνθηκε το ερευνητικό ενδιαφέρον της εποχής προς τις άγνωστες ή φημολογούμενες υποθέσεις. Τέλος, δεν ερευνήθηκε η κατοπινή πορεία της υγείας σοβαρά τραυματισμένων κατά τα γεγονότα. Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν περιπτώσεις θανάτων εξαιτίας των συνεπειών στην υγεία τραυματισμένων.
Οι επιβεβαιωμένοι και τεκμηριωμένοι νεκροί των γεγονότων του Πολυτεχνείου είναι οι ακόλουθοι: Σπυρίδων Κοντομάρης, Διομήδης Κομνηνός, Σωκράτης Μιχαήλ, Γιώργος Σαμούρης, Τόριλ Μαργκρέτε Έγκελαντ, Βασίλης Φάμελος (16 Νοεμβρίου), Μάρκος Καραμανής, Αλέξανδρος Σπαρτίδης, Δημήτριος Παπαϊωάννου, Γεώργιος Γεριτσίδης, Δημήτρης Θεοδωράς, Αλέξανδρος Μπασρίλ Καράκας, Βασιλική Μπεκιάρη (17 Νοεμβρίου), Αλέξανδρος Παπαθανασίου, Μιχάλης Μυρογιάννης (18 Νοεμβρίου). Τις επόμενες ημέρες κατέληξαν, συνεπεία του βαρύτατου τραυματισμού τους κατά τα γεγονότα, οι: Νικόλαος Μαρκούλης, Δημήτριος Κυριακόπουλος, Σπύρος Μαρίνος-Γεωργαράς, Ευστάθιος Κολινιάτης, Στέλιος Καραγεώργης και το επόμενο διάστημα οι: Κυριάκος Παντελεάκης, Ανδρέας Κούμπος, Αικατερίνη Αργυροπούλου. Η περίπτωση του Γιάννη Μικρώνη παραμένει υπό έλεγχο ως προς την ακριβή ημερομηνία του θανάσιμου τραυματισμού του και εάν συνέβη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ή στο πογκρόμ των επόμενων ημερών. Επίσης, στο υπό έκδοση βιβλίο «Θάνατοι Στη Χούντα»2 που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Τόπος», καταγράφονται, μεταξύ άλλων, μαρτυρίες και στοιχεία για περιπτώσεις θανάτων που σχετίζονται άμεσα με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως των φοιτητών Γιάννη Καΐλη και Λάμπρου Τζιάνου, αλλά και άλλες περιπτώσεις, άγνωστες εν πολλοίς έως σήμερα.
Εν κατακλείδι, κρίνεται ως μάλλον απίθανο οι νεκροί του Πολυτεχνείου να περιορίζονται μόνο στις έως σήμερα τεκμηριωμένες περιπτώσεις. Αποτελεί χρέος της ιστορικής έρευνας να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από τις υπόλοιπες, επώνυμες ή ανώνυμες περιπτώσεις, όχι φυσικά για να δικαιώσει τον αγώνα και τη θυσία του Πολυτεχνείου, αλλά για να αποτίσει φόρο τιμής στους αδικοχαμένους ανθρώπους, που, μετά θάνατον, εγκλωβίστηκαν στους αδυσώπητους μηχανισμούς της λήθης.
Σημειώσεις:
1. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 11-3-1976.
2. Η πολυετής ιστορική έρευνα του Δημήτρη Βεριώνη για τους θανάτους στην περίοδο της δικτατορίας θα εκδοθεί τον Φεβρουάριο 2024 υπό τον τίτλο «Θάνατοι Στη Χούντα» (εκδόσεις «Τόπος»).
Ο Δημήτρης Βεριώνης είναι πολιτισμολόγος και μουσικός