Macro

Δημήτρης Τσέκερης: ΔΕΗ και άλλα μυστήρια

Η δυσκολία του να εξηγήσει κανείς το τοπίο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να προσπαθήσει να αναλύσει το τοπίο για τη ΔΕΗ, έγκειται στο γεγονός της ύπαρξης μηχανισμών και διαδικασιών που δεν είναι ευρύτερα γνωστές στους περισσότερους, όπως είναι αναμενόμενο. Για το λόγο αυτό χρειάζεται να γίνουν κατανοητές κάποιες έννοιες και μηχανισμοί με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.

ΕΤΜΕΑΡ, ΕΛΑΠΕ, ΠΧΕΦΕΛ και άλλα

Η χρέωση ΕΤΜΕΑΡ (Ενιαίο Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων) την οποία πληρώνουμε όλοι οι καταναλωτές στους λογαριασμούς μας, ανάλογα με τη χρήση και την κατανάλωση, αποτελεί μία βασική, αν όχι τη βασικότερη, συνιστώσα εσόδων (42% των εσόδων) του Ειδικού Λογαριασμού για τις ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), μαζί με τη συμβολή των δικαιωμάτων CO2. Ο ΕΛΑΠΕ χρησιμοποιείται για τις πληρωμές των παραγωγών ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά, κ.ά) με συνολικό τζίρο περί τα 2 δις ευρώ ανά έτος. Όντας έντονα ελλειμματικός παρά τις συνεχείς αυξήσεις του ΕΤΜΕΑΡ, ο ΕΛΑΠΕ κατέστη πλεονασματικός από τα τέλη του 2017, με τις πληρωμές προς τους παραγωγούς να κανονικοποιούνται και την εμπιστοσύνη να επιστρέφει χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση των καταναλωτών, ωθώντας σε νέες επενδύσεις σε ΑΠΕ από το 2018, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, τάση που ενισχύθηκε και από τους διαγωνισμούς των ΑΠΕ, τερματίζοντας το καθεστώς των σταθερών τιμών και αποκλιμακώνοντας τα κόστη πάνω από 20-30%. Η εμπιστοσύνη όμως θέλει πολύ καιρό για να χτιστεί και ελάχιστο για να διαρραγεί. Οι ψηφισμένες πλέον μειώσεις του ΕΤΜΕΑΡ -που δεν αντισταθμίζουν όμως τις αυξήσεις στα τιμολόγια- φαίνεται να σπρώχνουν στο όριο τον ΕΛΑΠΕ, ρισκάροντας τη βιωσιμότητά του, φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα των ελλειμμάτων, με τους παραγωγούς ΑΠΕ να δηλώνουν πλέον και επίσημα την ανησυχία τους, καθώς κυριαρχεί ο φόβος πως θα υπάρξει πρόβλημα στις πληρωμές τους (καθυστερήσεις) και στην αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς. Πιθανό σενάριο είναι η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ για το 2020, κάτι που θα εξαρτηθεί ασφαλώς και από την πορεία των τιμών των δικαιωμάτων CO2 που παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις, ή η ενίσχυση των ποσοστών των δικαιωμάτων ρύπων ως εισροή του ΕΛΑΠΕ, που όμως ρισκάρει τη δυνατότητα χρηματοδότησης του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, που η Ελλάδα πρώτη θέσπισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε δημόσια κτίρια.

Όπως λοιπόν είναι πλέον γνωστό, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να υιοθετήσει μία πολιτική αύξησης των τιμολογίων ενέργειας για τη «διάσωση της ΔΕΗ», αυξάνοντας τις τιμές της κιλοβατώρας, με παράλληλη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, ορμώμενη από τα πλεονάσματα του Ειδικού Λογαριασμού για τις ΑΠΕ, καθώς και την έγκριση του νέου σχήματος για το ΕΤΜΕΑΡ, το Δεκέμβριο του 2018, που επί της ουσίας είναι η εφαρμογή των Κατευθυντήριων Γραμμών της Κομισιόν που αναφέρεται στην περίοδο 2014-2020. Το παλιό καθεστώς που ίσχυε είχε διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις, άρα και χρεώσεις. Ανάλογα με το αν ο πελάτης είναι στη Χαμηλή, Μέση ή Υψηλή Τάση, η χρέωση έπρεπε να αλλάξει και να εναρμονιστεί. Το νέο καθεστώς ενισχύει κατά βάση τους ενεργοβόρους καταναλωτές με τις αντίστοιχες μειωμένες χρεώσεις. Παρόλα αυτά, η εναρμόνιση έχει πολλούς τρόπους να εφαρμοστεί και αποτελεί και πολιτικό δείγμα γραφής. Με την παρούσα ρύθμιση είναι σαφές πως όσοι ανήκαν στη Μέση τάση, όπως Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, Υπουργεία, ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ, Υπηρεσίες, Εμπόριο, Δήμοι, Ξενοδοχεία και Τουριστικές επιχειρήσεις, κτίρια γραφείων και καταστημάτων, βιομηχανίες – βιοτεχνίες, και λοιποί καταναλωτές που ήταν σε μειωμένες χρεώσεις, θα δουν σε πολλές περιπτώσεις μεγάλες αυξήσεις στους λογαριασμούς τους, όπως και οι αγρότες.

Πολύς λόγος έχει γίνει επίσης και για το λεγόμενο Τέλος Προμηθευτών (Π.Χ.Ε.Φ.Ε.Λ.-Πρόσθετη Χρέωση Εκπροσώπων Φορτίου Ειδικού Λογαριασμού) με τον ισχυρισμό πως αποτέλεσε «χαράτσι» για τη ΔΕΗ, αλλά και για όλους τους προμηθευτές, και ισοσκέλισε τα ελλείμματα του ΕΛΑΠΕ. Το σύστημα, λόγω της συμμετοχής των ΑΠΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ωφελείται, καθώς οι ΑΠΕ αντικαθιστούν τα πιο ακριβά καύσιμα, λόγω του φαινομένου merit order effect και της υποχρεωτικής συμμετοχής τους. Το συστημικό όφελος των προμηθευτών υπολογίστηκε περίπου στα 400 εκατ. ευρώ λόγω της συμμετοχής των ΑΠΕ. Αυτό το όφελος που είχαν, λοιπόν, οι προμηθευτές λόγω της συμμετοχής των ΑΠΕ, κλήθηκαν μέσω του ΠΧΕΦΕΛ να το αποδώσουν. Ασφαλώς, η ΔΕΗ λόγω μεριδίου στη λιανική αγορά κλήθηκε να καταβάλλει τη μερίδα του λέοντος, ενώ ταυτόχρονα δεν μετακύλησε αυτή τη χρέωση στους καταναλωτές.

Τι είναι τα ΝΟΜΕ;

Ο μηχανισμός ΝΟΜΕ (Nouvelle Organisation du Marché de l’ Electricité) βασίζεται στο γαλλικό πρότυπο σύναψης διμερών συμβολαίων μεταξύ των κλάδων παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και υιοθετήθηκε στο ευρύτερο πλαίσιο υλοποίησης του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την επιβολή υποχρέωσης σε κάθε επιχείρηση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να πουλάει, να καθιστά διαθέσιμη ή να προσφέρει πρόσβαση σε μια ορισμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας στους ενδιαφερόμενους προμηθευτές για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η δημοπρασία τύπου ΝΟΜΕ είναι συνεπώς ένας εναλλακτικός μηχανισμός υποβοήθησης της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης. Ήταν μέρος του 2ου και του 3ου Μνημονίου ως διαδικασία ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Πώς μάζεψε χρέη η ΔΕΗ το 2010-2014;

Αξίζει να θυμίσουμε πως την περίοδο 2010-2014 οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκαν εν μέσω κρίσης κατά περίπου 60%, δημιουργώντας ασφυξία στους καταναλωτές, αλλά και στα ταμεία της ΔΕΗ, με την παράλληλη εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ εν μέσω κρίσης, η οποία μείωνε θεαματικά το οικογενειακό εισόδημα. Είναι προφανές πως σε συνθήκες κρίσης η αύξηση των λογαριασμών δεν συμβάλλει στη βελτίωση της εισπραξιμότητας, αλλά το αντίθετο. Η ΔΕΗ όμως ορίστηκε ως εισπρακτικός μηχανισμός τιμωρητικά, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να αποφύγει κάποιος τη πληρωμή του λογαριασμού της. Την ίδια στιγμή, το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας ανέδειξε και τις «γνωστές» εταιρείες – παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, Energa και Hellas Power, οι οποίες φέσωσαν τη ΔΕΗ με περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ.

Επιπλέον, η απουσία μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού ή έστω ενός υποτυπώδους σχεδίου μετάβασης στις ΑΠΕ την ίδια περίοδο οδήγησε σε τρομακτικές στρεβλώσεις και ελλείμματα στον ΕΛΑΠΕ, που αντιμετωπίζονταν με συνεχείς αυξήσεις, κάτι που αποτυπωνόταν και στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το συνολικό ποσό το 2010 για το ΕΤΜΕΑΡ (πρώην Τέλος ΑΠΕ) ήταν στα 100 εκ. ευρώ, ενώ το 2014 έφτασε στα 900 εκ. ευρώ. Αυτά είναι ποσά που κλήθηκαν οι καταναλωτές να καταβάλλουν εν μέσω κρίσης, με αποτέλεσμα την αύξηση των λογαριασμών. Αυτή η τακτική διάχυσης και διάδοσης των ΑΠΕ άνευ στρατηγικού σχεδιασμού για τις οικονομικές ή άλλες επιπτώσεις δεν προσφέρεται για κάποια ιδιαίτερη μνεία στην αριστεία, μάλλον το αντίθετο. Η αρνητική αυτή κατάσταση αποτυπώθηκε γλαφυρά, δείχνοντας τα όριά της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού, με το λεγόμενο New Deal (ν.4254/2014) που αναδρομικά «κούρεψε» τις ταρίφες των παραγωγών ΑΠΕ, καθώς τα κόστη αποκλιμακώνονταν ραγδαία, ενώ το θεσμικό πλαίσιο δεν ακολουθούσε αυτή τη μείωση τιμών. Συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν να αυξάνονται τα ελλείμματα και να τροφοδοτείται μόνιμα ένας κύκλος αυξήσεων στο ΕΤΜΕΑΡ. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί μάλιστα και δυσφημιστική για τις ίδιες τις ΑΠΕ, ενώ δεν αποδόθηκαν καν τα ανταποδοτικά στους κατοίκους των τοπικών κοινωνιών, κάτι που έγινε το 2017 (για την περίοδο 2010-2014) και το 2019 (για την περίοδο 2015-2018) με τις σχετικές υπουργικές και κανονιστικές αποφάσεις. Στην επόμενη περίοδο, και ειδικότερα από το 2016-2019, καταγράφεται μία συνολική μείωση της επιβάρυνσης των νοικοκυριών για τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας (περί το 12% μεσοσταθμικά), με μία παράλληλη προσπάθεια αναδιάταξης της ΔΕΗ και δραστηριοποίησής της και σε άλλους τομείς, όπως οι ΑΠΕ, όπου η ΔΕΗ αφέθηκε εκτός παιχνιδιού, αλλά και επαναφοράς της ηρεμίας στην αγορά των ΑΠΕ με την εξισορρόπηση των ελλειμμάτων χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση των καταναλωτών, με παράλληλη ενίσχυση μάλιστα της θέση τους με το ν.4513/2018 περί Ενεργειακών Κοινοτήτων.

Τι συμβαίνει με τη ΔΕΗ

Διαχρονικά οι συζητήσεις για το θέμα της ΔΕΗ προκαλούσαν πάντα διαξιφισμούς και εντάσεις. Η συζήτηση γύρω από τη ΔΕΗ, σε παρελθοντικούς χρόνους, για λόγους αντιπολιτευτικής τακτικής συνήθως, αλλά και σε συγκαιρινούς, όσον αφορά στη στρατηγική της επιχείρησης, μας δίνει μία πρώτη γεύση για το τι πρέπει να περιμένουμε. Η συζήτηση αυτή, λοιπόν, έχει έρθει εκ νέου στο προσκήνιο, έπειτα και από την εκλογική νίκη της ΝΔ τον περασμένο Ιούλιο. Η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση υιοθέτησε μία ρητορική η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτική, κατ’ άλλους μάλιστα θεωρήθηκε μόνιμα απαξιωτική και καταστροφολογική. Η ρητορική αυτή, βέβαια, φαίνεται να «κουμπώνει» αρμονικά με τη βασική στόχευση της ΝΔ όσον αφορά στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ (και όχι μόνο), με το Δημόσιο να ανακοινώνει πως διατίθεται να απεμπολήσει τα πλειοψηφικά πακέτα στον κρίσιμο τομέα των δικτύων (π.χ. ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ), που μάλιστα αποτελούν και φυσικά μονοπώλια, μία τάση που διεθνώς αντιστρέφεται. Τις πρώτες της κινήσεις αποκάλυψε η ΝΔ στη συζήτηση για τη ΔΕΗ στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, στις 29/8/2019, μέσω του αρμόδιου Υπουργού και Υφυπουργού, αλλά και του νέου Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ.

Η συζήτηση στη Βουλή

Στη συγκεκριμένη συζήτηση στην επιτροπή της Βουλής, το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας της κυβέρνησης βασίστηκε στην «καταστροφή» που προκλήθηκε από τα ΝΟΜΕ δημιουργώντας πρόβλημα στη ΔΕΗ, η οποία αν είχε ακολουθηθεί το μοντέλο της «μικρής ΔΕΗ» όλα θα είχαν αποφευχθεί κατά τα λεγόμενα της κυβέρνησης. Όμως, αυτό που δεν ειπώθηκε, αλλά τελικά αποκαλύφθηκε από τον αρμόδιο για ζητήματα ενέργειας και περιβάλλοντος βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Φάμελλο, είναι ένα έγγραφο στο οποίο τα ΜΜΕ επίσης δεν έδωσαν καμία σημασία. Στα πλαίσια, λοιπόν, της 4ης αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου, στη σελίδα 70 του σχετικού κειμένου αναφέρει με σαφήνεια πως «μικρή ΔΕΗ» και ΝΟΜΕ πάνε χέρι-χέρι.

Στην απάντησή του ο Υπουργός επιβεβαίωσε τη γνησιότητα, αλλά ισχυρίστηκε πως ήταν απλώς ένα κείμενο πολιτικής και πως, αν είχε προχωρήσει η «μικρή ΔΕΗ», είναι δεδομένο πως δεν θα προχωρούσαν τα ΝΟΜΕ. Το γιατί δεν το ξέρουμε βεβαίως, ούτε εξηγήθηκε επαρκώς, καθώς ο Υπουργός απλώς επικαλέστηκε την κοινή λογική… πως δε θα υπήρχαν ΝΟΜΕ.

Το μοντέλο της «μικρής ΔΕΗ» και η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου

Η «μικρή ΔΕΗ» παρουσιάζεται σαν λύση που θα έλυνε όλα τα προβλήματα, κι ας είχε ζητήματα αντισυνταγματικότητας με την εκχώρηση πελατολογίου ή το πολύ αρνητικό της πώλησης υδροηλεκτρικών. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είχε ψηφίσει το νόμο της «μικρής ΔΕΗ», ο οποίος προέβλεπε πώληση του 22% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της, του 21,4% του σημερινού λιγνιτικού δυναμικού της, του 18% του σημερινού δυναμικού φυσικού αερίου της και του 26,3% του σημερινού υδροηλεκτρικού δυναμικού της. Άρα, η ιδέα ότι η «μικρή ΔΕΗ» ήταν μεταφορά µόνο ενός ποσοστού της παραγωγικής δυναμικότητας της ΔΕΗ χωρίς άλλα μέτρα είναι παραπλανητική. Επιπλέον, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (τέλη 2016) καταδίκασε τελεσίδικα τη χώρα, και έλεγε κάτι πολύ απλό: Η μονοπωλιακή θέση που έχει η ΔΕΗ στη λιγνιτική παραγωγή πρέπει να σταματήσει. Επομένως, θα έπρεπε ό,τι λιγνιτικό πεδίο άνοιγε να δίνεται σε ιδιώτες. Εφόσον, όμως, δεν επρόκειτο να ανοίξουν νέα λιγνιτικά πεδία για διάφορους λόγους (περιβαλλοντικούς και άλλους), θα πρέπει η χώρα να λάβει μέτρα, προκειμένου να φτάσουμε στο σημείο το 40% της λιγνιτικής πρόσβασης να γίνεται µε παραχώρηση μονάδων της ΔΕΗ. Σημειώνεται, επίσης, πως η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είχε καθυστερήσει δυο φορές μέχρι το 2016. Η διαδικασία αποεπένδυσης (διαγωνισμός λιγνιτικών) προέκυψε, επομένως, από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (τέλη 2016), σύμφωνα με την οποία η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταδίκασε τη χώρα για δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην πρόσβαση σε ορυχεία λιγνίτη.

Τι κρατάμε;

Η γενική λοιπόν ιδέα και λογική της νέας δεξιάς κυβέρνησης είναι η βελτίωση της ρευστότητας της ΔΕΗ, που εμφανίζει ζημίες, μέσα από την αύξηση των τιμολογίων (η οποία ενίσχυση όμως είναι χαμηλότερη της ζημίας που θεωρητικά έρχεται να καλύψει με τις αυξήσεις), με παράλληλη προσπάθεια για μερική εξισορρόπηση της μείωσης του ΕΤΜΕΑΡ και μείωσης του ΦΠΑ, όπως αποφασίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, προκειμένου να καταστεί σε επόμενο χρόνο ελκυστική προς επίδοξους υποψήφιους επενδυτές-αγοραστές. Με λίγα λόγια, κοινωνικοποίηση της ζημίας μέσω των αυξήσεων στα τιμολόγια, ρισκάροντας ακόμα και τη βιωσιμότητα του ΕΛΑΠΕ, και ιδιωτικοποίηση αμέσως μετά, όταν η νύφη θα έχει καλύτερη προίκα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, βέβαια, και η παρουσίαση των εξελίξεων/ειδήσεων στον ενεργειακό τομέα. Χαρακτηριστικό είναι πως, όταν ανακοινώθηκε η μείωση του ΦΠΑ στο 6% για ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο, δεν έτυχε κάποιας ιδιαίτερα «θερμής» υποδοχής από τα ΜΜΕ, που τη θεώρησαν μία αμελητέα ελάφρυνση. Αντιθέτως, σήμερα τα δημοσιεύματα αναφέρουν τις ηρωικές προσπάθειες της νέας ηγεσίας του ΥΠΕΝ προκειμένου οι αυξήσεις να είναι μικρότερες του αναμενόμενου (sic). Τελικά, όμως, θα είναι το ακριβώς αντίθετο. Αλλά στη μιντιακή (και όχι μόνο) νεοφιλελεύθερη και δογματική πραγματικότητα, τα πράγματα ακολουθούν τη δική τους λογική που υπαγορεύεται από συγκεκριμένες στοχεύσεις και προτεραιότητες. Η συνταγή ήταν, είναι και θα παραμείνει ίδια.

Αντί συμπεράσματος

Η ΔΕΗ αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή διλήμματα στρατηγικού χαρακτήρα. Συσσωρευμένα προβλήματα και στρεβλώσεις δεκαετιών, αλλαγές στη δομή και στη λειτουργία, που θα έπρεπε να έχουν προχωρήσει εδώ και δεκαετίες. Η στροφή προς τις ΑΠΕ δεν προχώρησε γρήγορα, ενώ τα προβλήματα εντός της κρίσης διογκώθηκαν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως πρέπει να χρηματοδοτήσουν οι πολίτες την όποια διάσωση, προκειμένου να είναι κερδοφόρα για τον όποιο επενδυτή. Η απαξίωση δημιουργεί κοινωνικούς αυτοματισμούς και εν τέλει έλλειψη εμπιστοσύνης για τη δυνατότητα ύπαρξης μίας δυναμικής, σύγχρονης, πράσινης ΔΕΗ, υπό δημόσιο όμως έλεγχο, που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στην κοινωνία. Όπως και τα δίκτυα. Είναι κομβικής σημασίας τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας να παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο (βλέπε Γαλλία, Ολλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, κ.ά.). Όμως, αυτή η διεκδίκηση θα πρέπει να πηγαίνει χέρι-χέρι με μία νέα νοοτροπία για τις δημόσιες επιχειρήσεις, που θα προσφέρουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο υπηρεσιών προς τους πολίτες, απαλλαγμένες από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και διοικητικό φόρτο, υποστήριξη των ΑΠΕ, πρόσληψη νέου και εξειδικευμένου προσωπικού με καλούς μισθούς, δημιουργία και ανάπτυξη κρίσιμων υποδομών όχι μόνο εκεί που συμφέρει (π.χ. αστικά κέντρα), αλλά σε όλη τη χώρα. Μία νέα, λοιπόν, ριζοσπαστική πρόταση απαιτείται για τη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων στο νέο περιβάλλον. Μία νέα συμφωνία που θα μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα και την ωφέλεια των δημόσιων εταιριών για τους πολλούς.

 

Ο Δημήτρης Τσέκερης είναι Ενεργειακός Μηχανολόγος Μηχανικός

Πηγή: Η Αυγή