Το 2025 θα ξεκινήσουν οι διαγραφές των φοιτητών που έχουν ξεπεράσει το ν+2 όριο σπουδών. Σύμφωνα με παραδοχή του ίδιου του Υπουργού Παιδείας οι φοιτητές και φοιτήτριες που κινδυνεύουν με διαγραφή προσεχώς είναι κατ’ εκτίμηση 300.000, νούμερο που αντιστοιχεί στο 48% των εγγεγραμμένων στα ελληνικά ΑΕΙ. Το ζήτημα της “διαγραφής φοιτητών”, των αιώνιων φοιτητών, όπως πολύ παραπλανητικά αποκαλούνται οι φοιτητές που αντιμετωπίζουν αυτό το θέμα, απασχόλησε αρκετές φορές το πολιτικό σκηνικό κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Μάλλον αξίζει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του ζητήματος για να διαπιστωθεί αν πρόκειται όντως για ελληνική πρωτοτυπία, συνειδητή εκπαιδευτική επιλογή από την θεμελίωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα ή ιδεολογική εμμονή της συντηρητικής δεξιάς. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ελλάδας συγκροτήθηκαν και οργανώθηκαν το 1837 επι βασιλείας Όθωνα, με την ίδρυση του ΕΚΠΑ έχοντας ως πρότυπό τους το λεγόμενο γερμανικό μοντέλο διάθρωσης.
Με βάση αυτό, η φοιτητική ιδιότητα θεωρείται ότι αποκτάται με την εγγραφή του φοιτητή στη σχολή και παύει με την ολοκλήρωση της επιτυχίας στις εξετάσεις του απαιτούμενου αριθμού των μαθημάτων για τη λήψη του πτυχίου. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση υιοθετούσε την άποψη ότι το κύρος των σπουδών είναι πολύ υψηλό και πως οι ενήλικες φοιτητές, έχοντας να διεκπεραιώσουν και άλλες υποχρεώσεις στη ζωή τους (πχ εργασία ή οικογένεια), έπρεπε να έχουν τη στήριξη της πολιτείας στο ακαδημαϊκό τους έργο. Από το 1837 μέχρι το πέρασμα στην Μεταπολίτευση καμία κυβέρνηση δεν έθεσε ποτέ ζήτημα οριζοντίων ορίων φοίτησης για το σύνολο των φοιτητών.
Η πρώτη προσπάθεια περιστολής του δικαιώματος αυτού, κατ’ απομίμηση πλέον των αγγλοσαξωνικών πανεπιστημιακών μοντέλων (που προβλέπουν γρήγορες και πιο «ευέλικτες» σπουδές για γρήγορη έξοδο στην αγορά εργασίας), έγινε το 1978 με νόμο του Υπουργού Παιδείας της ΝΔ Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.
Ο νόμος 815 προέβλεπε και άλλες ασφυκτικές διατάξεις, όπως διαγραφή των φοιτητών από τα μητρώα των σχολών τους σε περίπτωση αποτυχίας τους σε εξετάσεις μαθημάτων κλπ. Πραγματικός στόχος του υπουργείου ήταν η αποδυνάμωση του ισχυρού φοιτητικού κινήματος της εποχής όμως τελικά πέτυχε το αντίθετο. Οι μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή να ανακοινώσει στις 3 Ιανουαρίου 1980 την αναστολή του νόμου 815.
Ο νέος νόμος πλαίσιο που ψηφίστηκε το 1982 από την κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, κατήργησε τα όρια φοίτησης επαναφέροντας την ακαδημαϊκή ηρεμία στα ιδρύματα ώστε να επιτελέσουν το ακαδημαϊκό και ερευνητικό τους έργο. Το ζήτημα άνοιξε ξανά την περίοδο 1990-1991 επι πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με το περίφημο νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου μαζί με μια σειρά άλλων αντιδραστικών διατάξεων για την εκπαίδευση . Η έκβαση ήταν πάλι ίδια και ο νομός δεν κατατέθηκε καν στη Βουλή μετά από τις μεγαλειώδεις φοιτητικές και μαθητικές κινητοποιήσεις που παρέλυσαν την χώρα και την τραγική δολοφονία του Δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Γιάννη Καλαμπόκα.
Το ζήτημα ξεχάστηκε πάλι για πολλά χρόνια μέχρι το 2007 και το νόμο Γιαννάκου που έθετε όριο φοίτησής 2ν χρόνια για όλους τους φοιτητές. Ο νόμος βρήκε απέναντι σύσσωμη την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά οι πιο αντιδραστικοί κύκλοι σε ΝΔ ΠΑΣΟΚ τον θεωρήσαν αρκετά ελαστικό. Την ελαστικότητα του ήρθε να διορθώσει ο περίφημος νόμος 4009 του 2011 της Άννας Διαμαντοπούλου που έθεσε το γνωστό ν+2 σαν όριο φοίτησης για όλους τους φοιτητές . Οι πρώτες διαγραφές φοιτητών προγραμματίζονταν για το έτος 2014-2015 αλλά τελικά έμειναν στα χαρτιά καθώς το 2015 η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με υπουργό Παιδείας τον Αριστείδη Μπαλτά κατήργησε τα όρια φοίτησής επανεγγραφοντας όλους τους φοιτητές που απώλεσαν τη φοιτητική τους ιδιότητα.
Συνοψίζοντας με μια σύντομη αναδρομή διαπιστώνεται ότι τα όρια φοίτησής συνιστούν ένα πολιτικό ζήτημα που άνοιξε τα μεταπολιτευτικά χρόνια από τις αντιδραστικότερες κυβερνήσεις σε περιόδους εντόνων κοινωνικών κρίσεων. Η προσπάθεια επιβολής τους δεν συνοδεύτηκε από γενναίες επενδύσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο αλλά μάλλον το αντίθετο από περικοπές χρηματοδότησης και προσωπικού. Στόχος του μέτρου, λοιπόν, ουδέποτε δεν ήταν η αναβάθμιση του κύρους των ελληνικών πανεπιστήμιων αλλά η αποδυνάμωση των αντιστάσεων της φοιτητικής κοινότητας στην επιχειρουμένη ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Κλείνοντας αναλογιζόμενοι ότι το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι ένα υπαρκτό κοινωνικό ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με πολλαπλές αίτιες παρατίθεται μια δέσμη μέτρων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του χωρίς τιμωρητικές διατάξεις.
Βελτίωση της εξαιρετικά προβληματικής αναλογίας φοιτητών/διδακτικού προσωπικού στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με νέες προσλήψεις καθηγητών εργαστηριακού διδακτικού προσωπικού. Η υποστελέχωση των ΑΕΙ συνδέεται με πολλές από τις αιτίες εγκατάλειψης ή επιμήκυνσης των σπουδών των φοιτητών διότι εμποδίζει την άμεση και γόνιμη αλληλεπίδραση διδασκόντων- φοιτητών. Η διεξαγωγή μαθήματων σε τμήματα 300 φοιτητών από ένα μόνο διδάσκοντα ήταν σύνηθες φαινόμενο στα μνημονιακά χρόνια και μόνο παραγωγικό δεν αποδείχθηκε για την παραγωγική διαδικασία και τις επιδόσεις των φοιτητών.
Θέσπιση ελάχιστου ποσοστού επιτυχίας ανά μάθημα και καθιέρωση εναλλαγής διδασκόντων στις παραδόσεις. Σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα φορές η διάρθρωση, η δομή του προγράμματος σπουδών και η δυσκολία των εξετάσεων σε συγκεκριμένα μαθήματα ευθύνεται για τους αυξημένους χρόνους περάτωσής τους. Ενδεικτικό είναι ότι τη δεκαετία 2010-2020 ο μέσος χρόνος αποφοίτησης από το Φυσικό Αθήνας, μιας σχολής 4ετους φοίτησής ήταν τα 7,62 έτη ενώ στην Ιατρική Αθήνας, μια σχολή εξαετούς φοίτησής, μόλις τα 6,7 ετη. Συνεπώς καθίσταται αναγκαίο να αποφασιστεί ένα οριζόντιο κατώφλι επιτυχίας για τις διάφορες κατηγορίες μαθημάτων, η επαναλαμβανομένη μη επίτευξη του οποίου να ενεργοποιεί τις αναγκαίες διαδικασίες παρέμβασης στο πρόγραμμα σπουδών, για την εξομάλυνση των ποσοστών αποτυχίας.
Μέριμνα για δημιουργία ειδικών τμημάτων εργαστήριων και κλινικών για εργαζομένους φοιτητές με ευέλικτα ωράρια και υποχρεωτική ανάρτηση σημειώσεων και βιντεοσκοπημένων παραδόσεων για κάθε μάθημα. Μεγάλο τμήμα των φοιτητών αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις σπουδές του για να εργαστεί πολλές φορές σε διαφορετική πόλη από την έδρα της σχολής του. Σε σχολές με μεγάλο αριθμό υποχρεωτικών εργαστήριων κλινικών είναι λοιπόν απαραίτητο να υπάρχει μεριμνά για τμήματα με πιο ευέλικτα ωράρια προσαρμοσμένα στις ανάγκες των εργαζομένων φοιτητών.
Κατάργηση της άδικης Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που στερεί από μεγάλη μερίδα φοιτητών το βασικό αντικείμενο προτίμησης και ενδιαφέροντος τους. Πρόκειται για ένα άδικο «κόφτη» που θέσπισε η κυβέρνηση της ΝΔ με μόνο στόχο την μείωση του αριθμού φοιτητών στα δημόσιά ΑΕΙ και την προσέλκυση πελατείας στα ιδιωτικά κολέγια και τα ιδιωτικά ΑΕΙ που αγωνίζεται να ιδρύσει στην χώρα.
Εισαγωγή μαθήματος επαγγελματικού προσανατολισμού των μαθητών στο Λύκειο που θα τους ενημερώνει για το γνωστικό αντικείμενο κάθε τμήματος, το πρόγραμμα σπουδών του και τις μετέπειτα επιλογές που προσφέρει ακαδημαϊκά και επαγγελματικά.
Δημήτρης ΛουκάςΗ ΕΠΟΧΗ