Με λίγες λέξεις ο Νίκος Βούτσης διατύπωσε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ την πολιτική ουσία της βαθιάς κρίσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανέφερε αρχικά ότι αισθάνεται «μια πικρή δικαίωση» γι’ αυτές τις εξελίξεις: «Παρακολουθούμε μια μεταπολιτική διαδικασία ενός νεο-αρχηγικού κόμματος, το οποίο ιδεολογικά, πολιτικά, αξιακά με την προεδρία του κ. Κασσελάκη απομακρυνόταν κάθε μέρα από την Αριστερά». Το ενδιαφέρον στις παρατηρήσεις του πρώην προέδρου της Βουλής, και επί χρόνια ηγετικού στελέχους του αριστερού κινήματος, ήταν η επισήμανση ότι ο κ. Κασσελάκης βρήκε έτοιμη τη λεγόμενη «κουλτούρα των μελών». Σύμφωνα με τον Ν. Βούτση,
«ήταν λάθος -και το είχαμε αντιπαλέψει ενόψει του Συνεδρίου του 2022- ότι φύγαμε από τη δημοκρατική διαδικασία, όπου ένα Συνέδριο τριών έως πέντε χιλιάδων ανθρώπων εκλέγει τον πρόεδρο του κόμματος, και πήγαμε σε μια διαδικασία –επιτρέψτε μου την έκφραση- “πατέντα” ελληνική, στο όνομα δήθεν της συμμετοχής της κοινωνίας στο να βγαίνει [έτσι] ο αρχηγός. Επί της ουσίας αυτό υποκαθιστά, ακυρώνει και υπονομεύει τη λειτουργία των κομμάτων στην Ελλάδα» (ΕΡΤ, 19.9.2024).
Αυτές οι παρατηρήσεις εξηγούν και τον λόγο που στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ανέβει τόσο πολύ οι τόνοι στην εσωκομματική αντιπαράθεση, με τους υποστηρικτές του έκπτωτου προέδρου να μάχονται μέχρις εσχάτων εναντίον των υποστηρικτών της Κεντρικής Επιτροπής. Όμως υπάρχει μια πρόσθετη λεπτομέρεια που εξηγεί τις σημερινές δραματικές εξελίξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το τελευταίο κόμμα που υιοθέτησε το 2022 την εκλογή «αρχηγού» από τα «μέλη», αλλά ακριβώς επειδή υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση αυτής της διαδικασίας –εξάλλου και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας το είχε αποφύγει το 2019, όταν είχε ξανατεθεί η ίδια πρόταση- ήταν το μόνο κόμμα που θέσπισε παράλληλα και την εκλογή από τη «βάση» των μελών της Κεντρικής Επιτροπής. Αυτό είναι το στοιχείο που δεν μπορεί να ανεχτεί ο κ. Κασσελάκης και γι’ αυτό προκάλεσε με τόσο βαριά γλώσσα το σύνολο του εκλεγμένου οργάνου («γραφειοκρατία», «νομενκλατούρα», «φράξιες»), το οποίο, μάλιστα, επειδή ψήφισε με μυστική ψηφοφορία, κατά τον κ. Κασσελάκη «του φόρεσαν σακούλα, συγνώμη, κουκούλα».
Ο κ. Κασσελάκης δεν είναι ηλίθιος. Ο λόγος που ήθελε να απαλλαγεί από την Κεντρική Επιτροπή (και τη σκιά του Αλέξη Τσίπρα) είναι ότι γνώριζε πως η πλειοψηφία του οργάνου, ακόμα και οι παλιοί του υποστηρικτές Πολάκης και Νίκος Παππάς δεν ήταν διατεθειμένοι να συναινέσουν στην οριστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια τεχνητή μινιατούρα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Γι’ αυτό είναι και τώρα έτοιμος να δοκιμάσει την τύχη του σε μια δεύτερη εκλογική διαδικασία, στην οποία οι βασικοί του υποστηρικτές –οιονεί υπαρχηγοί του- είναι ο πατέρας του, ο αδελφός του, η Θεοδώρα Τζάκρη και ο Πέτρος Παππάς που έχουν εκφράσει προ καιρού τη σύμπτωσή τους με θέσεις της Ν.Δ. σε καίρια ζητήματα (για τους «αποδήμους» η πρώτη, για τα «μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια ο δεύτερος), ενώ, όπως σημειώνει ο Γιάννης Αλμπάνης, αυτοί που δίνουν επί της ουσίας τη γραμμή στον «στρατό» του έκπτωτου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Ευάγγελος Αντώναρος και ο Άρης Σπηλιωτόπουλος («2+1 καραμανλικοί που δίνουν γραμμή στον Κασσελάκη», Dnews, 18.9.2024).
Πηγή, όμως του προβλήματος δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο τρόπος εκλογής αρχηγού από τα μέλη. Όπως έχω εξηγήσει από το 2019, η εφαρμογή μέχρι σήμερα της μεθόδου αυτής έχει ήδη φανερώσει τις χτυπητές αδυναμίες της. Το πρώτο πείραμα, από τον Γιώργο Παπανδρέου το 2004, εξελίχτηκε σε διακωμώδηση της συμμετοχικής διαδικασίας, εφόσον ένα εκατομμύριο «μέλη» και «φίλοι» κλήθηκαν να εκλέξουν έναν μοναδικό υποψήφιο, μόνο και μόνο για να ξεχαστεί το «δαχτυλίδι» διαδοχής του κ. Σημίτη. Αλλά και η επικράτηση του Αντώνη Σαμαρά απέναντι στην Ντόρα Μπακογιάννη το 2009 δεν θα είχε συμβεί αν ο πρώην πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης δεν είχε εξασφαλίσει την αναπάντεχη και οπωσδήποτε πέρα από πολιτικές αρχές υποστήριξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Ποιος ξεχνά ότι ακόμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης την επικράτησή του έναντι του Ευάγγελου Μεϊμαράκη το 2015 την οφείλει στην ανοιχτή στήριξη του Άδωνι Γεωργιάδη και την υπόγεια του Αντώνη Σαμαρά και του Απόστολου Τζιτζικώστα; Και όταν ήρθε ο καιρός, κλήθηκε ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεπληρώσει αυτό το χρέος του, υιοθετώντας στο Μακεδονικό τη γραμμή των υπερεθνικιστών ευεργετών του. Βέβαια είχε φροντίσει από την αρχή να χρίσει αντιπρόεδρο τον κ. Γεωργιάδη και τώρα αντάμειψε τον κ. Τζιτζικώστα με χαρτοφυλάκιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αυτά έχει η εκλογή «από τη βάση». Αυτή η διαδικασία, δηλαδή, της εκλογής προέδρου, όπως έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, αποτελεί είτε τελετουργική επικύρωση μιας προγενέστερης δεδομένης κατάστασης είτε προϊόν μιας συμφωνίας που δεν βασίζεται σε πολιτική σύγκλιση, αλλά έχει τα στοιχεία μιας ιδιοτελούς συναλλαγής. Δεν είναι βέβαια μόνο η οδυνηρή εμπειρία των άλλων κομμάτων που θα έπρεπε να καταστήσει τα κόμματα της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας επιφυλακτικά απέναντι στις αρετές και τα ωφελήματα της εκλογής από τη βάση. Κυρίως είναι παραπειστικό και αστήρικτο το επιχείρημα που έχει συνοδεύσει τις διαδοχικές εκλογές αρχηγών (των Γ. Παπανδρέου, Ευάγγ. Βενιζέλου, Φ. Γεννηματά, Αντ. Σαμαρά, Κυρ. Μητσοτάκη) ότι τάχα αυτός είναι ο πιο δημοκρατικός τρόπος, εφόσον αποτελεί μια σύγχρονη εφαρμογή της «άμεσης δημοκρατίας».
Φοβάμαι ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Έχω από καιρό χρησιμοποιήσει σκόπιμα ένα ακραίο παράδειγμα για να κάνω σαφή τον συλλογισμό μου. Ο πρώτος θιασώτης της εκλογής του αρχηγού κόμματος από τη βάση δεν είναι άλλος από τον… Χίτλερ. Το εξηγεί ο ίδιος στο «Mein Kampf»: «Μόνον ο αρχηγός του κόμματος εκλέγεται, ανάλογα με τους κανόνες του καταστατικού, από το σύνολο των μελών. Αλλά είναι απόλυτος άρχων. Όλες οι εντολές είναι κάτω από τη δικαιοδοσία του· δεν εξαρτάται από κανέναν. Έχει την απόλυτη ευθύνη, αλλά τη σηκώνει ολόκληρη πάνω στους ώμους του. Αν ο αρχηγός εκτραπεί από τις αρχές του κινήματος ή αν εξυπηρετήσει άσχημα τα συμφέροντά του, εξαρτάται από το σύνολο των υπηκόων του να τον αναγκάσουν να λογοδοτήσει στο “φόρουμ” ή με μια νέα εκλογή να τον απαλλάξουν από τα καθήκοντά του» («Ο Αγών μου», Α’ τόμος, σ. 328).
Αυτή είναι η «Αρχή του Αρχηγού», το διαβόητο Führerprinzip. Ας μην παρεξηγηθώ. Μακριά από μένα η σκέψη να ταυτίσω τους Παπανδρέου, Σαμαρά, Βενιζέλο, Γεννηματά, Μητσοτάκη με τον «Φίρερ». Εξάλλου ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός «αρχηγός» που θαύμαζε και αντέγραφε τον Χίτλερ ήταν ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος βέβαια επί σαράντα χρόνια εκλεγόταν από τον εαυτό του. Αλλά το παράθεμα του Χίτλερ εξηγεί πώς ακριβώς λειτουργεί η εκλογή «από το σύνολο των μελών». Οδηγεί αναπόδραστα στο να είναι «απόλυτος άρχων» και να μην «εξαρτάται από κανέναν» ο εκλεγμένος αρχηγός, εφόσον δίνει λόγο μόνο σε ένα σώμα κομματικών μελών που δεν μπορεί να συγκληθεί παρά μόνον από τον ίδιο. Αυτό μπορεί να ήταν μια λύση ανάγκης σε περιπτώσεις αδύναμων ή αμφισβητούμενων ηγετών. Αλλά όχι για την Αριστερά.
Ο προβληματικός και εξόφθαλμα αντιδημοκρατικός χαρακτήρας αυτού του τρόπου εκλογής αρχηγού είναι προφανής και στη σημερινή περίπτωση του ΠΑΣΟΚ. Δημοσιολόγοι, σχολιαστές και δημοσκόποι αναζητούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποψηφίου, προκειμένου να εξιχνιάσουν το πολιτικό μέλλον του κόμματος, ανάλογα με το ποιος θα εκλεγεί. Αντί, δηλαδή, να αποφασίσουν τα μέλη του κόμματος με ένα δημοκρατικό συνέδριο προς τα πού επιθυμούν να στραφεί το ΠΑΣΟΚ και ποιες συμμαχίες πρέπει να δοκιμάσει, καλούνται να επιλέξουν μεταξύ προσώπων, τα οποία, βέβαια, δεν θα τα δεσμεύει καμία σαφής πολιτική επιλογή.
Αλλά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι πολύ σοβαρότερα, επειδή η εκλογική αυτή μέθοδος που οδήγησε στην ανάδειξη του κ. Κασσελάκη έχει προκαλέσει ήδη την πολιτική μετατόπιση του κόμματος στον χώρο της Δεξιάς, ενώ ο ίδιος, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει ότι μοναδικό εμπόδιο στα σχέδιά του αποτελεί η δημοκρατικά εκλεγμένη από την ίδια βάση Κεντρική Επιτροπή, έχει αποπειραθεί με κάθε τρόπο να την καταργήσει. Επειδή, μάλιστα, έβλεπε ότι δύσκολα θα περάσουν οι προτάσεις του για τροποποίηση του καταστατικού του κόμματος, φρόντισε να δημιουργήσει ένα ελεγχόμενο υποκατάστατο της Κεντρικής Επιτροπής, την ομάδα των περιβόητων «think tanks». Και είδαμε προχτές την απόπειρα να συνεδριάσουν «υπό τον πρόεδρο» τα «think tanks», χωρίς βέβαια καμιά επιτυχία.
Τα φαινόμενα αυτά έχουν βέβαια παρατηρηθεί εδώ και καιρό σε πολλές χώρες, και τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται –με μεγάλη βέβαια καθυστέρηση- και η επιστημονική έρευνα για το ζήτημα. Κεντρική διαπίστωση των επιστημονικών αυτών μελετών είναι ότι η παρακμή των κομματικών σχηματισμών συνοδεύεται από την άνοδο των κομματικών ηγετών (βλ. ενδεικτικά, William P. Cross, Jean-Benoit Pilet (επιμ.), The Politics of Party Leadership A Cross-National Perspective, Oxford 2015). Αλλά αυτή η διαπίστωση ενισχύει την πεποίθηση ότι τα μεταβατικά αυτά σχήματα κομμάτων και οι αρχηγοί τους δεν μπορεί και δεν έχουν καμιά σχέση με καμιά Αριστερά.
Δημήτρης Ψαρράς