Σε έρευνα του Eteron με τίτλο «Ακτινογραφία των ψηφοφόρων», στην ερώτηση «Εσείς προσωπικά σε ποια οικονομική τάξη ανήκετε;», το 44,4% των ερωτώμενων δήλωσε ότι ανήκει στη μεσαία τάξη και το 36,6% στη μεσαία προς κατώτερη. Μόνο το 10,4% τοποθετήθηκε στην κατώτερη τάξη, ενώ μόλις το 7% αυτοπροσδιορίστηκε ως ανώτερη. Ωστόσο, στην ερώτηση για το εισόδημά τους, σχεδόν οι μισοί απάντησαν ότι μετά βίας καλύπτουν τα απαραίτητα, ενώ ένα 12% ότι δεν τα βγάζει πέρα. Δημιουργείται, έτσι, μια εικόνα ευρείας «μεσαίας τάξης» η οποία επιβιώνει με δυσκολία. Πρόκειται για μια προφανή αντίφαση.
Η τάση πολλών μισθωτών να αυτοχαρακτηρίζονται μεσαία τάξη, αντί για εργατική ή κατώτερη, οφείλεται εν μέρει στην κοινωνική απαξίωση που συνοδεύει τον όρο «εργατική τάξη». Για πολλούς, η αποδοχή μιας τέτοιας ταυτότητας σημαίνει συμβιβασμό με μια συνθήκη κατωτερότητας. Αυτή ακριβώς η απαξίωση αποτελεί μια ιδεολογική νίκη του νεοφιλελευθερισμού: την αποσύνδεση της κοινωνικής ταυτότητας από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν λειτούργησε μόνο ως οικονομικό υπόδειγμα, αλλά και ως πολιτισμικό πρόταγμα. Με όρους όπως «ανθρώπινο κεφάλαιο», παρουσίασε τους μισθωτούς ως ατομικές μονάδες-φορείς κεφαλαίου (του εαυτού τους) που μπορούν, υποτίθεται, να διαπραγματεύονται ισότιμα με το Κεφάλαιο. Ετσι, καθιερώθηκε η ψευδαίσθηση πως όλοι είναι επιχειρηματίες (μικροί, μεσαίοι ή μεγάλοι). Η συλλογικότητα παραμερίστηκε υπέρ της ατομικής ευθύνης. Η αντίληψη αυτή συντάσσεται με το κυρίαρχο αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού ότι δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνον άτομα και οικογένειες.
Αντίστοιχη σημασία έχει και η θέση που προώθησε ο νεοφιλελευθερισμός αναφορικά με την έννοια περί «μεσαίας τάξης». Ο στόχος αυτής της ρητορικής ήταν η δημιουργία τεχνητών διαχωρισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Ο διαχωρισμός δεν είναι ουδέτερος. Είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Οι εργαζόμενοι διακρίθηκαν σε «καθαρούς» (υπάλληλοι γραφείου, δημόσιοι λειτουργοί κ.ά.) και «βρόμικους» (μετανάστες, διανομείς, καθαρίστριες κ.λπ.). Παρότι η φύση της εργασίας τους δεν διαφέρει ριζικά, οι πρώτοι αυτοτοποθετούνται στη «μεσαία τάξη», αποστρεφόμενοι την έννοια της εργατικής. Η χειρωνακτική εργασία απαξιώθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδυνάμωση της ταξικής συνείδησης και της συλλογικής δράσης.
Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη δεν εξαφανίστηκε, απλώς μετασχηματίστηκε. Από την παραδοσιακή χειρωνακτική εργασία, επεκτάθηκε και σε επαγγέλματα όπως οι υπάλληλοι σουπερμάρκετ, οι διανομείς, οι εργαζόμενοι στην υγεία, την εκπαίδευση, την ενέργεια, την πληροφορική, τις πλατφόρμες, τον τραπεζικό τομέα, τα ταχυδρομεία κ.λπ. Πρόκειται για εργαζόμενους που εξαρτώνται από τον μισθό τους και διαθέτουν την εργασία τους για να ζήσουν.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης μου «Το Εργατικό Ζήτημα» (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), άνω του 61% των εργαζομένων στην Ελλάδα ανήκει στην εργατική τάξη. Ωστόσο, το ποσοστό που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο είναι πολύ μικρότερο. Ο λόγος; Η απόρριψη της εργατικής ταυτότητας έχει συνδεθεί με την επιδίωξη της «προσωπικής επιτυχίας». Πολλοί θεωρούν ότι η «επιτυχία» απαιτεί την απομάκρυνση από αυτή την ταυτότητα. Προτιμούν να νιώθουν «κάτι άλλο», πιο κοντά στους προνομιούχους. Το «μεσαία τάξη» προτιμάται, ακόμη και όταν δεν αντανακλά την υλική πραγματικότητα. Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που οδηγεί σε αποξένωση και απογοήτευση. Η ντροπή για αυτό που είμαστε γίνεται εργαλείο χειραγώγησης. Οι άνθρωποι αισθάνονται υπεύθυνοι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και στρέφουν τον θυμό τους προς τον εαυτό ή προς άλλες ευάλωτες ομάδες.
Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο το σύστημα. Η Αριστερά (το μεγαλύτερο τμήμα της) και τα συνδικάτα φέρουν επίσης μερίδιο. Η Αριστερά, σε μεγάλο βαθμό, απομακρύνθηκε από την εργατική τάξη, εστιάζοντας κυρίως σε ζητήματα δικαιωμάτων και όχι σε υλικά-ταξικά συμφέροντα. Παράλληλα, τα συνδικάτα αποδυναμώθηκαν, λόγω τόσο εσωτερικών παθογενειών όσο και των μεταβολών στην αγορά εργασίας. Και τα δύο υιοθέτησαν τη γλώσσα των «από πάνω», εγκαταλείποντας τη γλώσσα των «από κάτω», όπως τονίζει ο Εριμπόν στο βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς». Ετσι, η εργατική τάξη άρχισε κι αυτή να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του αντιπάλου. Αυτή η απώλεια ταξικής ταυτότητας άνοιξε τον δρόμο στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Οσοι αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από τις παραδοσιακές δομές στρέφονται σε πιο οικεία σχήματα: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, ρατσισμός. Ο κοινωνικός θυμός δεν στοχεύει προς τα πάνω, αλλά διοχετεύεται στους αδύναμους (μετανάστες, φτωχούς, διαφορετικούς) και όσους/-ες τους υποστηρίζουν. Ετσι, η ταξική αγανάκτηση μετατρέπεται σε εθνικιστικό μίσος.
Τελικά, αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η αίσθηση του ανήκειν. Η εργατική τάξη απομακρύνεται από τις αξίες της (συλλογικότητα, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια) και ασπάζεται ένα ατομικιστικό μοντέλο ζωής που δεν προσφέρει ούτε ασφάλεια ούτε ελπίδα. Αντί να διεκδικήσει, απομονώνεται. Αντί να ενωθεί, χωρίζεται.
Αν επιθυμούμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, οφείλουμε να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με την ταξική μας θέση και να αποτινάξουμε την αυτάρεσκη αναφορά στη «μεσαία τάξη» ως καταφύγιο. Γιατί μόνο μέσω της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα δίκαιο και αξιοπρεπές μέλλον. Ας επαναφέρουμε τις ταξικές ταυτότητες, όπως λέει ο Εριμπόν, και ας τονώσουμε αυτό που ήξεραν οι παλαιότεροι: την εργατική περηφάνια.