Το σπίτι του Δημήτρη Ψαρρά είναι όπως το φαντάζεται κανείς, αν έχει έστω και στο ελάχιστο παρακολουθήσει τη δημοσιογραφική του πορεία εδώ και δεκαετίες. Αριστερά βιβλία, δεξιά βιβλία, πάνω βιβλία, κάτω βιβλία, παντού βιβλία – πνευματική περιουσία, διαχειριστικό βάσανο αλλά και πολύτιμη μνήμη. Συγκροτούν ένα τερατώδες αρχείο πηγών κι έμπνευσης, πάνω στο οποίο βασίστηκαν τα μεγάλα ρεπορτάζ της ιστορικής ομάδας του Ιού που αποτέλεσε για ακριβώς δύο δεκαετίες (1990-2010) σημείο αναφοράς στην εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία μέσα από την Ελευθεροτυπία.
«Η δημοσιογραφία που κάναμε ήταν ένα είδος πολυτέλειας. Αλλά, πάντα βασιζόταν σε στοιχεία. Όχι μόνο στον Ιό, αλλά και πιο πριν στον Σχολιαστή ή τον Αγώνα. Και για να έχεις στοιχεία, χρειάζεσαι φροντισμένους φακέλους. Παλιά τους αγοράζαμε από τα βιβλιοπωλεία, από ένα σημείο και μετά είναι ψηφιακοί», περιγράφει το μυστικό της πλοήγησης στον ωκεανό των παραπομπών που είναι σήμα κατατεθέν και των μελετών που δημοσιεύει από το 2010 κι έπειτα. Είναι 12 τον αριθμό, με πολύ καθοριστική ασφαλώς τη δουλειά του πάνω στο φαινόμενο της ακροδεξιάς γενικά και της Χρυσής Αυγής ειδικότερα (τόσο λεπτομερής που έκανε τον Μιχαλολιάκο να τον αποκαλέσει «Ιαβέρη» κατά τη διάρκεια της δίκης της ΧΑ).
Τα τελευταία χρόνια έχει εστιάσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το 2022 εκδόθηκε το Μια Καριέρα: Η Πολιτικη΄Διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη (Νήσος) κι εδώ και λίγες μέρες είναι στα βιβλιοπωλεία το «σίκουελ», Μια Θητεία: Το «Επιτελικό Κράτος» του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019-2024), από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Μια εξέταση αυτής της κυβερνητικής θητείας με τρόπο «κριτικό προς την ευρύτερη κυρίαρχη πολιτική της Δεξιάς που στις μέρες μας σαγηνεύει πολύ ευρύτερους κομματικούς χώρους» για να δανειστώ μια φράση από το προφίλ της ιστοσελίδας που φιλοξενεί πια κείμενα δικά του και της Άντας Ψαρρά μετά την αποχώρησή τους από την Εφημερίδα των Συντακτών..
«Ο Μητσοτάκης μας φέρνει κοντά», λέει χαμογελώντας πριν πατήσουμε το record και μιλήσουμε όχι μόνο για το πώς βλέπει τον σημερινό πρωθυπουργό ως πολιτικό φαινόμενο, αλλά και τι μας δείχνει η έρευνά του για την εξέλιξη της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και της επικοινωνίας…
Δεύτερο βιβλίο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε δύο χρόνια. Τι είναι αυτό που σας ελκύει τόσο στο πρόσωπό του;
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα και για την πολιτική του δραστηριότητα και την κυβερνητική του δράση, ακόμη και για τα προσωπικά-οικογενειακά του ζητήματα, παραμένει κατά τη γνώμη μου ένα πολιτικό αίνιγμα. Το πώς κατάφερε να αναδειχθεί στη θέση του πρωθυπουργού με απασχόλησε στο προηγούμενο βιβλίο, αλλά το αίνιγμα μεγαλώνει με το πώς κατάφερε να εκλεγεί και δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Πράγμα σχετικά σπάνιο, πόσο μάλλον το ότι επικράτησε με συντριπτική διαφορά έναντι των αντιπάλων του.
Δεν έχει αναλυθεί εξαντλητικά αυτή η επικράτηση;
Οι εξηγήσεις που δίνονται είναι κατά τη γνώμη μου λανθασμένες ή υποβολιμαίες. Ας πούμε ότι κατόρθωσε να κάνει άνοιγμα στο κέντρο και συνδύασε την παραδοσιακή εκλογική πελατεία της Νέας Δημοκρατίας με τον μεσαίο χώρο. Είναι εντελώς λάθος αυτό. Δεν υπάρχει κανένα άνοιγμα σε κανένα κέντρο. Ο Μητσοτάκης ακολουθεί μια σκληρή δεξιά πολιτική γραμμή. Στα οικονομικά είναι απολύτως νεοφιλελεύθερος, αλλά και στα κρίσιμα ζητήματα για την ελληνική πολιτική ζωή, όπως είναι τα λεγόμενα «εθνικά», ακολουθεί αυστηρά δεξιά ή και ακροδεξιά γραμμή. Άλλωστε, το πρώτο που έκανε ήταν να συγκεντρώσει δίπλα του, και να στηριχθεί σ’ αυτούς, μια σειρά στελεχών τα οποία προέρχονται από την ακροδεξιά και παραμένουν σε αυτό το χώρο.
Γεωργιάδης, Βορίδης και Πλεύρης ήταν ήδη στη ΝΔ…
Ναι, αλλά είχαν δευτερεύοντα ρόλο. Από την περίοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του ιδρυτή του κόμματος, υπήρχαν ανοίγματα της Νέας Δημοκρατίας προς παλιά ακροδεξιά στελέχη της Εθνικής Παρατάξεως, της ΕΠΕΝ, προς τους βασιλικούς κτλ. Αλλά, πάντοτε γίνονταν με όρους καλέσματος ανωτέρου σε κατώτερο. Δηλαδή, η Νέα Δημοκρατία εμφανιζόταν ως φιλάνθρωπο κόμμα που θα φιλοξενούσε κι αυτές τις τάσεις. Κι όταν κάποια στιγμή πήγαν να παίξουν πρώτο ρόλο, όπως επιχειρήθηκε από τον Καρατζαφέρη επί Κώστα Καραμανλή, εξοβελίστηκαν και ειχαμε τη δημιουργία του ΛΑΟΣ. Η επάνοδος αυτού του ρεύματος έγινε πράγματι πριν από την αρχηγία Μητσοτάκη για την στήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου. Αλλά εδώ μιλάμε για μια έκτακτη συγκυρία που περιείχε εκτός από τον ΛΑΟΣ και το ΠΑΣΟΚ. Δεν αφορούσε αυτή η συνύπαρξη το σύνολο της πολιτικής ατζέντας.
Τα πρώην στελέχη του ΛΑΟΣ επιβίωσαν σε καίριες θέσεις κι επί Κυριάκου Μητσοτάκη για λόγους εσωκομματικής ισορροπίας ή επειδή ήταν πρόθυμα να εφαρμόσουν τις πιο νεοφιλελεύθερες των πολιτικών;
Είναι και τα δύο. Καταρχάς, ο Μητσοτάκης εκλέχθηκε με την σύμπραξη του Γεωργιάδη το 2016 κι έπειτα τον έχρισε αντιπρόεδρο. Ήταν απόλυτα συμβολική κίνηση να χρίσει αντιπροέδρους τον Γεωργιάδη και τον Χατζηδάκη, που υποτίθεται ότι έχουν διαφορετική πολιτική προέλευση. Τι τους ενώνει; Ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό είναι άλλωστε και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ακροδεξιάς – ο λαϊκισμός της δεν την οδηγεί σε αντι-νεοφιλελεύθερα σχήματα, όπως συμβαίνει παντού σήμερα με τους δήθεν «αντισυστημικούς».
Σε πολιτικά πρόσωπα όπως ο Μάκης Βορίδης, δεν αναγνωρίζετε το δικαίωμα του αναστοχασμού και μιας πιο ώριμης, ηπιότερης πολιτείας;
Στον καθένα αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα, φυσικά. Αλλά, τα στελέχη του ΛΑΟΣ πήγαν στη Νέα Δημοκρατία επειδή ταυτίστηκαν με τη μνημονιακή πολιτική της, για την οποία διαφώνησαν με τον Καρατζαφέρη και, βέβαια, επειδή είχαν προσωπικές φιλοδοξίες. Δεν είναι ότι άλλαξαν. Για παράδειγμα, όταν έγινε δεύτερη φορά υπουργός ο Βορίδης, υπήρξαν αντιδράσεις από το Ισραήλ λόγω του αντισημιτικού παρελθόντος του. Αν προσέξει κανένας την τότε απολογία του, παραδέχεται με κάποιο τρόπο ότι συνυπήρξε με αντισημίτες και βγαίνει από τα ακροδεξιά συντασσόμενος με θέσεις όπως π.χ. να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Ο Βορίδης, επίσης, είχε πει κάτι πολύ προφητικό: ότι πρέπει η Νέα Δημοκρατία, όταν έρθει στα πράγματα ο Μητσοτάκης, να θεσπίσει νέους νόμους και κανόνες που να αποκλείσουν το ενδεχόμενο επιστροφής της Αριστεράς. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν έχει αλλάξει απόψεις ο άνθρωπος. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα λέει πιο εξευγενισμένα, όχι τόσο χοντροκομμένα όπως ο Άδωνις.
Δεν είναι κάπως αφελές να πιστεύουμε ότι κάποιος θα ηγηθεί της Νεας Δημοκρατίας χωρίς να προσπαθεί να έχει μαζί του το σημαντικό κομμάτι της βάσης της που τείνει προς διαφορετικές αποχρώσεις της ακροδεξιάς; Όταν το έχασε π.χ. με Χρυσή Αυγή και ΑΝΕΛ, κατέγραψε τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας της. Ακόμα κι ο Τσίπρας, πριν τις εκλογές του 2023 -κατά τη γνώμη μου θεμιτά- έλεγε ότι «στόχος μας είναι να πάρουμε κι αυτούς που θα ψήφιζαν Χρυσή Αυγή»…
Ναι, αλλά εδώ δεν έχουμε μια εκλογική βάση διαμορφωμένη προς μια κατεύθυνση που την ακολουθεί ο αρχηγός. Είναι το ανάποδο. Είναι το πώς αποφασίζει ο αρχηγός να εμφανιστεί για να δημιουργήσει τις σχέσεις του με την εκλογική βάση. Κι αυτό προκύπτει από όσα περάσαμε ως χώρα: μια βαθιά κρίση που δεν ήταν απλώς οικονομική. Ήταν κρίση υποχώρησης όλων των μεγάλων ιδεών και κεκτημένων της μεταπολίτευσης. Ο Μητσοτάκης ξεκινάει την πρωθυπουργία του στο τέλος αυτής της κρίσης. Παίρνοντας την εξουσία από μια υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση που όμως δεν είχε κάνει αριστερή διακυβέρνηση. Είχε κυβερνήσει όσο αριστερά μπορούσε ή όσο νόμιζε ότι μπορούσε.
Ακόμα κι αν είναι έτσι, ότι δηλαδή ο Μητσοτάκης απλά έκανε rebranding στον εαυτό του και δεν ανοίχτηκε πραγματικά στο κέντρο, τον μεσαίο χώρο – εκ του αποτελέσματος – τον κέρδισε…
Ναι τον κέρδισε. Όχι πηγαίνοντας το κέντρο, αλλά στρέφοντας την κοινωνία προς τα δεξιά. Κι αυτό είναι ένα φαινόμενο που το βλέπουμε πανευρωπαϊκά, αν όχι παγκόσμια. Στο δεύτερο κεφάλαιο έχω ένα προφητικό απόσπασμα του παλιού μου φίλου, του Αλέξη Παπαχελά, ο οποίος μόλις έγινε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης έλεγε ότι πρέπει να προσέξει το ζήτημα της επικοινωνίας και τον τρόπο παρουσίασης του έργου του, γιατί κινδυνεύει αλλιώς να εμφανιστεί ως «ένας Έλληνας Όρμπαν». Κι αυτό το έλεγε σε μια περίοδο που κανείς δεν το φανταζόταν. Ήταν όμως πολύ εύστοχη αυτή η παρατήρηση κι εξηγεί και για ποιο λόγο δόθηκε από τον Μητσοτάκη τόση μεγάλη σημασία την περίοδο της πανδημίας. Του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει όλα τα μέσα ενημέρωσης από τη δική του πλευρά. Κάτι που βέβαια κάποια στιγμή στράβωσε κι από τότε άρχισε να στραβώνει και η δημοτικότητά του. Διότι έχουμε αυτό το χαρακτηριστικό στην Ελλάδα, αυτή τη μεγάλη σημασία που παίζουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.
Πόσο καθοριστικό είναι ότι με την ανάληψη της ηγεσίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την συνολική κατάρτιση των ψηφοδελτίων αλλάζοντας το καταστατικό της ΝΔ;
Πολύ. Δεν το πρόσεξαν πολλοί τότε γιατί ήταν ένα κόμμα που προσπαθούσε να συνέλθει από μια μεγάλη ήττα. Ο Μητσοτάκης ήταν μέχρι τότε δεύτερης σειράς πολιτικός που τον βάραιναν ως πολιτικά παρελθόντα ο πατέρας του και η αδερφή του. Αλλά ήρθε προετοιμασμένος. Το ίδιο πλήρως προετοιμασμένος ήταν και το 2019, μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία. Την επόμενη κιόλας μέρα άλλωστε όρισε τον κύριο Κοντολέοντα στην ΕΥΠ (σ.σ. πρώην στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας στον τομέα της ασφάλειας, χωρίς το απαιτούμενο αναγνωρισμένο πτυχίο) και την πέρασε υπό τον απευθείας έλεγχό του, προφανώς δεν ήταν κάτι που σκέφτηκε το βράδυ της νίκης. Ήταν ένδειξη μιας μεγάλης τομής, όχι μόνο επειδή αργότερα αποκαλύφθηκαν οι υποκλοπές, αλλά γιατί έδειχνε την πρόθεσή του να διαχειριστεί την εθνική υπηρεσία πληροφοριων ως ιδιωτικό φορέα.
Αμερικάνικο μοντέλο;
Ναι, αλλά εκεί ο Πρόεδρος είναι ο γενικός αρχηγός και υπάρχουν τα δύο σώματα για να τον ελέγχουν. Ο Μητσοτάκης, έχοντας στο μυαλό του αυτό το πράγμα, το εφάρμοσε εδώ. Όμως, ένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει αυτές τις εξουσίες και για να τις αποκτήσει, δημιουργεί υποχρεωτικά παρακράτος. Αυτό είναι που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποκαλεί «επιτελικό κράτος». Τι είναι το επιτελικό κράτος; Είναι το Μέγαρο Μαξίμου; Είναι αυτό το προσωποπαγές σύστημα εξουσίας, το αποτύπωμα που θα αφήσει η εποχή Μητσοτάκη.
Δεν κατέληγε πάντα προσωποκεντρικό το ελληνικό πολιτικό σύστημα;
Ναι, πάντα είχαμε αρχηγούς υπεράνω όλων, ό,τι σχήμα ή καταστατικό κι αν είχαν τα κόμματά τους. Προφανώς τέτοιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά άλλαξαν οι εποχές κι άρχισαν να εκλείπουν τέτοιες προσωπικότητες.
Δεν ήταν κι ο Τσίπρας κάτι ανάλογο; Τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος της πολυδιάσπασης που έφερε η αποχώρησή του…
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαφέρει γιατί ήταν ένας συνασπισμός δεκάδων ομάδων που ήταν αποκλίνουσες μεταξύ τους. Αυτό που κατάφερε ο Τσίπρας ήταν να κερδίσει τις επόμενες εκλογές μετά τη μεγάλη διάσπαση του 2015 κι επομένως να σταθεροποιηθεί ως αρχηγός με άλλα χαρακτηριστικά. Αλλά τώρα πια έχουμε το φαινόμενο να έχουμε πάρα πολλούς αρχηγούς σχεδόν χωρίς να έχουμε κόμματα, βλέπε Λατινοπούλου. Είναι κι αυτό μια συνέπεια αυτής της διαδικασίας που ξεκίνησε το 2004 ο Γιώργος Παπανδρέου, της λεγόμενης εκλογής από τη βάση. Είναι κάτι που δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα, αναδεικνύει πρόσωπα κι όχι διαδικασίες. Όταν, μάλιστα, έγινε στον χώρο της Αριστεράς, κατέληξε στον τραγέλαφο Κασσελάκη. Ο Μητσοτάκης αυτές τις αλλαγές τις κατάλαβε εγκαίρως, πάτησε σε αυτό το χαλί από το 2016 κι ανέβηκε. Σήμερα, ας πούμε, δεν υπάρχει κόμμα Νέα Δημοκρατία. Υπάρχει μεν η Κοινοβουλευτική Ομάδα, όμως με τις σημερινές συνθήκες ποιος τολμάει να πει οτιδήποτε; Το είδαμε και στη διαγραφή Σαμαρά.
Είναι ένα φάντασμα που κυνηγάει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αυτή η περίφημη «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς»;
Ναι, και νομίζω ότι αυτό προσπάθησα να πω και στο βιβλίο. Η επιτυχία του Μητσοτάκη δεν είναι επιτυχία στον οικονομικό τομέα. Ούτε στον κοινωνικό τομέα. Η επιτυχία του είναι ότι υπερνίκησε αυτό που έλεγε ο Βορίδης, τις ιδέες και τις πολιτικές προτάσεις της Αριστεράς. Το έκανε βέβαια ακόμα και με συκοφάντηση των πολιτικών αντιπάλων του προς τα αριστερά, τους οποίους και κατέστρεψε. Εξάλλου, τώρα που φαίνεται κάποια υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας και του ίδιου του Μητσοτάκη, αυτές που αναδεικνύονται είναι νέες δυνάμεις στα δεξιά του Κυρίου. Η Αριστερά εξακολουθεί να μαστίζεται από εσωτερικές έριδες και πρόβλημα αξιοπιστίας.
Όταν ασκεί κάποιος από τον προοδευτικό χώρο κριτική περί συνύπαρξης με την ακροδεξιά, δεν οφείλει να είναι πιο προσεκτικός λόγω της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Θέλω να πω, ακροδεξιό δεκανίκι -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- έχουν μάλλον όλες οι κυβερνήσεις από το 2011 και μετά…
Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό. Εγώ προσωπικά έχω γράψει για τον Καμμένο, ότι τον θεωρώ όχι απλώς ακροδεξιό στοιχείο, αλλά έναν πολιτικά ανερμάτιστο πολιτικό αρχηγό, ο οποίος απλώς καβάλησε κάποια στιγμή το αντιμνημονιακό ρεύμα. Η διαφορά είναι ότι η σχέση ΣΥΡΙΖΑ με ΑΝ.ΕΛ. δεν οδήγησε σε ένα είδος μοιράσματος της πίτας ανάμεσά τους. Μάλιστα, υπήρχαν κρίσιμα ζητήματα στα οποία οι ΑΝ.ΕΛ. διαφωνούσαν μειοψηφικά με αποκορύφωμα τις Πρέσπες, αλλά προχώρησαν. Ας πούμε στην τριμερή του Σαμαρά με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ., συνέβαινε το αντίθετο. Ότι δεν ψήφιζε ως προοδευτικό κόμμα η ΔΗΜ.ΑΡ., το πήγαινε ο Μπαλτάκος στη Χρυσή Αυγή για να το υποστηρίξει. Προφανώς, το ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν μια πολιτική ανορθογραφία ως σύμπραξη, αλλά στα θέματα του μνημονίου συμφωνούσαν. Τώρα γιατί συμφωνούσαν κι αν αυτό ήταν εποικοδομητικό δεν μπορώ να πω. Και είναι και κάτι άλλο, μην ξεχνάμε: ο Καμμένος δεν ήρθε από τον ουρανό, από την Νέα Δημοκρατία ήρθε και ήταν στέλεχος που είχε αναδειχθεί σε υπουργικές θέσεις.
Εστω ότι ευσταθεί το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής που ασκείτε στο βιβλίο (ειδικά όσον αφορά το πώς χειρίστηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη Covid, υποκλοπές, μεταναστευτικό, δημόσιο χρήμα), τότε πώς εξηγείτε το 41% του 2023;
Λίγο διαφορετικά από την επίσημη ερμηνεία της Αριστεράς και της Δεξιάς. Γυρίζοντας στο 2015, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι δεν κέρδισε καμία Αριστερά. Δε λέω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν Αριστερά, λέω ότι κέρδισε επειδή ήρθε ως λύση ελπίδας εκεί που είχαν αποτύχει όλοι οι υπόλοιποι. Δεν είχαμε καμία αριστερή πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία το 2015, ούτε την αποκτήσαμε στην πορεία. Και μάλιστα η φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση. Το βλέπουμε και στην αποχή αυτό, η οποία δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν πάντοτε τη Δεξιά.
Έχετε συναντηθεί με τον Κυριάκο Μήτσοτάκη; Θα θέλατε να του κάνετε μια συνέντευξη;
Όχι, δεν έχουμε βρεθεί. Φυσικά και θα ήθελα να του πάρω συνέντευξη. Δεν θα μου έδινε όμως. Και «δικαίως» δε θα μου έδινε μάλλον, αφού όταν βγήκε το προηγούμενο βιβλίο μου αρχικά υπήρχε μεγάλη αντίδραση από το περιβάλλον του και στη συνέχεια -παρότι ήταν στη λίστα των ευπώλητων του καλοκαιριού – δεν έγραψε κάτι γι’ αυτό καμία εφημερίδα εκτός από την Εφημερίδα των Συντακτών και την Αυγή.
Ποιο είναι το ταλέντο του Κυριάκου Μητσοτάκη; Τι κάνει καλά;
Μπορώ να πω ότι είναι από τους πρώτους που έχει συλλάβει τη σύγχρονη εξέλιξη της πολιτικής. Εγώ που είμαι παλιός, μπορεί να μιλάω με όρους του ‘90 και του 2000, άλλοι μπορεί να έχουν μείνει στην αντιπαράθεση της εποχής των μνημονίων, ο Μητσοτάκης όμως από την στιγμή που ανέλαβε κατάλαβε ότι περνάμε σε μια άλλη εποχή. Το ίδιο είχε κάνει και ως βουλευτής όταν εκλέχθηκε το 2004. Απλώς έπρεπε να περιμένει γιατί στην επετηρίδα της οικογένειας η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν πρώτη.
Θεωρείτε ότι είναι πολιτικός που έχει σκληρό ιδεολογικό προφίλ;
Όχι, καθόλου. Εξάλλου, βλέπουμε και πολύ συχνά αλλαγές σε αυτά που λέει ανάλογα με τις συνθήκες.
«Παίγνιο δύο επιπέδων»;
Ναι, έτσι το έχει αποκαλέσει ο ίδιος στο περίφημο βιβλίο του, το μόνο που έχει γράψει κιόλας. Έχει περιγράψει με ωμό τρόπο ότι έτσι το καταλάβαινε ως νέος, αλλά βλέπουμε ότι το διατηρεί και ως ώριμος ότι ουσιαστικά οι συνθήκες ορίζουν την πολιτική και αυτά που κάποιοι λένε «αρχές» όπως «στρατηγική», «πρόγραμμα κόμματος» κτλ. δεν έχουν καμία σημασία. Άλλωστε, ενώ πέρυσι είχε κάνει ολόκληρη ιστορία με τον γάμο των ομοφύλων, τώρα μας λέει ότι μας τυραννάει η ατζέντα των μειοψηφιών. Είναι έτοιμος να πει είτε το ένα είτε το αντίθετό του, ανάλογα αν πρέπει να χτυπήσει κάποιον στην Αριστερά ή τον Σαμαρά. Μπορεί, ίσως, να μοιάζει σε μας ξένη και δυσάρεστη αυτή η διπλή γλώσσα, αλλά είναι κάτι πάρα πολύ σύγχρονο και πάρα πολύ μοντέρνο. Είναι αυτό που κερδίζει πόντους στην Ευρώπη και στην Αμερική. Παντού.
Παναγιώτης Μενέγος