Θα μπορούσε πράγματι να είναι χαρακτηριστική σκηνή από το θέατρο του παραλόγου αλλά ήταν απλά το θέμα στο οποίο κλήθηκαν να εξεταστούν οι 68.000 υποψήφιοι των φετινών Πανελλαδικών στο εναρκτήριο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ούτε λίγο ούτε πολύ τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων ζήτησαν από τους έφηβους και τις έφηβες αποφοίτους του Λυκείου να αναπτύξουν τη σημασία της δημιουργικότητας, τον τρόπο με τον οποίο το σύγχρονο σχολείο οφείλει να την καλλιεργεί καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι/ες επιλέγουν στην προσωπική τους ζωή να εκφραστούν δημιουργικά.
Ας είμαστε σαφείς: η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως λειτουργεί στη χώρα μας, εκπορευόμενη από τους υπουργικούς σκοτεινούς παραθαλάμους, δεν καλλιεργεί καμία δημιουργική ή καλλιτεχνική διάθεση –αντίθετα περιφρονεί κάθε σχετική σκέψη, όταν δεν τη θεωρεί ύποπτη και επικίνδυνη. Προφανής απόδειξη η αιφνίδια και αναιτιολόγητη κατάργηση των Εικαστικών και των Κοινωνικών Επιστημών από το Λύκειο το καλοκαίρι του 2020, παρά τις έντονες αντιδράσεις όλου του εκπαιδευτικού κόσμου. Μια κατάργηση που ήρθε να συμπληρώσει τον προηγηθέντα εξοβελισμό της Μουσικής, του Θεάτρου και της Ιστορίας της Τέχνης από το λυκειακό πρόγραμμα σπουδών.
Ας είμαστε σαφείς: η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και ιδιαίτερα ο κλάδος του Λυκείου, εστιάζει αποκλειστικά στην εξεταστική βαθμοθηρία, στην παπαγαλία της ύλης, στην επερχόμενη αναμέτρηση με την μεγάλη των μαχών, τη μάχη εισαγωγής στην Τριτοβάθμια. Ό,τι δεν συνάδει με αυτήν την «υπέρτατη προσπάθεια» πρέπει να παραμεριστεί, να αναβληθεί, να καταπιεστεί. Για αυτό παρουσιάζονται σαν κορωνίδα της εκπαιδευτικής στοχοθεσίας οι Τράπεζες Θεμάτων, για αυτό ανθίζουν τα φροντιστήρια που καταπίνουν τα μαθητικά απογεύματα και βράδια αλλά και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, για αυτό οι κρίσεις άγχους οδηγούν σε ιατρικούς προθαλάμους όλο και συχνότερα τις ηλικίες 16, 17, 18 χρονών (και νωρίτερα). Δημιουργικότητα, φαντασία, κριτική σκέψη δεν έχουν καμία θέση στο σχολικό περιβάλλον των σχεδίων, των νεοφιλελεύθερων που ορκίζονται στον ανταγωνισμό, στον ανταγωνισμό βέβαια με στημένους όρους, ώστε να επιβραβεύονται οι πλέον στείροι, οι υπάκουοι, οι «αφοσιωμένοι στα μαθήματα τους», όσοι και όσες καμία ανησυχία δημιουργικότητας δεν νιώθουν να τους ανατριχιάζει το δέρμα ή την ψυχή.
Ας είμαστε σαφείς. O στραγγαλισμός της οποιαδήποτε διάθεσης δημιουργικότητας δεν συντελείται αιφνιδιαστικά στο λύκειο. Τα καλλιτεχνικά μαθήματα ψαλιδίστηκαν ήδη από το δημοτικό, οι εξετάσεις τύπου PISA και οι εισαγωγικές στα Πρότυπα, πλέον και στα Ωνάσεια, χτίζουν τις προϋποθέσεις αποδοχής του εξετασιολάγνου μηχανισμού ώστε αυτός να επέλθει ισοπεδωτικός στη συνέχεια, η σχολική ύλη γίνεται με κάθε καινούργιο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών όλο πιο δύσκολη και πιο απαιτητική, οδηγώντας στα ιδιαίτερα μαθήματα και στα φροντιστηριακά γκρουπάκια τα 12χρονα της επόμενης γενιάς.
Ας είμαστε σαφείς. Oι σχολικές υποχρεώσεις σε όλες τις βαθμίδες, σε συνδυασμό με τις ξένες γλώσσες –τουλάχιστον δυο, πάλι με εξετάσεις– και με τον αθλητισμό –που δεν είναι παιχνίδι αλλά κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη δραστηριότητα– δεν αφήνουν πολλά περιθώρια καλλιέργειας της δημιουργικότητας και της αυτενέργειας στους εφήβους και στις έφηβες μας καμία στιγμή του 24ώρου. Ο ελεύθερος χρόνος, απαραίτητη κινητήρια συνθήκη κάθε δημιουργικής διάθεσης, πόσω μάλλον πράξης, απουσιάζει εκκωφαντικά από τα εβδομαδιαία οικογενειακά προγράμματα. Και όταν καμιά φορά ξεγλιστρά και αναδύεται, συνήθως παγιδεύεται μπροστά σε κάποια ηλεκτρονική οθόνη, αφού «έτσι κάνουν όλοι», όχι μόνο παιδιά και νέοι/ες αλλά και οι υπόλοιπες ηλικίες- θα είχε ενδιαφέρον να ρωτήσουμε τους μεγαλύτερους, μεταξύ των οποίων και τους εμπνευστές του θέματος των εξετάσεων πόσα δευτερόλεπτα δημιουργικότητας παρακρατούν καθημερινά για τον εαυτό τους, αφού έμμεσα ή άμεσα την επαινούν.
Ας είμαστε σαφείς. Δύσκολα θα βρούμε θέμα περισσότερο υποκριτικό από το φετινό, όσο πίσω και αν ανατρέξουμε στην ιστορία των Πανελλαδικών. Δεν φτάνει που το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας έχει εξορίσει από κάθε γωνιά του κάθε δυνατότητα δημιουργικότητας των μαθητών, έρχεται πλέον ως επιστέγασμα να τους ζητήσει να περιγράψουν αυτό που τους έχει ουσιαστικά απαγορευτεί, ωσάν δήθεν να επιτρεπόταν. Σαδισμός; Έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα των λυκειόπαιδων; Θέμα για να στείλει κάτω από τη βάση εισαγωγής στα δημόσια πανεπιστήμια περισσότερους από συνήθως, σε όφελος των ιδιωτικών «ιδρυμάτων»; Ή απλώς ακόμα μια στιγμή κορυφαίας ανοησίας;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, άλλες είναι οι κρίσιμες ερωτήσεις: πότε θα καταργηθεί αυτή η δαμόκλεια σπάθη των Πανελλαδικών που επικρέμεται αιωρούμενη επί τριετία πάνω από τους εκάστοτε εφηβικούς λαιμούς; Με ποιον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ θα αναπνεύσει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Πώς θα ξανακερδίσει η νεότητα το δικαίωμα να υφίσταται αντί να στοχοποιείται; Τέλος, από πού θα αντλήσουμε τις απαραίτητες ικμάδες δημιουργικότητας που απαιτούνται ώστε να ξεφορτωθούμε επιτέλους από το υπουργικό κτίριο στη Νερατζιώτισα όλους αυτούς τους ορκισμένους εχθρούς της Παιδείας που έχουν στήσει εκεί τη σφηκοφωλιά τους; Για την ακρίβεια, μία από τις πολλές σφηκοφωλιές τους.