Αν αναζητά κανείς σήμερα μια «κεντροαριστερή» διέξοδο, δεν μπορεί να τη βρει χωρίς να έρθει σε ρήξη με τον δεξιό-ακροδεξιό μονόδρομο που έχει χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Μιλώντας στην Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ τον Νοέμβριο του 2003, λίγο καιρό προτού ολοκληρωθεί η δεύτερη πρωθυπουργική του θητεία, ο Κώστας Σημίτης είχε διατυπώσει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση:
«Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Δεξιά δεν είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη από την ακραία Δεξιά. Τα σύνορα ανάμεσα στη Δεξιά και την ακραία Δεξιά, ενώ στην Ευρώπη είναι σαφή και διακριτά, στην Ελλάδα “καταργούνται” μέσα στο εσωτερικό της Ν.Δ. Αυτό το φαινόμενο νοθεύει τις θέσεις και τις απόψεις, τη νοοτροπία και τις αρχές της δεξιάς πολιτικής έκφρασης, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού μας συστήματος».[*]
Η παρατήρηση του Κώστα Σημίτη ήταν εύστοχη, μόνο που περιέγραφε κάτι που θα ολοκληρωνόταν αρκετά χρόνια αργότερα, από τον σημερινό αρχηγό της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού προετοίμασε το έδαφος ο Αντώνης Σαμαράς. Και βέβαια έχει προ πολλού εξαλειφθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης αυτή η διαχωριστική τομή Δεξιάς-Ακροδεξιάς. Σήμερα στην Ελλάδα η σκληρή Ακροδεξιά ηγεμονεύει στη Ν.Δ. με τα στελέχη του ΛΑΟΣ να καθορίζουν την κυβερνητική γραμμή και τον ίδιο τον πρωθυπουργό που έχει εξαρχής χρίσει τον κ. Γεωργιάδη αντιπρόεδρό του να αναθέτει τη διαχείριση του Μεγάρου Μαξίμου στον κ. Βορίδη και να ποντάρει εκλογικά στον κ. Μπελέρη.
Αλλά ενώ θα περίμενε κανείς αυτή η εξέλιξη να οδηγεί τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης στην υιοθέτηση μιας σαφούς αντι-ακροδεξιάς (και επομένως και αντιδεξιάς) πολιτικής ατζέντας, γινόμαστε μάρτυρες σε μια σειρά δικών τους πολιτικών μετατοπίσεων προς τα δεξιά. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο προσφέρουν μια απρόσμενη ενίσχυση στον κ. Μητσοτάκη, εφόσον αυτά τα ίδια κόμματα εμφανίζονται να αποδέχονται ως αναγκαίο μονόδρομο τις επιλογές της δεξιάς διακυβέρνησης.
Πιο θεαματική είναι η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μετά την αλλαγή στη θέση του προέδρου του εμφανίζεται να υιοθετεί χωρίς δισταγμό τους βασικούς πυλώνες της δεξιάς διακυβέρνησης, φτάνοντας στο σημείο να διεκδικεί ακόμα και τα συνθήματα της 4ης Αυγούστου και της χούντας («Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»), ενώ το οικονομικό του πρόγραμμα περιορίζεται σε μειώσεις φόρων μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Το είχαμε επισημάνει εγκαίρως, προβάλλοντας τις πραγματικές θέσεις του νέου προέδρου, όπως προκύπτουν από τα δικά του γραπτά, αλλά δυστυχώς μας αποδόθηκε η εικόνα του βοσκού που φώναζε «λύκος!».
Αλλά και το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να τα έχει χάσει με την αποδοχή παλιών στελεχών του να μεταλλαχθούν σε θινκ τανκς (ή θαλαμηπόλους) του Μεγάρου Μαξίμου, και περιορίζεται στο να διεκδικεί μερίδιο απ’ τη γραμμή Μητσοτάκη σε κομβικά πολιτικά ζητήματα. Ακόμα και το ΚΚΕ δεν παραλείπει να βγει «από τα δεξιά» στην κυβέρνηση, καταγγέλλοντας τις ρυθμίσεις για το γάμο των ομοφύλων.
Αυτό το πολιτικό κλίμα χρησιμοποιείται από την ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου προκειμένου να πείσει ότι η πορεία που έχει χαραχτεί από το 2019 είναι μονόδρομος. Η σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα, η πρόσδεση της χώρας στον πιο υποταγμένο ατλαντισμό και η στοχοποίηση προσφύγων-μεταναστών προβάλλονται ως η μοναδική δίοδος προς ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτό που δεν είχε διαβλέψει πριν από 20 χρόνια ο κ. Σημίτης ήταν ότι η ιδιαιτερότητα της ελληνικής Ακροδεξιάς που είχε ορθά εντοπίσει, οφειλόταν σε δυο βασικά χαρακτηριστικά που δεν τα συναντούσαμε σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες: τις ιδιαίτερες σχέσεις με το «βαθύ κράτος» και την πρόσδεση στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Εκείνος που πρώτος πρότεινε για πρωθυπουργό τον κεντρικό τραπεζίτη Παπαδήμο για την επίλυση της κρίσης ήταν ο Γιώργος Καρατζαφέρης, έναν ολόκληρο χρόνο προτού συμφωνήσουν σ’ αυτή τη «λύση» ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και ΛΑΟΣ, ενώ η μεταπήδηση Γεωργιάδη-Βορίδη στη Ν.Δ. επί Σαμαρά πραγματοποιήθηκε με διακηρυγμένο στόχο να υποστηριχτεί το «Μνημόνιο» με τους δανειστές.
Αν λοιπόν αναζητά κανείς σήμερα μια «κεντροαριστερή» διέξοδο, δεν μπορεί να τη βρει χωρίς να έρθει σε ρήξη με τον δεξιό-ακροδεξιό μονόδρομο που έχει χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όρος για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ύπαρξη μιας παράταξης (ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων) που θα διατηρεί τις συστατικές αρχές της Αριστεράς (ενίσχυση των αδύνατων στρωμάτων, διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των παροχών υγείας, παιδείας και κοινής ωφέλειας, φιλειρηνικός προσανατολισμός, σεβασμός στα δικαιώματα). Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απάντηση στον μονόδρομο του κ. Μητσοτάκη αν δεν συγκροτηθεί μια σύγχρονη αριστερή παράταξη που θα έχει στόχο να πείσει τους πολίτες ότι δεν είναι καταδικασμένοι να τους κυβερνά ο Δημητριάδης, ο Πέτσας και ο Αυτιάς.
[*] «Ομιλία του Πρωθυπουργού και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος», 21.11.2003, Ίδρυμα Κωνσταντίνου Σημίτη, Αρχείο, http://hdl.handle.net/11649/28648.
Ο Δημήτρης Ψαρράς είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας