Την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων παρακολούθησαν τηλεοπτικά πάνω από 1 δισ. θεατές, σύμφωνα με τις σχετικές μετρήσεις. Ο αριθμός δεν προκαλεί έκπληξη αλλά μας θυμίζει ότι οι εμπνευστές της τελετής γνωρίζοντας εξ αρχής το τεράστιο πλήθος που επρόκειτο να την παρακολουθήσει είχαν να κάνουν μια επιλογή: είτε να εμφανίσουν εντός του σταδίου μια σειρά από δρώμενα – εικόνες πατώντας στα ασφαλή μονοπάτια προηγούμενων τελετών και παρελάσεων που, ας θυμηθούμε, έχουν τη καταγωγή τους στο τελετουργικό της ναζιστικής Ολυμπιάδας του 1936 στο Βερολίνο του Χίτλερ, είτε να επιδιώξουν κάτι το οποίο θα αδιαφορούσε για την ενδεχόμενη πόλωση που θα δημιουργούσε αλλά θα σηματοδοτούσε το κατ’ αυτούς μήνυμα που οι αγώνες, στο σήμερα, το 2024 έπρεπε να εμπεριέχουν: το τρίπτυχο της μεγαλύτερης, στα μάτια τους, προσφοράς του γαλλικού λαού στην ανθρωπότητα, «Liberté, Égalité, Fraternité | Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη».
Επέλεξαν λοιπόν, εν πλήρει γνώση, του χρονικού γίγνεσθαι στο οποίο καλούνταν να δημιουργήσουν. Σε μια Γαλλία όπου η ισχυρότερη παρά ποτέ ακροδεξιά έφτασε ένα βήμα από το να καταλάβει την εξουσία και αναχαιτίσθηκε την τελευταία στιγμή από το Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς, από τη συγκεκριμένη δηλαδή συμμαχία των δρώντων υποκειμένων που επιμένουν να υπερασπίζονται πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που έχουν τις ρίζες τους στις θεμελιώδεις αρχές της Επανάστασης του 1789. Σε μια Δυτική Ευρώπη που ο νεοφιλελευθερισμός την απογυμνώνει μέρα τη μέρα από τις κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα, σε όλα τα επίπεδα, στην εργασία, στην υγεία, στην παιδεία, στην απονομή δικαιοσύνης, (ο Άρειος Πάγος δεν είναι μόνο εθνικό φαινόμενο), στη λειτουργία των θεσμών, στην προστασία των πιο ευάλωτων, στην ανοχή της διαφορετικότητας κ.λπ., στρώνοντας έτσι τον δρόμο για «ηγέτες» όπως ο Όρμπαν, η Μελόνι, ο Μητσοτάκης. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο με τον Τραμπ να καραδοκεί στις ΗΠΑ, με τον Πούτιν στη Ρωσία, με τον Νετανάχιου στο Ισραήλ, και πολλούς ακόμα, όλοι τους εκφάνσεις ενός κύματος που απειλεί και προειδοποιεί ότι καμία δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, ότι το αντιφασιστικό συμβόλαιο που έλαβε υπογραφές στα ερείπια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου πνέει τα λοίσθια και χρειάζεται επειγόντως ηλεκτροσόκ.
Συνειδητά ο Τομά Ζολί και οι συνεργάτες του επέλεξαν να πάρουν θέση. Έβγαλαν την τελετή από τον στίβο με τα ακριβά καθίσματα των ολίγων και την άπλωσαν κατά μήκος του Σηκουάνα προσφέροντας μέρος του θεάματος ζωντανά στους πολλούς, τόλμησαν εικόνες που θα σοκάριζαν το χριστιανόφωνο κοινό -ακόμα κι αν δεν υπήρχε η σκηνή του Μυστικού Δείπνου, οι εικόνες των γκέι, λεσβιών, τρανς θα αρκούσαν-, παρουσίασαν μπροστά στα μάτια του Μακρόν αλλά των υπολοίπων εκπροσώπων της εξουσίας την Μαρία Αντουανέτα πολλαπλά αποκεφαλισμένη (τι σκέφτονταν άραγε εκείνο το λεπτό οι ιδιοκτήτες του σπιτιού του Βολταίρου;), συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα τη Αγιά Νακαμούρα, μετανάστρια δεύτερης γενιάς με καταγωγή από το Μάλι παρέα με την προεδρική φρουρά, (κάνοντας έξαλλους τους γάλλους ακροδεξιούς), πάντρεψαν τη Μασσαλιώτισσα με τη Λέιντι Γκάγκα, τη Σελίν Ντιόν, το χέβι μέταλ, το καν-καν και τη ραπ, έδειξαν την Παναγιά των Παρισίων αλλά και τους εργάτες που την ξαναφτιάχνουν (δουλεύοντας σκληρά και φαντάζομαι κακοπληρωμένα), τόλμησαν να βοηθήσουν τη Μόνα Λίζα να δραπετεύσει από το Λούβρο βρίσκοντας διαφυγή μέσα από τους υπονόμους, έβαλαν φωτιά στο πιάνο του Imagine (αλλά δεν τόλμησαν να μιλήσουν περισσότερο για την Ουκρανία και τη Γάζα), ξαναζωντάνεψαν και ανέβασαν τη Ζαν Ντ’ Αρκ να καλπάσει πάνω σε ένα ασημένιο – μεταλλικό άλογο (και ας μην κατάλαβε τίποτα από το συμβολισμό κανένας μη Παριζιάνος, όταν το 2004 χόρευε ζεϊμπέκικο ο χορευτής του Παπαϊωάννου τι καταλάβαινε ο ξένος για το νόημα πίσω από τον χορό;), έβαλαν έναν (ή περισσότερους) μασκοφόρο να διασχίζει με την ολυμπιακή φλόγα τις οροφές των γαλλικών μνημείων (οι μάσκες πάντα κρύβουν μυστικά σε μια εποχή που η ιδιωτικότητα απειλείται από τον Πανεπόπτη Ελεγκτή) για να την παραδώσει στον Ζιντάν, μετανάστη και ταυτόχρονα «δικό τους», αρχηγό της εθνικής ομάδας ενός λαοφιλέστατου αθλήματος των «πετεινών».
Πολλές οι εικόνες, πολλές οι αναλύσεις, για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων. Τα νερά ταράχτηκαν, η τελετή έσπασε τα καθιερωμένα, τόλμησε να μιλήσει για τα δικαιώματα, για τις ελευθερίες, για τη διαφορετικότητα, για την αλληλεγγύη, για αυτό τον λόγο χτυπήθηκε ανηλεώς από τα φανερά και συγκαλυμμένα ακροδεξιά πληκτρολόγια που πήραν φωτιά εν ονόματι του αρχαίου ελληνικού πνεύματος αλλά βασικά ενάντια σε κάθε θεωρία «δικαιωματισμού». Όχι μόνο τα ακροδεξιά. Και άλλοι πολλοί-πολλές μίλησαν για την ενόχληση της αισθητικής τους – ενώ ακριβώς κάθε απόπειρα τέχνης δικαιούται να αμφισβητεί τα όρια της μαζικής αισθητικής και δικαιώνεται όταν ανοίγει μια συζήτηση που δεν επικεντρώνεται στο τι ενοχλεί αλλά αφορά το γιατί ενοχλεί. Αντίθετα, η γαλλική Αριστερά, που δεν δίστασε να επιτεθεί στη γαλλική κυβέρνηση και για το υπέρογκο κόστος των αγώνων και για τις απευθείας αναθέσεις και για την «περισυλλογή και εξορία» των αστέγων του Παρισιού για να μην ενοχληθούν οι επισκέπτες, αυτή η γαλλική Αριστερά υπερασπίστηκε την τελετή ακριβώς γιατί διέκρινε το ιδεολογικό της πρόσημο και αναγνώρισε τα σπέρματα της.
Όλα καλά με την τελετή λοιπόν; Αναφέρθηκα ήδη σε κατά τη γνώμη μου ελλείψεις: πόλεμος, Γάζα, να προσθέσω ότι το ταξικό στοιχείο ήταν παραγκωνισμένο (τα εργασιακά δικαιώματα αφού μιλάμε τόσο για δικαιωματισμό απουσίαζαν), το γαλλικό αποικιοκρατικό παρελθόν αλλά και ο Μάης του ’68 δεν βρήκαν καμία θέση στο θέαμα, πολλά ακόμα. Όμως ήταν μια τελετή που θα θυμόμαστε για τους σωστούς λόγους – όχι σαν κάποιες άλλες νερόβραστες και άτολμες τελετές που αυτό που κυρίως είχαν να επιδείξουν ήταν η «ομορφιά» όπως αυτή ενθουσιάζει το κοινό της Μυκόνου και της Ίμπιζα και όσους θέλουν να πάνε Μύκονο και Ίμπιζα αλλά δεν μπορούν. Μεταξύ των καρτ ποστάλ τελετών και μιας τελετής που αισθάνεται την ανάγκη να αρθρώσει λόγο ή να φωνάξει, έστω φαλτσάροντας, προσωπικά προτιμώ την τελευταία εκδοχή με την υποσημείωση πως κάθε θέαμα έχει συγκεκριμένα όρια. Για να κατοχυρώσουμε τα όρια, ακόμα καλύτερα για να τα διευρύνουμε πρέπει να μην περιοριζόμαστε στον ρόλο του θεατή αλλά να διεκδικούμε ρόλο στη σκηνική δράση. Όπου σκηνή ο δημόσιος χώρος μας.
Δημήτρης Σκλάβος