Macro

Δημήτρης Σκλάβος: Περιμένουμε ματαίως;

Την Κυριακή 23 Μαρτίου, ο κ. Μητσοτάκης, ελλείψει άλλων πυροτεχνημάτων, επέλεξε να μας (ξανα)παρουσιάσει με μικρό περήφανο βίντεο το e-vivlio, ως παράδειγμα ότι «το σχολείο αλλάζει όχι με λόγια, αλλά με μικρές πράξεις που έχουν σημασία». Την πρωθυπουργική ανακοίνωση αναπαρήγαγαν θριαμβικά τα γνωστά ΜΜΕ, αλλά και ασχολίαστη, ακόμα και από ειδησεογραφικούς ιστότοπους που ασκούν συνήθως κριτική στην κυβέρνηση, καθώς και από διαδικτυακές γραφίδες με βιβλιοφιλικό – φιλαναγνωστικό πρόσημο. Με άλλα λόγια, η ανακοίνωση του e-vivlio αντιμετωπίστηκε γενικά (με φωτεινή εξαίρεση την Α. Ανδριτσάκη στη Συντακτών) ως μια έστω «μικρή πράξη» προστιθέμενης αξίας στη εκπαιδευτική λειτουργία.
 
Δυστυχώς, όμως, όπως θα προσπαθήσουν να τεκμηριώσουν οι επόμενες γραμμές, και σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της νεοδημοκρατικής τακτικής πωλήσεως φυκιών για μεταξωτές κορδέλες.
 
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: η σχετική ανάρτηση στο υπουργείο Παιδείας αναφέρεται σε εφαρμογή που δίνει σε μαθητές πρόσβαση σε δεκάδες εκπαιδευτικά και λογοτεχνικά βιβλία σε ψηφιακή μορφή. Τα καθαυτά σχολικά βιβλία είναι σε προσβάσιμη από οποιονδήποτε ψηφιακή μορφή εδώ και μια δεκαετία, ενώ τα «δεκάδες» λογοτεχνικά βιβλία στην πραγματικότητα είναι μόνο 21: 3 για νηπιαγωγείο, 6 για δημοτικό και 12 για τη δευτεροβάθμια. Η τόση πανηγυρική παρουσίαση αφορά 21 audio books –21 όχι ψηφιακά, αλλά ηχογραφημένα βιβλία. Από που προκύπτει ότι η ακρόαση ηχογραφημένων βιβλίων προωθεί τη φιλαναγνωσία; Από πουθενά. Όσοι/ες έχουν ήδη αγαπήσει την καταβύθιση στον βιβλικό κόσμο θα δεχθούν υπό συνθήκες, πχ. σε ένα ταξίδι, σε μια περιπλοκή υγείας, τη συντροφιά από το audio book, όμως προφανώς καμία έρευνα, ελληνική ή διεθνής, δεν έχει τεκμηριώσει το αντίστροφο, την οικοδόμηση βιβλιοφιλικής στάσης κατόπιν της ακρόασης ηχογραφημένων βιβλίων. Συνεπώς, αν αυτή είναι η κυβερνητική πρόθεση, πρόκειται για μια ευμεγέθη τρύπα στο νερό.
 
Στην ίδια σχετική ανάρτηση στο υπουργείο διαφημίζεται η πρόσβαση σε «κλασικά και σύγχρονα έργα». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένα σύγχρονο έργο μεταξύ των ελαχίστων 21 που αναφέραμε. Όλα τα «βιβλία» είναι ηλικίας άνω των 70 ετών. Και ο λόγος είναι η, λόγω παρέλευσης χρόνου, απουσία πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών. Το ελληνικό κράτος επιλέγει να μην διαλέξει ούτε ένα σύγχρονο λογοτεχνικό έργο, ώστε τζάμπα να «κάνει τη δουλειά του». Επιλέγει να μην πληρώσει ούτε έναν συγγραφέα, ούτε έναν μεταφραστή, ούτε έναν εκδότη, ούτε καν τους ηθοποιούς-αφηγητές που δανείζουν τη φωνή τους αφιλοκερδώς, όπως θριαμβολογεί το υπουργείο. Το κράτος επιδεικνύει αυτήν τη στάση απέναντι στο βιβλίο και στους ανθρώπους του: τη στάση του τζαμπατζή, γιατί φαίνεται πως θεωρεί ότι οι άνθρωποι που γράφουν τα βιβλία (και, γενικότερα, οι των Τεχνών) δεν πρέπει να αμείβονται για αυτά, ότι τρέφονται με αέρα, πιθανά κοπανιστό, και πληρώνουν ενοίκιο, ρεύμα, φαγητό κάνοντας άλλες «κανονικές» δουλειές, δεν θα τους πληρώσουμε από το δημόσιο ταμείο και για το «χόμπι» τους.
 
Απορίας άξιο, όμως είναι γενικότερα η επιλογή των βιβλίων. Περιέργως, αντίθετα με το σύνηθες, σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή(;) που διάλεξε τα «κλασικά» βιβλία, παραμένει αόρατη και σήμερα, αλλά και παλαιότερα στις ανακοινώσεις του κυρίου Πιερρακάκη. Γιατί, δοθείσης ευκαιρίας, να θυμίσουμε ότι τα λογοτεχνικά βιβλία στα σχολεία και η μελέτη τους συνολικά και όχι σε απόσπασμα, είχαν ανακοινωθεί από τον απελθόντα «επιτυχημένο» υπουργό σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις: όταν ανέλαβε, το 2023, στα μέσα και στα τέλη του 2024. Βέβαια, ο κύριος Πιερρακάκης μιλούσε για τυπωμένα βιβλία που θα μοιράζονταν στα σχολεία, που η ανάγνωση – απόλαυση τους θα πραγματοποιείτο σε συγκεκριμένες ώρες στο σχολικό πρόγραμμα, με εκπαιδευτικούς σχετικά επιμορφωμένους. Από όλα αυτά τα ωραία, φτάσαμε στα ηχογραφημένα βιβλία, τα οποία όποιος θέλει, όποτε θέλει τα ακούει, αυτό είναι όλο, και εύλογα αναρωτιόμαστε αν στη νέα αναβαθμισμένη θέση του, ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (δύο σε ένα) θα επιδείξει την ίδια αποτελεσματικότητα και συνέπεια το «δυνατό χαρτί του ανασχηματισμού». Η απορία πάντως παραμένει ως προς το ποιοι επέλεξαν τα 21 ηχογραφημένα βιβλία, με ποια παιδαγωγικά ή άλλα κριτήρια, και γιατί δεν βγαίνουν να υποστηρίξουν δημόσια την επιλογή, για παράδειγμα της Μαύρης Καλλονής (έτος α΄ έκδοσης 1877) για την Ε΄Δημοτικού ή του σαιξπηρικού Ιούλιου Καίσαρα (και όχι του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ή του Άμλετ) για τη Β΄Λυκείου.
 
Πολλά ακόμα μπορούν να γραφτούν για την άδεια τυμπανοκρουσία του e-vivlio. Η κυβέρνηση των «αρίστων», αναπόφευκτα, τίποτα περισσότερο δεν θα μπορούσε να προσφέρει σε ένα σχολείο, που το επιδιώκουν επιφανειακό, εστιασμένο στην πληροφορία και όχι στη γνώση, στον αυταρχισμό και όχι στην κριτική σκέψη. Όμως από τους ανθρώπους και τις συλλογικότητες του πνεύματος περιμένουμε αυτό το κάτι περισσότερο όταν η σχέση με το βιβλίο τόσο επίσημα εξευτελίζεται. Άραγε περιμένουμε ματαίως;