Χρωστάμε όλοι, το εννοώ όλοι, ένα «συγνώμη» στους δημοσιογράφους που το ξεκίνησαν. Τον Σταύρο Μαλιχούδη και τον Θανάση Κουκάκη. Τους reporters united και το inside story. Χρωστάμε συγνώμη διότι όταν έβγαλαν στο φως τη δυσωδία των παρακολουθήσεων, δεν γυρίσαμε να τους ακούσουμε.
Θυμάμαι ότι προσωπικά τα διάβαζα αλλά δεν έδειξα το ενδιαφέρον που έπρεπε. Ούτε η κοινωνία των πολιτών, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση, μείζονα κι ελάσσονα. Χρειάστηκε να παγιδευτεί ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ για να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της δυσωδίας. Για μήνες ολόκληρους, η ερευνητική δημοσιογραφία το σήκωνε μόνη της. Απολογούμαστε στους ανθρώπους για τη μοναξιά αυτή.
Μάθημα για το μέλλον.
Υπάρχουν όμως κι οι άλλοι δημοσιογράφοι. Παρακολούθησα προσεκτικά τη συνέντευξη τύπου του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι, αν εξαιρέσει κανείς τις ελάχιστες ερωτήσεις από αντιπολιτευόμενα μέσα (στο πρώτο από τα οποία δόθηκε ο λόγος έπειτα από μιάμιση ώρα) που του υπεβλήθησαν σχετικά με τις υποκλοπές, έμοιαζε να ζούμε σε άλλη χώρα. Αν μια τέτοια συνέντευξη γίνονταν εκτός Ελλάδας, τα ¾ των ερωτήσεων θα αφορούσαν τις υποκλοπές. Δεν τιμά τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού τύπου να μην κάνει δύο-τρεις στοιχειωδώς δύσκολες ερωτήσεις σε έναν πρωθυπουργό. Δεν τιμά την ελληνική δημοσιογραφία να κάνει κυρίως ερωτήσεις αβανταδόρικες. Διότι οι περισσότερες τέτοιες ήταν.
“Εργαλειοποίηση”: λέξη πασπαρτού
Κρίσιμη λέξη των ερωτήσεων και των απαντήσεων η «εργαλειοποίηση». Η λέξη της εποχής. Ο Ερντογάν εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες, ο Ανδρουλάκης τις υποκλοπές, οι εχθροί της Ελλάδας εργαλειοποιούν τα σκάνδαλα και πάει λέγοντας. Σκέτη εργαλειοποίηση. Ωραία λέξη: μετακινεί τη συζήτηση και την αντιπαράθεση από την ουσία, από αυτό που συμβαίνει και οδηγεί μόνο στον τρόπο με τον οποίον ο αντίπαλος το διαχειρίζεται. Το «εργαλειοποιεί».
Όμως, τι περίμενε ο πρωθυπουργός;
Ότι θα παρακολουθούσαν τον κινητό του ανθρώπου και θα τους έλεγε «ευχαριστώ»; Ότι ο Ερντογάν έχει σκοπό να παραμείνουν στον αιώνα τον άπαντα τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες στη χώρα του, χωρίς να θελήσει να τους ξεφορτωθεί; Εμείς, αλήθεια, σαν κράτος τι κάναμε ως το 2016; Τους καλωσορίζαμε και τους ευχόμαστε «καλό κατευόδιο» προς το Βορρά… Μήπως και η Ελλάδα εργαλειοποιούσε τους πρόσφυγες; Τέλος, μπορούμε να είμαστε τόσο αμετροεπείς και ασυλλόγιστοι προσφεύγοντας κατά κόρον σε έναν λόγο που ταυτίζει τους πολιτικούς αντιπάλους μιας κυβέρνησης με τους εσωτερικούς εχθρούς; Οφείλουμε να θυμόμαστε πού οδηγεί αυτό.
Όμως η «εργαλειοποίηση» έχει ένα ακόμα «πλεονέκτημα», πέρα από τη μετατόπιση της συζήτησης από την ουσία. Με τη χρήση του όρου, πρόσφυγες γίνονται «εργαλεία» και παύουν να είναι όντα ανθρώπινα, επομένως δεν μπορούν να διεκδικούν μεταχείριση αξιοπρεπή. Δεν έχει σημασία που η ΕΥΠ παρακολουθεί πολιτικό αρχηγό. Σημασία έχει ότι αυτός διαμαρτύρεται. Τέλος, ποιος να φταίει που οι πολιτικοί αντίπαλοι αντιμετωπίζονται ως de facto σύμμαχοι των εχθρών του έθνους; Αυτοί φταίνε. Ας πρόσεχαν να μην προσφέρουν επιχειρήματα σε κανέναν.
Σιωπή λοιπόν και λήθη. Αυτή είναι η υπεραξία της «εργαλειοποίησης». Η κυβέρνηση είναι ο νόμος. Και στα δύσκολα, ο νόμος είναι η κυβέρνηση. «Δεν μπορεί η ΕΥΠ να κάνει παράνομες επισυνδέσεις διότι είναι η ΕΥΠ». Πώς γίνεται να παραβιάσει το νόμο αυτός που τον θεσπίζει;
Ό,τι είναι κυβερνητικό είναι νόμιμο. Για σκεφτείτε το αυτό. Κατά το δίκιο του εργάτη, νόμος είναι το δίκιο της κυβέρνησης.
Η Δεξιά –μάλλον αυτή η κυβέρνησή της – μέσα στην έπαρση και την πεποίθηση ότι ο αντίπαλος είναι μικρός κι ανόητος, δεν κατάφερε να σεβαστεί τους θεσμούς. Τους «εργαλειοποίησε», για να πω τη λέξη που αρέσει στον «κυβερνήτη». Ναι, κι αυτό τ’ακούσαμε στη Θεσσαλονίκη …
Ο κυβερνήτης Μητσοτάκης, λοιπόν, θαμπωμένος από την υποδοχή που του επιφύλαξε το Κογκρέσο των ΗΠΑ, γύρισε πίσω με πανιά και μυαλά φουσκωμένα. Και κάπου εκεί φαίνεται να έχασε για τα καλά την επαφή με τα πράγματα. «Πώς γίνεται να με βρίζουν αυτοί οι άχρηστοι αμόρφωτοι και να με χειροκροτούν οι γερουσιαστές της μεγάλης αυτής χώρας, ως άλλο Ντε Γκόλ;» θα σκέφτονταν μέσα στη μεγαλοπρέπεια της στιγμής…
Κι όμως γίνεται. Αυτό φαίνεται να διέφυγε στην ομάδα του κυβερνήτη.
Γίνεται, διότι από το περσινό καλοκαίρι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Για να μην τρωθεί η εικόνα του σούπερ αποτελεσματικού κυβερνήτη με απώλειες ζωών, κάηκαν μισό εκατομμύριο στρέμματα στην Εύβοια. Κι έτσι φάνηκε πως το Μάτι δεν στοιχειώνει μόνο τον Τσίπρα αλλά και τον Μητσοτάκη. Η αφήγηση της πολιτικής αποτελεσματικότητας –αυτό που κατεξοχήν υποτίθεται πως διέκρινε τους επαγγελματίες αρίστους από τους σκιτζήδες της προηγούμενης κυβέρνησης– κατέρρευσε. Η επιχειρησιακή αναξιότητα έγινε ανυπόφορη στο χιονιά της Αττικής μέσα στο χειμώνα. Τότε δεν μπορούσαμε να εκκενώσουμε και μείναμε στα χιόνια.
Και μετά αποκαλύπτεται η ηθική αναξιότητα. Η ευτελής έκπτωση: μια ολόκληρη κυβέρνηση να μην μπορεί να πάρει τις αποστάσεις της από έναν –και με δικαστική απόφαση– κατά συρροή βιαστή ανηλίκων. Να μην τολμά να πει ότι «με οδύνη μάθαμε κάτι που δεν ξέραμε. Ζητάμε συγνώμη από τον ελληνικό λαό». Και διερωτόμαστε έκτοτε για ποιο λόγο δεν μπορέσανε να κάνουν αυτό το αυτονόητο με το Λιγνάδη. Διότι απλώς δεν μπορούν να αποποιηθούν μια σαρξ εκ σαρκός τους. Όπως όταν κάποτε έλεγαν στους κομμουνιστές για τα εγκλήματα του Στάλιν και αυτοί τα αρνιόνταν ή έλεγαν πως «γίνονται και κάποια λάθη στην ΕΣΣΔ», κάπως έτσι και τούτοι σήμερα. Κι έτσι βυθίζονται στην ηθική ανυποληψία.
Αυτό όμως ακόμη κι ο συντηρητικός κόσμος δεν μπορεί να το αποδεχθεί. Κυρίως, μάλλον, ο συντηρητικός κόσμος.
Τέλος, μετά την πολιτική και την ηθική, ήρθε και η πολιτειακή αναξιότητα. Για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση, κυβέρνηση παρακολουθεί υποψήφιο πολιτικό αρχηγό κι έχει ο θεός να μάθουμε ποιους ακόμη. Πρωθυπουργός θεσμικά ανάξιος που δηλώνει με στόμφο πως «δεν τολμά να μάθει ποιους παρακολουθεί η ΕΥΠ». Λες και κυρίαρχος στη χώρα δεν είναι αυτός αλλά η υπό τον ίδιο υπηρεσία πληροφοριών.
Τουλάχιστον ένας προκάτοχός του είχε τη δύναμη να διερωτηθεί δημοσίως «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» και να τα μαζέψει για Παρίσι. Ο κύριος Μητσοτάκης όμως δεν έχει αυτήν την πολυτέλεια. Διότι αυτός κυβερνά αυτόν τον τόπο. Γι’αυτό πρέπει να παραιτηθεί.
Η πολιτική ευθύνη δεν είναι σχήμα λόγου. Στη δημοκρατία τους αιρετούς αφορά. Όχι μετακλητούς. Αν την αρμοδιότητα της ΕΥΠ την είχε υπουργός, θα ήταν ήδη παρελθόν. Ο πρωθυπουργός γιατί όχι;
Αυτήν αξίζουμε για «κανονικότητα»;
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Καθηγητής Πολιτειολογίας Παντείου Πανεπιστημίου