O Δημήτρης Χριστόπουλος εξηγεί γιατί προκαλεί εκνευρισμό η αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας σε 10 γόνους των Γλύξμπουργκ.
«Μα γιατί διαμαρτύρεσαι; Δεν μπορεί η Ελλάδα των 50 ετών της Τρίτης Δημοκρατίας να δείξει μια γενναιοδωρία στον τέως; Τι έχει να φοβάται; Κάπως έτσι δεν θα κλείσει ο κύκλος της αντιπαράθεσης γύρω από το πολιτειακό σε μια ώριμη δημοκρατία;»
Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα μου έθεσε καλός συνάδελφος με αφορμή την αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας από 10 γόνους των Γλύξμπουργκ την Παρασκευή. Μήπως έχει δίκιο; Μήπως, είναι όντως ένα ασήμαντο ζήτημα ότι το Μαξίμου επισπεύδει για τους τέως με πρωταγωνιστή έναν φιλομοναρχικό υπουργό Επικρατείας; Μήπως είναι αδόκιμοι οι συνειρμοί με το unfair του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το πολιτειακό δημοψήφισμα; Μήπως απλώς μας δουλεύουν και πέφτουμε θύματα εκείνων που θέλουν λίγο να διασκεδάσουν με την αντιμοναρχική αλλεργία των Ελλήνων;
Γιατί όντως, το ζήτημα πραγματικό δεν είναι, αλλά μόνο συμβολικό. Αξίζει τον κόπο η αγανάκτηση που προκαλεί;
Εν μέρει ναι, και θα το πω όσο πιο απλά τα καταφέρω.
Το ζήτημα με την ιθαγένεια – όχι μόνο στην Ελλάδα – δεν είναι μόνο ποιους προτιμάς, αλλά ποιους αποκλείεις συνάμα. Αυτό λοιπόν που εξοργίζει στην περίπτωση για την οποία συζητάμε δεν είναι οι ιστορικοί συνειρμοί μόνο. Είναι ότι τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει κάνει Γολγοθά την πολιτογράφηση των μεταναστών που βγάζουν το ψωμί τους στην Ελλάδα τιμώντας με τον ιδρώτα τους τη χώρα, εμφανίζει μια προπέτεια στο να σκορπίζει αριστερά και δεξιά τιμητικές ιθαγένειες και όλως κατ΄ εξαίρεση στο να κάνει Έλληνες πολίτες την τέως βασιλική οικογένεια.
Αυτό είναι το κρίσιμο. Γι’ αυτό καλύτερα ας μη μιλάμε για γενναιοδωρία της δημοκρατίας μας στους αριστοκράτες γαλαζοαίματους, όταν οι απλοί άνθρωποι που ζούνε εδώ βιώνουν την εκδοχή της μηδαμινά γενναιόδωρης χώρας. Και μη μου λέει ο συνάδελφος «μην το κάνεις θέμα, η δημοκρατία μας δεν απειλείται». Το γνωρίζω αυτό καλά. Αυτό μας έλειπε! Αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση ήταν εξίσου ανοιχτόκαρδη με αυτούς που είναι η πραγματική ομάδα στόχου κτήσης της ιθαγένειας, προσωπικά θα με ένοιαζε πολύ λιγότερο η υπόθεση των τέως.
Όχι όμως και καθόλου.
Και αυτό διότι τα δέκα άτομα που απέκτησαν την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024 την ελληνική ιθαγένεια συνεχίζουν να περιφέρουν διεθνώς τους τίτλους ευγενείας που το ελληνικό πολίτευμα τους αφαίρεσε. Ακόμη και την αίτηση αναγνώρισης της ιθαγένειας με τα «Αυτού Εξοχότης» και «Μεγαλειότης» την υποβάλανε. Αντιθέτως, ο πρώτος που πήρε το όνομα Ντε Γκρες, ο Μισέλ ντε Γκρες, θείος αλλά και συνομήλικος του Κωνσταντίνου, είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων διαδοχής στον ελληνικό θρόνο από το 1965. Εντελώς άλλες περιπτώσεις λοιπόν.
Μα θα μου πει κανείς, ο νόμος του ’94 προβλέπει ειδικά ότι θα κάνουν δήλωση νομιμοφροσύνης στο πολίτευμα, επομένως γιατί να μη χαιρόμαστε που επιτέλους τώρα το κάνουν, ενώ τόσο καιρό απείχαν; Η άποψή μου είναι ότι η δήλωση που προβλέπει ο νόμος του ΄94, με τον οποίον αποκτούν ιθαγένεια οι τέως, είναι ένας ανούσιος νομικός βερμπαλισμός. Είναι αυτονόητο – πιο αυτονόητο δεν γίνεται – ότι η κτήση της ιθαγένειας οποιουδήποτε κράτους συνεπάγεται, όχι απλώς δήλωση αλλά, όρκο νομιμοφροσύνης στην πολιτεία. «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην Πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντα μου ως Έλληνας πολίτης» λέει ο Κώδικας. Λίγα λόγια και καλά.
Ο διάβολος κρύβεται στις νομικές λεπτομέρειες
Εδώ πάλι θα αντέτεινε κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ορκιστούν διότι, τυπικώς, δεν αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια. Αυτή εξάλλου δεν τους αφαιρέθηκε ποτέ, αλλά απλώς τους αναγνωρίζεται ως ήδη υπάρχουσα υπό την προϋπόθεση ότι θα συμμορφωθούν στο νόμο. Εδώ όμως έχουμε νέο πρόβλημα για το οποίο υπεύθυνος είναι ο νόμος του 1994 και όχι οι τέως.
Κι όμως: η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη για την τέως βασιλική οικογένεια έλκεται απολύτως και αποκλειστικά από την ιδιότητα του αρχηγού του κράτους. Για τα πρόσωπα αυτά, η ελληνική ιθαγένεια υπήρξε αποκλειστικά συνυφασμένη με την ενεργή ιδιότητά τους ως βασιλέων. Άπαξ σταμάτησαν να είναι βασιλική οικογένεια, παύει η νομική βάση του να είναι Έλληνες. Απλό μου φαίνεται. Ούτε δημοτολογημένοι εξάλλου ήταν (διότι δεν είναι “κοινοί θνητοί”), ούτε κανονικές ληξιαρχικές πράξεις γέννησης έχουν. Αυτά είναι γνωστά. Η δυναστεία των Γλύξμπουργκ έγιναν Έλληνες επειδή βασιλεύσαν τη χώρα και μόνο γι’ αυτό και όσο καιρό αυτό διήρκεσε. Εφόσον καταργήθηκε η μοναρχία, δεν βλέπω νόμιμη βάση κατοχής ελληνικής ιθαγένειας.
Άπαξ οι Γλύξμπουργκ – το νέο επίθετο με εξοργίζει – δεν κάνουν αίτηση πολιτογράφησης, η «αναγνώριση» της ελληνικής ιθαγένειας φοβούμαι ότι δεν μπορεί παρά να έχει αναδρομική ισχύ, δηλαδή να ανατρέχει στη γέννησή τους. Και τούτο διότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, η «αναγνώριση ιθαγένειας» ισοδυναμεί με κτήση της ιθαγένειας από γέννηση. Αυτό προβλέπει ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας. Προφανώς, το Υπουργείο Εσωτερικών θα έχει σκεφτεί αυτό το σκόπελο, αλλά όση ερμηνευτική μαεστρία και να επιστρατεύσει δεν βλέπω πώς μπορεί να τον ξεπεράσει.
Ποιους τελικά θέλουμε πολίτες;
Στα δύσκολα χρόνια των Μνημονίων, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη τομή στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας, σε δύο δόσεις. Το 2010 και το 2015, με κυβερνήσεις αντίστοιχα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Ο νόμος του 2010 ήταν ο τελευταίος «κανονικός» νόμος που ψηφίστηκε στην Ελλάδα πριν το πρώτο μνημόνιο, ο νόμος του 2015 ο τελευταίος που ψηφίστηκε πριν το τρίτο. Πανουργία της ιστορίας! Αν οι δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες είχαν αργήσει έστω και λίγο, τότε μάλλον τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
Από τότε είχε φανεί ότι οι πολιτικές συγκλίσεις των κομμάτων στο θέμα «ιθαγένεια» διαπερνούσαν την κυρίαρχη τότε διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Κοινώς, τα στρατόπεδα εδώ ακολουθούσαν και συνεχίζουν και ακολουθούν την παραδοσιακή τομή «Δεξιά-Αριστερά» με τρόπο πολύ συνεπέστερο από τα Μνημόνια: Χρυσή Αυγή, ΛΑΟΣ, Ανεξάρτητοι Έλληνες και Νέα Δημοκρατία από τη μία, οι υπόλοιποι από την άλλη.
Λογικό και αποκαλυπτικό συνάμα. Το σε ποιους δίνουμε και από ποιους στερούμε τη δυνατότητα της ιδιότητας του πολίτη δείχνει για μας τους ίδιους κάτι: τι πολιτική κοινότητα θέλουμε. Ποιους θέλουμε για συμπατριώτες. Κάποιοι θέλουν τους Ντε Γκρες, διασημότητες του διεθνούς τζετ σετ ή επενδυτές και κάποιοι άλλοι αυτούς που ζούνε, εργάζονται, ευτυχούν και υποφέρουν μαζί μας σε αυτόν τον τόπο. Θα μου πεις κανείς «γιατί όχι και τους δύο;» Την απάντηση τη δίνει η ίδια η κυβέρνηση που την στερεί από τους τελευταίους.
Εμείς, ας διαλέξουμε.
Δημήτρης Χριστόπουλος