Συνέντευξη με τον Δημήτρη Σερεμέτη, φοιτητή την περίοδο της Χούντας, που φυλακίστηκε για 105 μέρες από την ΕΣΑ. Θυμάται τα βασανιστήρια και εξηγεί γιατί επέλεξε να μιλήσει τώρα για εκείνη την περίοδο.
Έφτασα στο σπίτι του συνταξιούχου πανεπιστημιακού Δημήτρη Σερεμέτη, στο κέντρο της Αθήνας, την Παρασκευή το απόγευμα, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη νεροποντή. Καθίσαμε στο γραφείο του όπου το φως που έπεφτε αργά έξω απ’ το παράθυρο και σε συνδυασμό με τον φωτισμό του λαμπατέρ δημιουργούσε μια γλυκιά ατμόσφαιρα, ιδανική συνθήκη για μια δύσκολη κουβέντα.
Αφορμή στάθηκε η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του για τις 105 μέρες που έζησε ως κρατούμενος της Χούντας (Βασανιστήρια στην ΕΣΑ, εκδ. Πόλις). Αλλά είπαμε, αυτή ήταν μόνο η αφορμή, όσο κι αν η μαρτυρία ενός ανθρώπου που φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τους ασφαλίτες έχει από μόνη της εξαιρετικό ενδιαφέρον και αποτελεί ντοκουμέντο.
Η άλλη ανάγκη, την οποία είχε ο συγγραφέας και τη θεωρώ απόλυτα δικαιολογημένη, έχει να κάνει με το γεγονός ότι για όλα όσα συνέβησαν τότε πρέπει να υπάρχουν μαρτυρίες. Κι αυτό επειδή όπως λέει και ο ίδιος στην πρώτη του κιόλας απάντηση «πρέπει να τα πούμε γιατί το χρωστάμε στα παιδιά, πρέπει να τα μάθουν και ας κρίνουν μετά».
-Γιατί τώρα αυτό το βιβλίο; Ο χρόνος που επιλέξατε να τα πείτε όλα αυτά δημόσια έχει να κάνει και με το γεγονός ότι συμφιλιωθήκατε με τα γεγονότα;
Πέρυσι, που συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την κατάληψη της Νομικής, συναντηθήκαμε σε ένα μπαρ μια ομάδα, ας πούμε από τους πρωταίτιους. Τότε σκέφτηκα ότι επιτέλους ήρθε η ώρα. Με μια λογική γεροντίστικη αν θέλετε, σκέφτηκα ότι πρέπει να τα πούμε γιατί το χρωστάμε στα παιδιά, πρέπει να τα μάθουν και ας κρίνουν μετά.
Νομίζω πως το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ότι ο καιρός πέρασε και δεν έχεις τίποτε να αποδείξεις. Όσο είσαι ενεργός πολιτικά, οικονομικά, επαγγελματικά, διαρκώς πρέπει κάτι να αποδείξεις. Όταν είσαι απόμαχος, δεν σε νοιάζει πια τόσο πολύ. Εγώ π.χ. είχα φοιτητές, Όταν έχεις ταπεινωθεί, δεν είναι τόσο εύκολο να μιλήσεις, υπερασπίζεσαι το κύρος σου, δεν μπορείς εύκολα να αφήσεις τον άλλον να δει στιγμές αδυναμίες σου και στιγμές δύσκολες για σένα. Είναι άμυνα αυτό.
-Αν ήμουν φοιτητής σας και γνώριζα ότι έχετε φάει ξύλο κι έχετε φυλακιστεί από τη Χούντα δεν θα το έβλεπα ως αδυναμία, θα το έβλεπα με δέος.
Πολύ πιθανό, αλλά κι αυτό δεν είναι πάντα χρήσιμο. Ήθελα οι φοιτητές να με σέβονται για τον τρόπο που κάνω μάθημα και να μου αναγνωρίσουν ότι κάνω καλά τη δουλειά μου. Δεν ήθελα να αναμειχθεί το ένα με το άλλο. Ούτε στις συναισθηματικές ή προσωπικές σχέσεις μου.
Άλλωστε, έπρεπε να ωριμάσει η ιδέα ώστε να ανοίξει αυτή η υπόθεση. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σημειώσεις είχα κρατήσει. Έξι επτά χρόνια αργότερα έκανα τις σημειώσεις κείμενο – ήθελα κάπου να μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να δημοσιοποιηθεί. Ωστόσο, όλο αυτό με έτρωγε, ήξερα ότι κάποια στιγμή έπρεπε να τα πω όλα αυτά δημόσια. Είχα όμως δύο ειδών αναστολές.
Η μία είχε να κάνει με το ότι αναφέρω κι άλλα πρόσωπα, δεν ήξερα αν συμφωνούσαν στη δημοσιοποίηση των γεγονότων – ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Η άλλη ήταν η ανησυχία μου μήπως αυτό εκληφθεί ως προσπάθεια εξαργύρωσης.
-Υπήρξαν άτομα που εξαργύρωσαν τη δράση τους ενάντια στη δικτατορία;
Είναι σε λανθασμένη βάση η κουβέντα για την εξαργύρωση. Κι εγώ μπορεί να αμφισβητώ την πορεία κάποιων συναγωνιστών μου, να μη συμφωνώ με τις κατοπινές επιλογές τους, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν μειώνει τα όσα έκαναν τότε, ούτε την εντιμότητα με την οποία το έκαναν.
Αν υπήρξαν αναντίστοιχοι με το παρελθόν τους, ο καθένας το κρίνει υποκειμενικά. Μπορεί π.χ. κι εγώ να πιστεύω για κάποιον με βάση τα όσα ήξερα γι’ αυτόν παλιότερα ότι εξελίχθηκε με τρόπο που δεν του αξίζει. Προφανώς κι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε κρίσεις, αλλά κι εκείνοι για τους οποίους μιλάμε έχουν το δικαίωμα των επιλογών τους. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αλλάξει στάση και να ξαναδεί την ίδια του τη διαδρομή.
Έχει δικαίωμα ο καθένας μας να έχει προσωπική άποψη, αλλά την Ιστορία δεν την απασχολούν οι απόψεις μας. Εγώ θα κρατούσα επιφυλακτική στάση μόνο έναντι εκείνων που κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στους παλιούς συναγωνιστές τους -κάτι τέτοιο θα τους έκανε ανέντιμους κι επικίνδυνους.
-Δεν ανήκατε σε κάποια πολιτική ομάδα. Ενταχθήκατε στην πορεία. Πως επηρεάστηκε από τα γεγονότα ένα παιδί που δεν είχε πολιτική δράση πριν και ξαφνικά μπαίνει στον αγώνα;
Ο κυρίαρχος λόγος τότε συνοψιζόταν σε δύο φράσεις: «Δεν θα βγάλεις εσύ το φίδι από την τρύπα» και «κάτσε στ’ αυγά σου». Δεν ήταν εύκολο για μένα, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και μια πιεστική αναζήτηση.
Όταν ξεκίνησε η δικτατορία ήμουν 14 χρονών και είχα φτάσει στα 20 την περίοδο που περιγράφω στο βιβλίο. Όλο αυτό το διάστημα ήμουν μόνος μου και είχα την ανάγκη να κάνω κάτι, ήταν ένα περίεργο συναίσθημα. Έπρεπε να βρεις λοιπόν κι άλλους για να κάνετε κάτι μαζί. Ήταν δεκάδες σαν και μένα που λειτούργησαν ακριβώς έτσι.
Μπήκαμε στο πανεπιστήμιο το φθινόπωρο του 1971 και την άνοιξη του 1972 υπογράψαμε την πρώτη κινητοποίηση, ήταν η δήλωση των 42 για ελεύθερες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Δεν ήμουν οργανωμένος, αλλά ήδη έμπαινα στη λογική μιας οργανωμένης συνενοχής. Το επόμενο βήμα ήταν να μπω σε οργάνωση.
Εγγυήσεις για την οργάνωση δεν υπήρχαν. Το μόνο που υπήρχε ήταν η έλξη, η συμπάθεια, η συνεννόηση, η επικοινωνία με τους ανθρώπους που μοιραζόμασταν τις ίδιες αγωνίες.
-Φόβος δεν υπήρχε;
Όταν είσαι 16, 18 και 20 ετών φόβος δεν υπάρχει. Το κυρίαρχο ήταν η ανάγκη κάτι να γίνει. Προνοητικότητα υπήρχε – ήμουν επιφυλακτικός, πρόσεχα με ποιους μιλούσα. Όταν με έπιασε για πρώτη φορά η αστυνομία για έλεγχο, σοκαρίστηκα. Τη δεύτερη φορά, ανησύχησα, αλλά δεν φοβόμουν. Φανταζόμουν ότι θα με κρατούσαν για καμιά εβδομάδα, θα μου έριχναν λίγο ή πολύ ξύλο, ε αυτό ήταν.
-Είχατε παίξει ποτέ ξύλο ως τότε; Σας είχαν χτυπήσει ποτέ;
Όχι και νομίζω πως ένα από τα «αδικήματα» των γονιών μου όταν ήμουν μικρός ήταν αυτό: δεν έμαθαν ποτέ ούτε εμένα ούτε τα αδέλφια μου να αμυνόμαστε κι αυτό είναι φοβερό έλλειμμα. Τα παιδιά σήμερα ξέρουν πολλά περισσότερα. Εμείς τότε στη γειτονιά, ακόμα κι πόλεμος που παίζαμε ήταν με ξύλα.
-Όταν ο πόλεμος έπαψε να είναι παιχνίδι και συλλαμβάνεστε, κρατείστε, βασανίζεστε, τί γίνεται; Τί συμβαίνει εκεί;
Διάβασα κάτι που μου εξήγησε πολλά και για τη δική μου στάση τότε. Υπάρχει ένα όριο πέρα από το οποίο δεν καταλαβαίνεις πια, δεν συναισθάνεσαι τον πόνο. Εκείνο που κυριαρχεί είναι ο φόβος και η ψυχική ταραχή.
-Άρα ερχόμαστε στον ψυχολογικό πόνο.
Αυτό αντέχει στο χρόνο. Η προσπάθεια να σε αποδιοργανώσουν όχι μόνο ηθικά αλλά και διανοητικά. Να σε μπερδέψουν, να σε βομβαρδίζουν με απειλές, με ερωτήματα.
-Ποια ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία;
Η δίψα και η ορθοστασία. Και η απομόνωση.
-Θυμάστε πόσες ώρες αναγκαστήκατε να μείνετε όρθιος;
Δεν θυμάμαι και δεν νομίζω ότι θα ήθελα να τις μετρήσω ποτέ.
-Αισθανθήκατε εκείνες τις ώρες ότι θα τρελαθείτε;
Όχι, αντίθετα. Είχα την αυταπάτη ότι θα μπορούσα να τους ξεγελάσω.
-Από που πήγαζε αυτή η δύναμη;
Δεν ξέρω. Ίσως ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή εγωϊσμός. Δεν ξέρω. Σκέφτηκα πολλές φορές μετά κι αφού είχα γράψει το βιβλίο, πως όλο αυτό είναι μια ανεπανόρθωτη έκθεση. Ίσως να έπρεπε να έχω πάει και σ΄έναν ψυχολόγο τότε, αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την περίοδο.
-Λίγο πριν μιλήσατε για «ταπείνωση». Αισθανθήκατε ότι ηττηθήκατε;
Πάμπολλες φορές. Δεν είναι απλώς αίσθημα ήττας, αλλά συντριβής. Σε αυτή την ηλικία και σ’ αυτές τις περιστάσεις το να σε σέρνουν από τη μύτη και να σε αναγκάζουν να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις είναι ταπείνωση.
-Θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Ισαάκ Ρόσα «Το Μάταιο Χθες», το οποίο αναφέρεται σε ανθρώπους που βίωσαν τη χούντα του Φράνκο στην Ισπανία. «Η λήθη που καλύπτει ορισμένους θανάτους, μπορεί να γίνει πραγματικά ένας δεύτερος θάνατος, μια έσχατη επίδειξη βαρβαρότητας σε βάρος εκείνου που τουφεκίστηκε, βασανίστηκε, εκπαραθυρώθηκε ή δολοφονήθηκε σε μια διαδήλωση (…) σε άλλες περιπτώσεις, η απουσία μνήμης μπορεί να δώσει στους νεκρούς ζωή, ή μάλλον να τους αρνηθεί τον θάνατο. Κι αυτό δεν είναι βέβαια παρηγοριά, αλλά ακόμα μεγαλύτερη ταπείνωση, αφού αμφισβητεί το μόνο τελικά που τους απομένει: τον θάνατό τους».
Eίναι συγκλονιστικό. Μου θύμισε τον στίχο του Λόρκα, «σαν τα σκυλιά τα ψόφια που λησμονιούνται». Αυτός ο θάνατος είναι η διαγραφή των πάντων. Δεν υπάρχει καν η γνώση του γεγονότος ότι κάποιος που υπήρξε, εκτελέστηκε.
Εμείς – κι αυτό μπορεί να ακούγεται σοκαριστικό – υπήρξαμε προνομιούχοι: γλιτώσαμε τα χειρότερα και αυτό το οφείλουμε στην τερατωδία που είχαν κάνει σε βάρος του Μουστακλή, αλλά και στο Κίνημα του Ναυτικού, που οδήγησε τον Παπαδόπουλο να προχωρήσει γρήγορα στη δήθεν δημοκρατικοποίηση του καθεστώτος, κάτι που τους μάζεψε κάπως τα χαλινάρια.
Σε σχέση με άλλες γενιές κατά κάποιο τρόπο υπήρξαμε νικητές. Ο πατέρας μου άρχισε να μιλάει για τη δράση του στην Αντίσταση όταν αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση. Πριν δεν είχε πει κουβέντα, δεν ξέραμε τίποτε. Πού τα έκρυβε όλα αυτά τόσα χρόνια; Οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Εμείς από την άλλη, απολαύσαμε την αναγνώριση.
Στα πρώτα χρόνια της επανόδου της δημοκρατίας, βρεθήκαμε να είμαστε τα τιμώμενα πρόσωπα – αυτό με ξένιζε. Η δράση μας παρουσιαζόταν ως το πρώτο στοιχείο της προσωπικότητάς μας, ότι ο τάδε έκανε εκείνο στη Χούντα. Ακόμα και τώρα, δίνεται μεγάλη σημασία σε αυτό το βιβλίο σε σχέση με το προηγούμενο που αφορούσε στις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις και που το δούλεψα χρόνια, υπερβολικά πολύ.
-Ένα χαρακτηριστικό σημείο του βιβλίου σας είναι εκεί που οι βασανιστές σάς λένε ότι θα σας «φουντάρουν» και ας γίνετε αργότερα «πλατεΐτσα στην Κοκκινιά να πηδιούνται τα ζευγαράκια».
Γιατί θα έκαναν ό,τι έκαναν στον Μανδηλαρά, που βρέθηκε πνιγμένος γιατί προσπάθησε να δραπετεύσει. Μου είπαν τότε αυτό ακριβώς το πράγμα. Τότε μέσα μου γελούσα, δεν τρομοκρατήθηκα. Εκ των υστέρων γνωρίζω ότι αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει.
-Οργή αισθανθήκατε για τους βασανιστές σας;
Ναι… Ειδικά όταν έγιναν οι δίκες και δεν μπορούσα να πάω να καταθέσω ως μάρτυρας κατηγορίας. Όπως κι όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου και αθωώθηκε στη δευτεροβάθμια δίκη ο προσωπικός μου βασανιστής, ο Παπαχαραλάμπους, ο οποίος αρχικά είχε καταδικαστεί σε δύο χρόνια. Εκεί πραγματικά ήταν και οργή και ενοχή, βαθιά ενοχή που με κυνηγούσε για χρόνια και αποτέλεσε έναν ακόμα λόγο για να γράψω αυτή την ιστορία.
-Όταν ακούσατε για την εκτέλεση του Μάλλιου από τη 17Ν πώς αισθανθήκατε;
Δικαίωση. Μετά έρχονται οι πιο ψύχραιμες σκέψεις και αναλύσεις και καταλαβαίνεις ότι ήταν μια αδιέξοξη και τερατώδης ενέργεια. Δεν καλύπτεις τις τρύπες της Δημοκρατίας με τέτοιου είδους ενέργειες.
-Θα μου επιτρέψετε εδώ να σας διαβάσω κι ένα άλλο απόσπασμα, από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα, χιλιανού συγγραφέα και πολέμιου της Χούντας της Πινοσέτ, «Ιστορίες από δω κι από εκεί». Γράφει λοιπόν «….Όταν χωριζόμαστε, ευτυχισμένοι, λαμπεροί, αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και λέμε ο ένας στον άλλον να προσέχει. Δεν το λέμε με λόγια αλλά στη δύναμη της αγκαλιάς μας υπάρχει το αξίωμα που μας ενώνει και μας επιτρέπει να βαδίζουμε με αξιοπρέπεια, να κοιτάζουμε τα παιδιά μας χωρίς να ντρεπόμαστε, να μεριμνούμε για το μέλλον που θα ζήσουν τα εγγόνια μας. Κι αυτό το αξίωμα είναι το εξής: Ούτε λήθη, ούτε συγγνώμη».
Του βγάζω το καπέλο. Όσα που περάσαμε εμείς ήταν αμελητέα μπροστά σε εκείνα που πέρασαν εκεί. Χιλιάδες χαμένοι άνθρωποι, οι πτήσεις με αεροπλάνα που πετούσαν τον κόσμο στο κενό, οι εξαφανισμένοι που τους είχαν εκτελέσει και στη Χιλή και στην Αργεντινή. Ζηλεύω τους Χιλιανούς και τους Αργεντινούς για την επιμονή με την οποία υπερασπίζονται αυτή την υπόθεση τόσα χρόνια. Να καταγραφούν όλα αυτά, να δικαιωθούν όσοι χάθηκαν, όσο δικαίωση κι αν είναι να τους μνημονεύσουν κάπου ή να καταδικαστεί ο βασανιστής τους.
-Αυτό όμως δεν είναι το πρόβλημα; Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Χιλή κι αλλού με διάφορα τεχνάσματα ή με νόμους –όπως π.χ. στην Ισπανία με το νόμο του Φράνκο περί γενικής αμνηστίας- ποτέ δεν αποδόθηκε πραγματική δικαιοσύνη… Αν δεν υπάρξει δικαίωση δεν δημιουργείται ένα κενό;
Τεράστιο κενό. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε πολύ ευαίσθητοι σαν κοινωνία σε αυτό. Από την εποχή του δωσιλογισμού και μετά, είναι φανερή η συνέχεια της ατιμωρησίας – είναι μια περίοδος κουκουλώματος για τους εγκληματίες, τους φονιάδες, τους καταχραστές…
-Και που κάποιοι εξ αυτών μετά την πτώση της Χούντας εμφανίστηκαν και ως αντιστασιακοί…
Α ναι, μας κουνάνε και το δάχτυλο. Είναι πραγματικά λυπηρό, αλλά μόνο μια ώριμη κοινωνία μπορεί να τα αντιμετωπίσει αυτά. Το πρόβλημα δεν λύνεται με εκτελέσεις. Σας είπα και πριν ότι κι εμένα ανακούφιση μου προκάλεσε η εκτέλεση του Μάλλιου. Και ανακούφιση επειδή ήταν σκανδαλώδης η απόφαση της δικαιοσύνης για τους ασφαλίτες. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον Μάλλιο, σχεδόν στη συντριπτική τους πλειονότητα απαλλάχθηκαν. Εντελώς. Όποιοι δικάστηκαν είχαν γελοίες ποινές.
Είναι μια αντίστοιχη κατάσταση με εκείνη που αφορούσε τις δίκες των δοσίλογων μετά την απελευθέρωση. Εικονικές δίκες, εντελώς αστείες. Έχουν περάσει 80 χρόνια από την απελευθέρωση κι έχεις μια κοινωνία που κουκουλώνει οτιδήποτε είναι ζόρικο. Το συγκαλύπτει. Τελικά οι μόνοι που τιμωρήθηκαν ήταν αυτοί που τους πρόλαβε η ΟΠΛΑ ή ο Μάλλιος χρόνια αργότερα; Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Πώς το καταπίνει αυτό η κοινωνία και συνεχίζει να προχωράει σαν να επουλώθηκε το τραύμα;
-Υπάρχει η άποψη των υπερασπιστών της Χούντας, ακόμα και σήμερα ότι δεν έγινε και τίποτε τότε, «έριξαν και καμιά σφαλιάρα σε κανέναν κομμουνιστή»…
Ναι, μια καρπαζιά. Υπάρχει αυτό ακόμα και σήμερα στην κοινωνία. Άρα αυτό δεν είναι ακόμα ένας λόγος παραπάνω να βγεις και να τα πεις; Έχω την εντύπωση ότι στην Ελλάδα είμαστε λίγο ακραίοι. Το σύστημα έχει μια προστυχιά και μια αυτοπεποίθηση που λέει ότι όσο κι αν χτυπιέστε κάτω δεν θα καταφέρετε τίποτα γιατί τελικά εμείς είμαστε το κράτος. Αυτού του είδους τη βεβαιότητα τη βγάζουν όχι μόνο οι φασίστες, αλλά ακόμα και κάποιοι στα κεντροδεξιά, άσχετα αν το κάνουν «πολιτισμένα», ή και κυβερνητικά στελέχη, που στέλνουν το μήνυμα ότι «η μηχανή για εμάς δουλεύει, δεν πρόκειται να καταφέρετε τίποτε, δεν θα λογοδοτήσουμε ποτέ».
-Ας έρθουμε στο σήμερα. Πλησιάζουν οι ευρωεκλογές και σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα παρατηρείται άνοδος της ακροδεξιάς. Γιατί η Αριστερά και ο προοδευτικός χώρος δεν φαίνεται να δίνουν ουσιαστικές απαντήσεις στα ερωτήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας;
Εγώ πιστεύω ότι έχει απαντήσεις, το πρόβλημα είναι αλλού. Η Αριστερά έχει χάσει το παιχνίδι της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτός που κυριαρχεί και ορίζει την ατζέντα είναι η Δεξιά. Ακόμα και σε θεωρητικά και ιδεολογικά θέματα. Δεν είναι εξωφρενικό να έρχεται αυτή τη στιγμή αρχηγός κόμματος που θέλει να λέγεται αριστερό και να διεκδικεί την πατρότητα συνθημάτων της Δεξιάς; Ξέρετε τι σοκ προκαλεί όταν θυμάμαι πως γιουχάραμε τους φασίστες που κατέβηκαν στις εκλογές του ’77 για να υπερασπιστούν τη δικτατορία με τέτοιου είδους συνθήματα; Αυτό δείχνει ότι η ιδεολογική συζήτηση έχει μετατοπιστεί στα θέματα που ορίζει η Δεξιά.
Αυτό που επίσης είναι ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η Αριστερά δείχνει να χάνει τη μάχη και στη συζήτηση που ανοίγει κατά καιρούς, «όλοι ίδιοι είναι». Για ένα διάστημα απαντούσε με εκείνο το ξύλινο σύνθημα περί ηθικού πλεονεκτήματος, όχι πως δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν λέει τίποτε, ειδικά στους νέους ανθρώπους. Πώς το πολεμάς το επιχείρημα ότι είναι όλοι ίδιοι; Βγάζοντας τα σκάνδαλα; Εν ονόματι της σκανδαλολογίας θα διαφοροποιηθείς εσύ; Αυτό δεν θέλει περισσότερη φροντίδα; Περισσότερη έγνοια;
Πόσο συμβάλει η κρίση στην Αριστερά ώστε να διογκωθεί το ρεύμα της αποχής από τις εκλογές; Με την πρόσφατη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ακούσαμε το απεχθές επιχείρημα ότι «το κάνουν για τις καρέκλες». Χρησιμοποιούν δηλαδή την επιχειρηματολογία του αντιπάλου, «όλοι ίδιοι είναι, τους ενδιαφέρει η καρέκλα». Τα ακούς από συναγωνιστές που δεν περίμενες ποτέ ότι θα πουν τέτοια πράγματα.
-Θα σας διαβάσω ένα τρίτο και τελευταίο απόσπασμα για να κλείσουμε την κουβέντα μας. Προέρχεται από το βιβλίο του Μάρκος Άνα, του μακροβιότερου πολιτικού κρατούμενου στην Ισπανία του Φράνκο, «Πείτε μου πως ειν’ το δέντρο»: «Οταν ανέκτησα την ελευθερία μου, το σοκ μου απ’ τη ζωή ήταν απίστευτο. Πολλές φορές, ακόμα και σήμερα, ο κόσμος με ρωτά τι ήταν πιο δύσκολο για μένα: τα 23 χρόνια στη φυλακή, η καταδίκη σε θάνατο, τα βασανιστήρια, ο χωρισμός απ’ την οικογένεια… Εγώ απαντούσα και απαντώ πάντα, το πιο ανέλπιστο: «Το πιο δύσκολο ήταν η ελευθερία»»
Προσκυνώ. Τίποτα δεν μπορώ να πω. Τίποτα.
Δημήτρης Τερζής