Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης πριν το 2015, ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, οι οποίοι είχαν πολιτική άποψη και την εξέφραζαν δημόσια στις πλατείες, στις γειτονιές, και σε άλλους δημόσιους χώρους. Οι Αγανακτισμένοι είχαν δημόσια κοινωνική παρουσία και μετά από κάποια στιγμή και ύστερα ήταν μια μάζα προβλέψιμη, η οποία είχε ένα συνδετικό κρίκο και έκφραση και αυτό ήταν το αντιμνημονιακό μέτωπο.
Από το καλοκαίρι του 2018 όπου η χώρα βγήκε από το μνημόνιο δεν υπήρχε πια αυτός ο συνδετικός κρίκος. Με την νέα κυβέρνηση το 2019, το μεγαλύτερο ποσοστό του κινήματος δεν συνέχισε να συμμετέχει σε δημόσιες αντιδράσεις απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές και αυτό φάνηκε συγκεκριμένα σε θέματα που αφορούσαν την διακυβέρνηση της ΝΔ όπως στα Εργασιακά, στην Πρόνοια, στην Υγεία και στην Παιδεία. Ιδιαίτερα στην Παιδεία με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, το φοιτητικό κίνημα ήταν υπερβολικά μόνο του, χωρίς συμμαχίες και χωρίς ευρύτερη στήριξη.
Οι κερδισμένοι των ευρωεκλογών το 2024, πρώτοι από όλους είναι η αποχή η οποία είναι περίπου το 60% του εκλογικού σώματος, η αποχή των κουρασμένων της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και μνημονίων, της πείνας, της ανεργίας, και του κοινωνικού αποκλεισμού, η αποχή αυτών που δεν έχουν πειστεί πως υπάρχει ελπίδα με βάση τις επιλογές που έχουν για να ψηφίσουν. Αυτό πιθανόν είναι θέμα αναγκαίο να συζητηθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα επειδή εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους για τη Δημοκρατία.
Δεύτεροι κερδισμένοι είναι τα πολιτικά κόμματα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, η οποία από τις εθνικές εκλογές του 2023 έχασε περίπου 14%, με μέρος του ποσοστού αυτού να απολαμβάνουν σε αυτές τις ευρωεκλογές η Ελληνική Λύση, η ΝΙΚΗ, η Φωνή Λογικής, και οι Πατριώτες.
Τα αποτελέσματα δείχνουν πως η κυβέρνηση δεν λειτουργεί υπέρ του πολίτη-φορολογούμενου, και η απελπισία των πολιτών έχει ξεπεράσει κάθε όριο από την αρχική στιγμή που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Τα συστημικά κόμματα έχουν χάσει την επαφή με την κοινωνία, ενώ τα νέα κόμματα έχουν καλύτερη επαφή με τον μέσο πολίτη όπως και γείωση σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές της χώρας.
Μετά τις ευρωεκλογές υπάρχει ζήτημα κρίσης και νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, και αυτό θα επηρεάσει την κυβέρνηση στη Βουλή και στη διαδικασία της νομοθέτησης. Υπάρχει ζήτημα όταν μια κυβέρνηση καλείται να νομοθετήσει με το 28% που έλαβε σε σύνολο 40% του εκλογικού σώματος που ψήφισε, δηλαδή με περίπου ένα εκατομμύριο ψήφους. Επίσης, το αποτέλεσμα των εκλογών θα επηρεάσει άμεσα την αξιωματική αντιπολίτευση, η νέα ηγεσία της οποίας υποσχέθηκε πολλά στα μέλη της και στην κοινωνία με μια κακή αντιγραφή Αμερικανιάς για ένα “Ελληνικό όνειρο”. Δεν θα μείνουν ανεπηρέαστα και τα υπόλοιπα κόμματα σε σχέση με τους πολιτικούς τους στόχους, ενώ είναι πιθανές συμμαχίες για τις επόμενες εθνικές εκλογές, ειδικά στα δεξιά της ΝΔ με τα συνολικά ποσοστά των διαφόρων ακροδεξιών σχημάτων να βρίσκονται περίπου στο 19%.
Η εποχή του δικομματισμού τελείωσε, όπως και η εποχή διαχωρισμού της κοινωνίας γύρω από ένα μείζον θέμα, οικονομικό, κοινωνικό ή εθνικό, με βάση το “άσπρο” και το “μαύρο”. Μια νέα φιλοσοφία επιλογής πολιτικής έκφρασης έχει δημιουργηθεί και εμφανίζεται πιο δυναμικά, οι σιωπηλοί αγανακτισμένοι, οι οποίοι υπάρχουν σε όλα τα κόμματα αυτή τη στιγμή, είτε προερχόμενοι από τα συστημικά κόμματα, είτε ως ψηφοφόροι μεταφερόμενοι από έναν πολιτικό χώρο προς έναν άλλον με one-stop-vote, είτε συμπεριφερόμενοι ως αντιδραστικές οντότητες οι οποίες νιώθουν πως δεν ακούγονται και κανείς δεν νοιάζεται για το παρόν και το μέλλον τους και ψηφίζουν “εκδικητικά” με βάση την χειρότερη επιλογή προς όσα τους υποσχέθηκαν ή οι ίδιοι ανέμεναν, ή απλά απέχουν.
Η πολιτική και οι πολιτικοί θα πρέπει επιτέλους να ακούσουν τις ανάγκες των πολιτών και της κοινωνίας, κάτι αυτονόητο για μια πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα με όποια προβλήματα και ιδιαιτερότητες. Η Ελλάδα θα πρέπει να πάψει να είναι μια ευρωπαϊκή χώρα χωρίς τίποτα ευρωπαϊκό στην λειτουργία της, σε όσα ζητάει και προσφέρει ως αντάλλαγμα στους πολίτες της, και να ακολουθήσει τα βιώσιμα παραδείγματα της ΕΕ, και όχι να ακολουθεί και να συγκρίνεται με τα χειρότερα παραδείγματα αυτής.
Δημήτρης Μπράτσε