Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Ποιο είναι το ελληνικό «We the people» σήμερα;

Οι τρεις πιο διάσημες λέξεις του αμερικανικού συντάγματος είναι οι πρώτες στο προοίμιό του. Αυτές που απαντάνε στο ερώτημα ποιος υιοθετεί το σύνταγμα: “We, the People.” Ποιο είναι το νέο υποκείμενο που συγκροτείται δια της Επανάστασης και δια του οποίου περνάμε στην εποχή των ελεύθερων εθνών: «Εμείς ο λαός».

Η επανάσταση είναι υπαρξιακή πράξη. Συμπυκνώνει με βία το κατεξοχήν πολιτικό επίδικο, την εξουσία: ποιος την έχει, ποιος τη διεκδικεί, ποιος την αμφισβητεί, ποιος την παίρνει. Ποιους θέλουμε, ποιους διώχνουμε, ποιους αντέχουμε, ποιους προτιμάμε, με ποιους πάμε και ποιους αφήνουμε.

Το δίλημμα συμπερίληψης ή αποκλεισμού από το πολιτικό σώμα είναι μόνιμο και αναπόδραστο, η επανάσταση όμως το συμπιέζει, το κονιορτοποιεί στον πολιτικό χρόνο και το φτάνει με ζόρι στο απώτατο όριό του. Πιο αιχμηρό δεν γίνεται. Αυτό σημαίνει επανάσταση: βίαιη ανατροπή και όραμα χειραφέτησης. Αυτό ήταν το 1821.

Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου

Όταν την πρωτοχρονιά του 1822 η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου συνομολογούσε πως οι χριστιανοί κάτοικοι της χώρας είναι  Έλληνες, δεν έκανε επίδειξη πίστης και θρησκευτικότητας, πολλώ δε μάλλον θρησκοληψίας. Στην περίπτωση των τριών Εθνοσυνελεύσεων της Επανάστασης, η βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1821 είναι ρεπουμπλικανική και συμπεριληπτική.  Όσοι ζούνε εδώ και όσοι έρθουν για να πάρουν τα όπλα απέναντι στον δυνάστη είναι πολίτες: το πιο ατόφιο δίκαιο του εδάφους που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα.

Την ίδια στιγμή το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου του 1822 μεριμνά για δύο ακόμη κατηγορίες, τους «έξωθεν ελθόντες» και τους «ξένους» που έχουν την επιθυμία να πολιτογραφηθούν. Οι «έξωθεν ελθόντες» είναι οι χριστιανοί ετερόχθονες, ενώ οι «ξένοι» είναι οι Δυτικοί φιλέλληνες. Με δυο λόγια, το 1821-1822,  Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι ενός επαναστατικά ιδρυμένου κράτους.

Το επαναστατικώ δικαίω νεοσύστατο κράτος πρέπει με κάποιον τρόπο να δημιουργήσει λαό. Πού θα βρεις λαό, αν όχι στο έδαφός σου; Συνάμα, όχι όποιον – όποιον, αλλά χριστιανό. Η αφετηρία της συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής κοινότητας αναπόδραστα σημαδεύεται από την υπαγωγή στο ορθόδοξο γένος.

Αυτό όμως δεν ήταν προϊόν φυλετισμού. Άλλο το “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” του 1967 κι άλλο το “Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι  Έλληνες” των τριών επαναστατικών συνταγμάτων του 1822, του 1823 και του 1827. Στην πρώτη περίπτωση η θρησκεία είναι το όριο αποκλεισμού από το έθνος των εθνικοφρόνων, στη δεύτερη είναι το φίλτρο της υπαγωγής στο «We, the People» που γεννιέται απέναντι στον μουσουλμάνο δυνάστη. Παντελώς άσχετα και ασύμβατα!

Η ταυτότητα των εξεγερμένων ετεροκαθορίζεται: το ελληνικό «We, the People» συγκροτείται από την αντίστιξή του με την οθωμανική κυριαρχία. «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι όσοι έλαβον και θα λάβουν τα όπλα κατά της οθωμανικής δυναστείας» διαβάζει κανείς στο Κεφάλαιο Β΄ του Συντάγματος της Τροιζήνας.

Ήδη δηλαδή από τα πρώιμα συνταγματικά κείμενα αυτό το στοιχείο επαναστατικού βολονταρισμού κυριαρχεί. Φυσικά δεν υπήρξαν και πολλοί μουσουλμάνοι που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατών, αλλά φαίνεται πως όσοι -Αλβανοί κατά τεκμήριο- το έκαναν ενδεχομένως και να δικαιώθηκαν διά της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.

Το 1835, με τον πρώτο νόμο περί ιθαγένειας, κλείνει ο κύκλος του δικαίου του εδάφους. Εφεξής  Έλληνας είναι “ο εξ  Έλληνος πατρός γεννηθείς”, πλην όμως οι διαρκείς εδαφικές προσαρτήσεις της χώρας (1864, 1881, 1913, 1918) μετατρέπουν μαζικά σε  Έλληνες τους κατοίκους των νέων εδαφών. Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας του “Έλληνας γίνεσαι”.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Μετά το 1922 κλείνει ο κύκλος της συμπερίληψης. Η ανησυχία πλέον είναι πώς θα ξεφορτωθούμε αυτούς που δεν καταφέραμε να «κάνουμε  Έλληνες» ή αυτούς που δεν «γίνονται».  Όσοι αλλογενείς δεν ανταλλάχθηκαν μπορούν εφεξής να στερούνται την ιδιότητα του πολίτη. Έως το 1923 το ερώτημα της ιθαγένειας είναι να συμπεριλάβει, να ενσωματώσει, να δημιουργήσει  Έλληνες.

Μετά τις ανταλλαγές ο στόχος δεν είναι πλέον “να κάνουμε  Έλληνες” τους κατοίκους των νέων εδαφών, αλλά να ξεσκαρτάρουμε τους άξιους από τους “ανάξιους  Έλληνες”. Από το 1926 έως το 1998 κάθε λογής μειονοτικοί στερούνται την ελληνική ιθαγένεια, καθώς κρίνεται πως δεν πληρούν τα προσόντα αφοσίωσης που αξιώνει η ιδιότητα του πολίτη: Εβραίοι, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Τούρκοι, Αλβανοί σε διαφορετικές περιστάσεις και σε διαφορετικό βαθμό αντιμετωπίζονται ως κατεξοχήν αλλογενείς πληθυσμοί.

Από τη δεκαετία του 1940 έως το τέλος της επταετίας στους “ανάξιους  Έλληνες” συμπεριλαμβάνονται οι κομμουνιστές. Η πρακτική της αφαίρεσης της ιθαγένειας είναι η κατεξοχήν έκφραση της πολιτικής του αποκλεισμού.  Όπως στο αστικό δίκαιο η αποκλήρωση είναι η στιγμή που οι γονείς διώχνουν τα παραστρατημένα τέκνα τους, στο δημόσιο δίκαιο η στέρηση της ιθαγένειας είναι το αντίστοιχο. Αν δεν είσαι αφοσιωμένος στο κράτος, τότε δεν είσαι άξιος να είσαι πολίτης.

Δύο αιώνες, το ελληνικό «We, the People» έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου. Είναι η αντανάκλαση μίας ταραγμένης πορείας στην οποία συναντιούνται συνοριακές αναδιατάξεις, πληθυσμιακές μετακινήσεις, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις που διαπλέκονται με αυτές. Αν κάτι αναδύεται από τη μεταβολή, είναι η μεταβολή η ίδια.

Τίποτα δεν έμεινε στατικό. Ούτε -και κυρίως αυτό- ο τρόπος εννοιολόγησης και σύλληψης του ποιοι είμαστε. Περάσαμε από το επαναστατικό δίκαιο του εδάφους στο δίκαιο του αίματος, από τη συμπερίληψη στον αποκλεισμό, από τον ιδεολογικό φυλετισμό του Ψυχρού Πολέμου στις πρόσφατες τομές γύρω από την απόδοση ιθαγένειας στην Ελλάδα της μετανάστευσης. Και σήμερα, ως νέοι εξόριστοι στο Αιγαίο, οι πρόσφυγες, όπως κάποτε οι αντιφρονούντες.

Η κατανόηση της μεταβολής και η συνακόλουθη παρακολούθηση του εκκρεμούς δεν πρέπει να οδηγεί στον σχετικισμό ούτε σε υπόκλιση στην ακαταμάχητη γοητεία της ανυπέρβλητης ελληνικής ιδιαιτερότητας. Πολλά τα ιδιαίτερα στην ελληνική πολιτική ιστορία, όπως και σε όλες τις εθνικές ιστορίες, τίποτε όμως ασύγκριτο. Ζούμε σε μια συναρπαστική χώρα, με ακόμη πιο συναρπαστική ιστορία, πλην όμως όλα συγκρίνονται στα συμφραζόμενά τους. Κανένα μοναδικό δεν είναι μόνο του.

Ποιοι θέλουμε να είμαστε;

Εξ ορισμού είναι δύο οι πολιτικές στρατηγικές: η μια αφορά την ένταξη, συμπερίληψη, ενσωμάτωση (χρησιμοποιώ ως ταυτόσημες τις λέξεις) και η άλλη τον αποκλεισμό ή την έξωση. Ποιους θέλουμε και ποιους όχι με δυο λόγια. Ποιοι θέλουμε να είμαστε; Το κατεξοχήν πολιτικό ερώτημα της σύνθεσης κάθε πολιτικής κοινότητας. Στο ποιοι ανήκουν στον λαό η ελληνική πολιτεία την άνοιξη του 2010 και το καλοκαίρι του 2015 έδωσε μια απάντηση προσπαθώντας να υιοθετήσει έναν συμπεριληπτικό Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.

Την πρώτη φορά, το 2010, η στρατηγική της συμπερίληψης φάνταζε σχεδόν ουτοπία. Το “Έλληνας γεννιέσαι” δεν το συναντούσαμε μόνο στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος, αλλά ήταν το κεντρικό επιχείρημα της συντηρητικής παράταξης και του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν ανέτρεψε το πρώτο βήμα του 2010. Κι όμως, το βήμα έγινε.

Εφεξής ισχύει το διπλό δίκαιο του εδάφους. Είναι πλέον λιγότερο από θέμα μιας γενιάς όλα τα εγγόνια μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα να αποκτήσουν αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια. Να το συνειδητοποιήσουμε! Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση ένας κύκλος φαίνεται να κλείνει. Οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι ή θα γίνουν άμεσα  Έλληνες πολίτες ανεξάρτητα αν οι γονείς τους είναι ξένοι.

Η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της τομής είναι το γεγονός ότι σήμερα, μόλις πέντε χρόνια μετά τη θέσπισή της, κανείς στα σοβαρά δεν σκέφτεται να την αμφισβητήσει. Είναι ενδεικτικό πως, μολονότι η κτήση ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών με τη γέννηση ήταν αυτό που πραγματικά εξαγρίωνε την Νέα Δημοκρατία (περισσότερο το 2010 και λιγότερο το 2015), πλέον φαίνεται όχι απλώς να το έχει χωνέψει, αλλά να μην ενοχλείται κιόλας.

Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι στην πρόσφατη αλλαγή των όρων πολιτογράφησης επί το αυστηρότερον για τους ενηλίκους ούτε καν τέθηκε θέμα για την κτήση της ιθαγένειας των παιδιών.

Σε αυτό το ερώτημα -στο πώς ορίζουμε τους εαυτούς μέσω των άλλων- παραπέμπει η όποια ανάγνωση της ιστορικής αφετηρίας της Ελλάδας. Και σε αυτό το ερώτημα δεν θα βρούμε την απάντηση σε μια έτοιμη συνταγή του παρελθόντος: θα ήταν αδιανόητο και εντελώς ξένο εξάλλου με το πνεύμα της ίδιας της Επανάστασης του 1821 σήμερα να λέγαμε πως «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας». Για την ακρίβεια αυτό ακριβώς λένε σήμερα οι εκπρόσωποι του ελληνικού φυλετισμού.

Τόσο το φόβητρο του αποκλεισμού όσο και η προοπτική της κοινωνικής και πολιτικής συμπερίληψης έχει μια μακρά παράδοση που διαπλέκεται με τη διαρκή κίνηση ανθρώπων που έζησαν, ζουν και θα ζουν σε αυτόν τον τόπο. Το να μετατοπίζουμε διαρκώς το κατώφλι εις βάρος του αποκλεισμού είναι πολιτικά κρίσιμο για το δημοκρατικό μέλλον της χώρας αυτής.

Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών (1787)

Εμείς, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να δημιουργήσουμε μία τελειότερη ένωση, να εγκαθιδρύσουμε δικαιοσύνη, να εξασφαλίσουμε ηρεμία στο εσωτερικό, να φροντίσουμε για την κοινή μας άμυνα, να προωθήσουμε τη γενική ευημερία και να διασφαλίσουμε τις ευλογίες της ελευθερίας για εμάς και τους απογόνους μας, ορίζουμε και θεσμοθετούμε αυτό το σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος (1822)

Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν  Έλληνες και απολαμβάνουσιν, άνευ τινός διαφοράς, όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Όλοι οι  Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως, ή βαθμού, ή κλάσεως, ή αξιώματος.

Όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των νόμων. Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν  Έλληνες.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πηγή: Η Αυγή