«Το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ ‘Πολύ μακριά’ είναι πολύ επίκαιρο, καθώς ζούμε σε μια εποχή που συνεχώς αυξάνει η ρητορική μίσους και ο διαχωρισμός ανάμεσα στους ανθρώπους, θέμα το οποίο θίγει το συγκεκριμένο έργο, δηλαδή το πόσο εύκολα ονομάζουμε τον διαφορετικό εχθρό, το πώς δεν ανεχόμαστε τη διαφορά και είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, λεκτικά και σωματικά, να ασκήσουμε βία» λέει στην ΑΥΓΗ ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σκλάβος με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει στο Θέατρο 104 της οδού Ευμολπιδών 41, στο Γκάζι, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη.
Το έργο, αν και το είχε ακουστά, χωρίς να το έχει διαβάσει, έπεσε τυχαία στα χέρια του. «Μου κέντρισε πολύ το ενδιαφέρον» ομολογεί και, αφού το συζήτησε με κάποιους ανθρώπους που εμπιστεύεται, αποφάσισε να το ανεβάσει, παρ’ όλη τη δυσκολία της πανδημίας.
Το «Πολύ μακριά» χωρίζεται σε τρεις πράξεις, όπου στην πρώτη εμφανίζεται μια ανιψιά που επισκέπτεται το σπίτι της θείας της σε μια επαρχία και ενώ όλα στην αρχή φαίνονται φυσιολογικά, στην πορεία ο θεατής καταλαβαίνει ότι το σπίτι κρύβει κάποιο σκοτεινό μυστικό. Στη δεύτερη πράξη, η νεαρή πρωταγωνίστρια δουλεύει σε εργοστάσιο κατασκευής καπέλων, αλλά πολύ γρήγορα γίνεται αντιληπτό πως στο εργοστάσιο δεν φτιάχνουν συνηθισμένα καπέλα, αλλά φτιάχνουν κι άλλα πράγματα. «Είναι σαφές πως στη χώρα έχει επιβληθεί ένα καταπιεστικό, δυστοπικό καθεστώς» όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης. Και, στην τρίτη πράξη, «υπάρχει το απόλυτο χάος, όλοι είναι εναντίον όλων, ακόμη και τα στοιχεία της φύσης έχουν ξεσηκωθεί ενάντια στον άνθρωπο» σχολιάζει.
Έργο με τρεις ρόλους, το «Πολύ μακριά» προβλέπει, σύμφωνα με τη συγγραφέα του, μια σκηνή παρέλασης από ανθρώπους που φορούν καπέλα. Έτσι εμφανίζονται στη σκηνή, όπως αποκαλύπτει ο Δ. Σκλάβος, και επιπλέον δέκα άτομα «τα οποία έχουν βωβούς ρόλους μέσα στο εργοστάσιο κατασκευής καπέλων. Πρόκειται για ένα μικρό σκηνοθετικό εύρημα» διευκρινίζει και δεν παραλείπει να πει πως επιχειρείται ένα ανέβασμα που σέβεται το κείμενο, «προσπαθώντας να αποδώσει όσο γίνεται περισσότερο αυτήν τη δυστοπία που αποπνέει».
Το ευφυές έργο της Τσέρτσιλ, που σόκαρε το κοινό το 2000 όταν δημοσιεύτηκε και παίχτηκε με επιτυχία για πρώτη φορά στο Λονδίνο, παραμένει προφητικό και επίκαιρο, καταδεικνύοντας ότι, αν ξεκινήσεις πόλεμο βαφτίζοντας εχθρούς σου τους πάντες, ακόμα και τη Φύση, τότε κι αυτοί θα κάνουν το ίδιο.
Ρωτώντας τον σκηνοθέτη τι είναι αυτό που ξεχωρίζει στο έργο, επιλέγει αυτό που λέει ο άντρας πρωταγωνιστής, πως «η ομορφιά είναι εφήμερη και όλα τα υλικά καταστρέφονται. Νομίζω ότι αυτή η ωραία φράση απηχεί κατά κάποιο τρόπο και το τι είναι το θέατρο, καθώς στη σκηνή προσπαθείς να φτιάξεις μια ομορφιά και, όταν σβήνουν τα φώτα, αυτή εξαφανίζεται».
Έργο που δεν χαρακτηρίζεται εύκολο, όπως λέει, «είναι απαλλαγμένο από κάθε είδος διδακτισμό και εκθέτει την πιο σκοτεινή και ανησυχητική όψη ενός κόσμου που ίσως να είναι και ο δικός μας».
Τη μετάφραση υπογράφει η Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη και ερμηνεύουν οι Σάββας Κοβλακάς, Έλενα Παπαβασιλείου και Μαρίτα Τζατζαδάκη.
Μάνια Ζούση
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών