Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Προγραμματική αντιπολίτευση: Πολύ αργά, αλλά και πάλι η μόνη λύση ως τις 25 Ιούνη

Μια βδομάδα πριν τις εκλογές μιλούσα με την Κατερίνα Λαμπρινού, ένα από τα λαμπρότερα μυαλά πολιτικών επιστημόνων που έχουμε. Τη ρώτησα αν βλέπει ότι είναι δυνατό να δικαιωθεί η προεκλογική πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Μου απάντησε: «Όχι, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που εκλογικά αποδώσει». Εννοούσε ότι το περιεχόμενό της ήταν τόσο προβληματικό, τόσο κενό, που ήταν χαμένο ούτως ή άλλως. Ακόμη κι αν κάτι κέρδιζε…
 
Το αποτέλεσμα των εκλογών μας έβγαλε από το δίλημμα να σκεφτούμε πώς θα ήταν τα πράγματα αλλιώς. Μια μικρή ήττα στις κάλπες θα έκρυβε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της. Αλλά το πρόβλημα θα υπήρχε, και τώρα βοά: Πώς να κάνεις πολιτική χωρίς περιεχόμενο; Πώς να συγκροτήσεις πειστικό αφήγημα μόνο μέσα από προσωποπαγή εκλογοκεντρικά σχήματα; Πώς να συγκροτήσεις λόγο που κινητοποιεί τους νέους ανθρώπους –και όχι μόνο–, κοιτώντας μόνο δεξιά σου; Πόσο καιρό θα απομυζάς τη μαγιά που κερδήθηκε πριν δέκα χρόνια, θεωρώντας ότι έχεις καπαρωμένο το 30% των Ελλήνων;
 
Και, αλήθεια, τώρα που όλο το κατεστημένο της χώρας έχει βαλθεί από την 21η Μαΐου, στις εννιά το βράδυ, να παίξει το χαρτί του ΠΑΣΟΚ, ως της μόνης δύναμης «υπεύθυνης αντιπολίτευσης» τι μέλλει γενέσθαι; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα σκάρτο μήνα να πείσει τον λαό ότι η μόνη δύναμη που μπορεί σοβαρά να αντιπολιτευθεί τη Νέα Δημοκρατία είναι εκείνος. Χωρίς όμως να κάνει μονομέτωπο στο ΠΑΣΟΚ, διότι αυτό θα οδηγήσει σε νέο κόλαφο. Πολύ στενές οι χαραμάδες που απέμειναν στις τέσσερις βδομάδες που έπονται.
 
Πού, αλήθεια, πάνε τα σχέδια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη όταν αυτή τη στιγμή ο κίνδυνος είναι η εκλογική ήττα να οδηγήσει στον πολιτικό αφανισμό υπέρ του κόμματος αυτού; Έτσι, κινδυνεύουμε να βρεθούμε με μια δεξιά κυβέρνηση και με μια ολίγον δεξιά αντιπολίτευση που θα λειτουργεί παραπληρωματικά σε αυτήν…
 
Το χαρακτηριστικό όλων των αυταρχικών δημοκρατιών που δημιουργούνται σήμερα δεν είναι μόνο η αφυδάτωση όλων των θεσμικών αντιβάρων στην εκτελεστική εξουσία. Δεν είναι μόνο οι ανεξάρτητες αρχές που ελέγχονται ασφυκτικά και ο τύπος που εξαρτάται από συμφέροντα κοινά με αυτά που στηρίζουν τις κυβερνήσεις. Δεν είναι μόνο οι μυστικές υπηρεσίες που ελέγχονται προσωποπαγώς από πρωθυπουργούς και το ασκέρι τους. Είναι κυρίως, ότι οι αντιπολιτεύσεις υπάρχουν μεν, αλλά παραπληρωματικά στις κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό των ελλειμματικών δημοκρατιών της εποχής μας είναι ότι οι αντιπολιτεύσεις υπάρχουν για να παραμένουν αντιπολιτεύσεις «υπεύθυνες» και όχι να αρνούνται δομικά τις κυβερνητικές επιλογές. Αυτό δηλαδή που απειλείται να συμβεί στην Ελλάδα.
 
Γι’ αυτό χρειάζεται αντίσταση. Το αφήγημα μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιούνη δεν μπορεί να είναι ούτε αλλαγή, ούτε τίποτε τέτοια υπερφίαλα σχήματα ούτε φυσικά η συνέχιση του αρνητικού λόγου και της καταγγελίας –σε βαθμό δαιμονοποίησης– του Κυρ. Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα χρόνια τώρα, απέτυχε να πείσει ότι μπορεί να γίνει μια καλή κυβέρνηση. Έχει 27 μέρες να πείσει ότι μπορεί να είναι μια καλή αντιπολίτευση.
 
Καλή αντιπολίτευση όμως σημαίνει προγραμματική αντιπολίτευση. Τεκμηριωμένες θέσεις, επεξεργασμένα σχέδια νόμου, γραμμή ευθεία και όχι στροφές που ζαλίζουν και τους επιβάτες και τους έξω. Να διαλέξουμε τρεις ως πέντε άξονες, υγεία, παιδεία, υποκλοπές, ακρίβεια, ενέργεια, παραδείγματος χάρη και να δουλέψουμε αντίστοιχα νομοσχέδια. Να δει ο κόσμος ότι κάτι έχουμε επιτέλους!
 
Το κάζο του ΣΥΡΙΖΑ προήλθε από το γεγονός ότι δεν άρεσε σε κανέναν. Ούτε στο 20% του εκλογικού σώματος, που τον ψήφισε άρεσε καλά-καλά. Πολύ γκρίνια… Τόση που αποκλείεται να μη φαινόταν στην κάλπη. Διότι όταν τόσο μεγάλο μέρος του εκλογικού σου σώματος σε ψηφίζουν χωρίς να εμπνέονται, τότε είναι πολύ λογικό ότι θα μεταδώσει, ως καλός αγωγός, αυτή την αδράνεια και ακηδία, και στο υπόλοιπο, που δεν θα ψηφίσει. Αυτό έγινε: ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς δεν άρεσε. «Δεν αρέσουμε» είχε πει η Μελίνα στον Ανδρέα το 1989. Τότε το ΠΑΣΟΚ όμως είχε 36, και όχι 20%…
 
Το θέμα, λοιπόν, είναι τι λέμε τώρα.
 
Θα ήθελα να ακούσω την επαύριον αυτού του Βατερλώ ότι δεν μας φταίνε οι άλλοι. Φταίμε εμείς που δεν πείσαμε. Όμως ακούω ότι φταίνε οι άλλοι που κυρίως χάρηκαν που πάτωσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
 
Αλήθεια;
 
Κι αν όντως υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει, τι νόημα έχει να το αναδεικνύουμε ως μείζον σήμερα; Θα αλλάξει μήπως; Το ζητούμενο είναι τι λέμε εμείς για τόσους τομείς δημόσιων πολιτικών στους οποίους ο κόσμος περιμένει προτάσεις. Η οδυνηρή ήττα της 21ης του Μάη δεν αφήνει περιθώρια για νέες αυταπάτες. Εύλογα η ΝΔ βλέπει σήμερα τη μοναδική ευκαιρία να ξεφορτωθεί την άβολη κληρονομιά της Αριστεράς στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Γελάνε τα μουστάκια του Βορίδη. Αυτό δεν γίνεται να τους το χαρίσουμε.
 
Το σενάριο «αριστερής παρένθεσης» αρχίζει και αχνοφαίνεται ως μια πιθανή εξέλιξη στην Ελλάδα. Φυσικά, γι’ αυτό δεν ευθύνεται μόνο η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Όπως έγραψε και ο Στρατής Μπουρνάζος, «τα αποτελέσματα είναι θρίαμβος για τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στρατηγική ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Τα δύο αυτά αλληλοσυνδέονται, αλλά έχουν και την αυτοτέλειά τους. Πολιτικά, πιστεύω, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι να ερμηνεύσουμε αυτοτελώς το καθένα, όχι ως απόρροια το ένα του άλλου» (LiFO, 22.5.2023).
 
Εδώ και σε αυτή τη στιγμή το ενδιαφέρον μου δεν εστιάζεται στο πρώτο, αλλά στο δεύτερο. Είναι λάθος να τα αποδίδουμε όλα στο ότι ο κόσμος συντηρητικοποιείται. Ακόμη κι αν αυτό ισχύει, οι άνθρωποι ζητούνε σοβαρότητα. Δεν μπορείς να οικτίρεις το λαό όταν σε φοβάται και να τον αποθεώνεις όταν σε επιδοκιμάζει.
 
Να κλείσω: Η προεκλογική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υποδειγματικά κόλαφος. Ξενέρωσε και τους αριστερούς που θεωρούσε ότι «βρέξει-χιονίσει» θα τον ψηφίσουν και φυσικά κράτησε παγερά αδιάφορους και τους νοικοκυραίους που πάλευε να αρπάξει από τα δεξιά του. Διπλό αρνητικό άθροισμα.
 
Το μήνυμα αποδοκιμάστηκε. Κάποιος όμως το εξέπεμπε αυτό το μήνυμα. Υπήρξε πομπός. Όπως ο Αλέξης Τσίπρας πιστώνεται την εκτίναξη στον εκλογικό σεισμό του 2012 και τις νίκες του ’15, έτσι χρεώνεται και τις έκτοτε ήττες.
 
Όταν το καράβι σκάει στα βράχια, ο καπετάνιος είναι θεμιτό να θέλει να μείνει. Να παλέψει να σώσει «οτιδήποτε αν σώζεται» όσο διαρκεί η μάχη. Μόλις τελειώσει όμως θα πρέπει να κριθεί ή να φύγει.
 
Θα εκτιμούσα ιδιαιτέρως να το είχα ακούσει αυτό από το στόμα του.

Δημήτρης Χριστόπουλος