Ο Δημήτρης Σερεμέτης είναι πέντε χρόνια μικρότερος από εμένα. Εγώ, πρωτοετής φοιτητής με λίγους μήνες στο πανεπιστήμιο πριν την 21η Απριλίου 1967, αποφοίτησα τον Οκτώβρη του 1972. Στο τέλος του πρώτου χρόνου της δικτατορίας βρεθήκαμε, μια διευρυμένη αντιδικτατορική παρέα που συνεχίσαμε μαζί. Στο σπίτι μου, άφθονες οι διηγήσεις για την παρανομία και τους κανόνες της από το 1947, τους κινδύνους της και τις μεθόδους της ασφάλειας. Ότι προσέχαμε σήμαινε ότι δυσκολότερα διακινδυνεύαμε. Δεν υπήρχε αυτό που γράφει ο Δ.Σ.«για ερασιτεχνισμό της παρανομίας και άγνοια του κινδύνου», ή «η πρώτη σύλληψη 2/12/1972 όταν διέθετα ακόμα άπειρο θάρρος και θράσος και ακέραια την εφηβική μου υπερηφάνεια». Κοινές μας αναφορές η Ελληνοευρωπαική Κίνηση Νέων και, από την άνοιξη του 1972, τα εξώδικα για τις εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, με περίπου σαράντα υπογραφές από το έκτο έτος της Ιατρικής. Έξω από τη Νομική στις 21 Φεβρουαρίου 1973, έφυγα για το Παρίσι στις 23 Φεβρουαρίου. Στο Παρίσι, ο νους μας ήταν στην Ελλάδα, έφτασαν στο Παρίσι ναύτες του Βέλους, κινητοποιήσεις με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο. Γίναμε μέλη οργανώσεων, προφανώς με πολύ μικρότερους κινδύνους, ήρωας όποιος ερχόταν από την Ελλάδα και αίσθηση ότι είμαστε μικροί εμείς οι απέξω, με την ασφάλεια της αποδοχής από μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας και διακριτική την παρουσία της DST (γαλλική Ασφάλεια). Η ψυχή μας στην Αθήνα αλλά μακριά από αυτό που έβραζε στην Ελλάδα, τη διακοπή των αναβολών σπουδών, τις κινητοποιήσεις, την ολοκλήρωση της καταστολής.
Το βιβλίο αυτό εγγράφεται σε μια μακρά σειρά μαρτυριών που ξεκινούν από τα χρόνια της Αντίστασης ως τη Δικτατορία και μας δίνουν το αποτύπωμα από τα βιώματα των αγώνων, των βασανιστηρίων και των φυλακών. Στο ερώτημα αν μπορούν να μεταδοθούν αυτά τα βιώματα, απαντούμε ότι είναι μια προσωπική εμπειρία που παρά το ισχυρό της αποτύπωμα μόνο εν μέρει και επιλεκτικά μεταδίδεται στους επόμενους, ώστε να εγγραφεί λίγο ή πολύ στον δικό τους ψυχισμό. Είναι μια σύνθετη διαδικασία για την κάθε προσωπικότητα που υποδέχεται τη μαρτυρία και εξαρτάται από τις ταυτίσεις ή αντίθετα τις αμφισβητήσεις που υπάρχουν για αυτούς που τα αφηγούνται ή τα γράφουν. Εξαρτάται επίσης από το πόσο μετράνε οι εγγραφές που προέρχονται από αυτά τα βιώματα στον προσωπικό δρόμο στη ζωή. Το βιβλίο του Σερεμέτη δίνει ένα πολύτιμο υλικό που μπορούν κομμάτια του μικρότερα ή μεγαλύτερα να γίνουν αποδεκτά σαν αξιόπιστη μαρτυρία από γενιές με πολύ διαφορετικά βιώματα.
Τα βασανιστήρια και οι φυλακές της Δικτατορίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι ήλθαν μόνο μια εικοσαετία μετά τις φυλακές του Εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους και, εξαιτίας της χρονικής εγγύτητας, επέτρεψαν μια μεγαλύτερη ταύτιση των τότε εικοσάρηδων – τριαντάρηδων με τους ανθρώπους που είχαν υποστεί τις προηγούμενες διώξεις. Αυτό έφερε μια αθροιστική ενίσχυση των βιωμάτων του ζόφου, ένα deja vu, που έκανε δυναμικότερη την απόρριψη όχι μόνο της Δικτατορίας αλλά και όλου του μετεμφυλιακού κράτους, όπως θα φανεί καθαρά στη Μεταπολίτευση. Η διαφορά των φυλακών και των βασανιστηρίων της Δικτατορίας είναι ότι δεν κράτησαν για πολλά χρόνια ώστε να σημαδέψουν ολόκληρη τη ζωή και ότι η άμεση αφήγηση αυτών των διώξεων χρησίμευσε και στη καταγγελία της Δικτατορίας.
Πώς να μιλήσεις για βασανιστήρια…
Αφηγούνται όμως οι άνθρωποι τα βιώματα από βασανιστήρια και φυλακές; Η γενική διαπίστωση είναι ότι το κάνουν πολύ αργότερα. Ο Σερεμέτης κράτησε σημειώσεις, τις ένωσε σε αφήγηση επτά χρόνια αργότερα και έγραψε το βιβλίο μετά από δεκαετίες, στην περίοδο του απολογισμού της ζωής του. Το ίδιο έχει γίνει και με τις περισσότερες αφηγήσεις π.χ. για το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Όσα λέγονται και γράφονται άμεσα, όταν δεν αφορούν στενά την υπεράσπιση ανθρώπων εν διωγμώ, μάλλον συναντούν ευρύτερα χλιαρή αποδοχή χρωματισμένη και από τον φόβο. Η πρώτη έκδοση του «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι, το 1947, δεν προκάλεσε παρά ελάχιστο ενδιαφέρον. Χωρίς να είναι απόλυτος κανόνας φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι οι βασανισμένοι, φυλακισμένοι, οι οικογένειες και η κοινωνία ευρύτερα, έχουν ανάγκη να θάψουν κάποια βιώματα για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους: Ο συγγραφέας λέει: «Όταν έχεις ταπεινωθεί δεν είναι τόσο εύκολο να μιλήσεις, υπερασπίζεσαι το κύρος σου, δεν μπορείς εύκολα να αφήσεις τον άλλο να δει στιγμές σου».
Πότε συνήθως μιλούν: Αρχίζουν μάλλον λακωνικά, όταν πατούν σε στέρεο έδαφος, πιο μακριά από τις τραυματικές εμπειρίες. Επίσης αρχίζουν να μιλούν σε ψυχοθεραπείες όταν τα τραυματικά βιώματα μπερδεύονται σε αγχωτικές, καταθλιπτικές καταστάσεις και οδηγούν στη θεραπεία. Γράφει ο Σερεμέτης: «Ίσως έπρεπε να είχα πάει σε ένα ψυχολόγο τότε αλλά ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την περίοδο»,ενώ ο Σ. Τόμκιεβιτς, ξεκινώντας από το γκέτο της Βαρσοβίας, παιδοψυχίατρος μετά τον πόλεμο στη Γαλλία[1], λέει: «σε ποιόν ψυχαναλυτάκο θα πήγαινα να μιλήσω για συναισθήματα, όταν δραπέτευσα από το τρένο και άφησα εκεί τους γονείς μου;» Τα τελευταία χρόνια με την αναγνώριση της Μετατραυματικής Διαταραχής Στρες (PTSD) και την ένταξη της ψυχολογικής στήριξης στις συνήθεις πρακτικές αυτή έχει διαδοθεί σημαντικά, ενώ αντίθετα έχουν αδυνατίσει τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης που υπήρξαν παλιότερα η κύρια μορφή στήριξης. Συνήθως οι άνθρωποι μιλούν σε φάση απολογισμού της ζωής. Λέει ο συγγραφέας: «Νομίζω πως το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ότι ο καιρός πέρασε και δεν έχεις τίποτα να αποδείξεις. Όταν είσαι απόμαχος δεν σε νοιάζει τόσο πολύ». Σε σοβαρούς ψυχοτραυματισμούς παιδιών του Εμφυλίου, η Μαντώ Νταλιάνη[2] βρήκε ότι τα περισσότερα από αυτά τα κατάφεραν αργότερα κοινωνικά και οικογενειακά στη ζωή τους παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς. Της έγινε η παρατήρηση από τον Τζον Μπόουλμπι (J. Bowlby) ότι στη διάρκεια της ζωής οι προσωπικές και επαγγελματικές επιτυχίες λειτουργούν επουλωτικά, αλλά στο τέλος της ζωής μάς προλαβαίνουν τα τραυματικά βιώματα που αφήσαμε πίσω μας και θα πρόσθετα ότι εμφανίζονται και αυτά στους προφορικούς ή γραπτούς απολογισμούς μας.
Όταν η κοινωνία είναι αδιάφορη
Γενικά το θάψιμο των τραυμάτων είναι μάλλον ο κανόνας όταν η κοινωνία είναι αδιάφορη, όταν η ατιμωρησία των βασανιστών είναι ο κανόνας μέχρι να βρεθεί το αυτί που μπορεί να καταλάβει και να συμμεριστεί την αφήγηση (ιδιωτική αφήγηση;) ή να υπάρξει μια ευκαιρία ανάδυσης/αναγνώρισης της πορείας και των τραυμάτων, για παράδειγμα με την αναγνώριση της ΕΑΜικής αντίστασης το 1981. Το θάψιμο ίσχυσε λιγότερο στη Μεταπολίτευση, καθώς υπήρξαν δίκες βασανιστών έστω με ποινές χάδι, αλλά κυρίως η θετική πρόσληψη από μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτού που εκπροσωπούσαν οι φυλακισμένοι και οι βασανισμένοι.
Τα τραύματα έχουν τελείως προσωπική βαρύτητα και συνέπειες. Αυτές εξαρτώνται από τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, πώς αυτή αντιδρά υπό το βάρος των βασανισμών και της φυλακής και πώς βρίσκει τρόπους να προστατεύεται. «Υπάρχει ένα όριο πέρα από το οποίο δεν καταλαβαίνεις πιά, δεν συναισθάνεσαι τον πόνο. Εκείνο που κυριαρχεί είναι ο φόβος, η ψυχική ταραχή…», γράφει ο συγγραφέας , έχουν όμως και μια πιο υπόγεια διάρκεια: «Ο ψυχολογικός πόνος… Αυτό αντέχει στον χρόνο. Η προσπάθεια να σε αποδιοργανώσουν όχι μόνο ηθικά αλλά και διανοητικά. Να σε μπερδέψουν, να σε βομβαρδίσουν με απειλές, με ερωτήματα».Μεγάλο το βάρος από όσα έγιναν στη διάρκεια των βασανιστηρίων, από τονφόβο που μπορούν να προκαλέσουν, τα γκρεμίσματα της ψυχής, αλλά και με υπόγεια πορεία στη συνέχεια, παρά τη σχετική τους επούλωση. Επίσης ο φόβος μήπως σπάσει ο κρατούμενος, μήπως μιλήσει και πάρει στον λαιμό του συντρόφους, είναι από τους πιο ισχυρούς, εκεί και η απόπειρα του Δημήτρη Σερεμέτη με το ξυραφάκι.
Η προστασία του νου και της ψυχής
Υπάρχουν όμως και οι προστατευτικοί παράγοντες: η αλληλεγγύη των απέξω (η οικογένεια), η προσπάθεια του ίδιου του φυλακισμένου να σπάσει την απομόνωση (η επικοινωνία με χτυπήματα στον τοίχο που στοίχισαν ξυλοφόρτωμα στον Σερεμέτη και τους άλλους), το τραγούδι, «τα κόλπα με τους δεσμοφύλακες».Ταίδια τα σημειώματα του συγγραφέα δρούσαν προστατευτικά καθώς είναι ήδη μια επεξεργασμένη αντίδραση που κινητοποιεί τον νου και το συναίσθημα. Η ανακούφισή του από ένα μικρό πλύσιμο του σώματος και αλλαγή εσωρούχων μετά από εβδομάδες – και πάλι ο Σ. Τομκιεβιτς που δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει για τη βρώμα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στις μακροχρόνιες φυλακίσεις έχουμε πολλές μαρτυρίες για την προστασία του νου και της ψυχής με το διάβασμα, τα πολιτιστικά, τη χειροτεχνία και την όποια συλλογικότητα τους επιτρέπεται, ανύπαρκτη στη φυλακή της ΕΣΑ.
Η μαρτυρία του Δημήτρη Σερεμέτη για τους βασανιστές, «η κατασκευή ενός ΕΣΑτζή»,αναδεικνύεται από την αφήγησή του, από τις επαφές μαζί τους με ή χωρίς ξύλο. Μας παραπέμπει στο βιβλίο για τους βασανιστές της Μίκας Χαρίτου-Φατούρου[3] και στο ντοκιμαντέρ από την έρευνά της «Ο γιος του γείτονά σου: Βασανιστής δεν γεννιέσαι, γίνεσαι», για να πάμε ακόμα πιο μακριά στην κοινοτοπία του κακού της Χάνα Άρεντ.
Σημειώσεις:
1. Στανισλάς Τόμκιεβιτς, Η κλεμμένη εφηβεία, μτφ. Γρηγόρης Αμπατζόγλου, εκδ. University Studio Press, 2012.
2. Μαντώ Νταλιάνη-Καραμπατζάκη, Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, σημερινοί ενήλικες. Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους, εκδ. Μουσείου Μπενάκη, Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα, 2009.
3. Μ. Χαρίτου-Φατούρου, Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές, εκδ. University Studio Press, 2012.
Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του συγγραφέα του στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσαν, στις 22 Νοέμβρη 2024, το Ινστιτούτο Eteron και οι εκδόσεις Πόλις με θέμα: «Βασανιστήρια: από την πρόσφατη ιστορία σε ένα όνειδος που συνεχίζεται» και τη συμμετοχή των: Σοφίας Βιδάλη, Νίκου Γκιωνάκη, Χρήστου Δημόπουλου, Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, Δημήτρη Πλουμπίδη. «Βασανιστήρια στην ΕΣΑ – Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά)», εκδόσεις Πόλις, 2024
Δημήτρης Πλουμπίδης