Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Ποιες κυρώσεις για τους αντιεμβολιαστές;

«ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ το πρόστιμο για τον μη εμβολιασμό και όχι ένα πρόστιμο επειδή κάποιος δεν φοράει μάσκα στη μηχανή ή ζώνη στο αυτοκίνητο;»
Αυτό με ρώτησε ένας φίλος, με τον οποίο σχεδόν πάντα συμφωνούμε. Απαντώ: το εμβόλιο είναι ιατρική πράξη. Το κράνος ή η ζώνη δεν είναι. Η ιατρική πράξη απαιτεί, με βάση τις συνταγματικές διατάξεις και επιταγές της ημεδαπής και διεθνούς έννομης τάξης, την ενήμερη συναίνεση κάθε εμβολιαζόμενου χωριστά.
Το να μην κάνεις εμβόλιο δεν γίνεται να ποινικοποιηθεί από μόνο του, διότι εισάγει ρωγμή σε αυτή την αρχή: ότι το σώμα μας το διαθέτουμε ελεύθερα. Ελεύθερα όμως δεν σημαίνει χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς.
«Μα δεν βλέπεις ότι κάνουμε τη ζωή μας πιο δύσκολη; Δεν βλέπεις ότι απειλούμαστε; Αν δεν κάνουν το εμβόλιο και πεθάνουν πολλοί από αυτούς, θα γεμίσουν οι ΜΕΘ και θα πεθάνουν κι άλλοι;»
Το βλέπω και συμφωνώ, αλλά το να συναινώ συνειδητά στην επικείμενη ιατρική πράξη στο σώμα μου είναι η ανυπέρθετη αρχή στην οποία δεν χωράει καμία ρωγμή. Καθολική υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν είναι νοητή σε μια κοινωνία που καθείς έχει δικαίωμα να ορίζει ελεύθερα το σώμα του. Ειδάλλως, ανοίγουμε τον δρόμο στις χειρότερες ατραπούς που γνώρισε η ανθρωπότητα.
«Δηλαδή, καμία κύρωση για τους αντιεμβολιαστές;»
Πολλές κυρώσεις –και μάλιστα αποτελεσματικότερες από το σπασμωδικό κατοστάρικο‒, πλην όμως ανυπερθέτως όχι μία, τον σωματικό καταναγκασμό. Ούτε συμβολικά, διά της ποινικοποίησης του μη εμβολιασμού.
Το να κάνω το εμβόλιο, είτε μ’ αρέσει είτε όχι, ώστε να μπορώ να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο, να μπαίνω σε σούπερ-μάρκετ, να χρησιμοποιώ μέσα μαζικής μεταφοράς, να μπαίνω στον χώρο εργασίας μου, εφόσον εκεί υπάρχει συγχρωτισμός με άλλους ανθρώπους, είναι δική μου επιλογή. Δεν είναι απολύτως «ελεύθερη», αλλά μπορώ να την έχω. Ωστόσο, αν την αποφασίσω, θα πρέπει να υποστώ τους όρους που η οργανωμένη συμβίωση επιβάλλει για την κοινωνικοποίησή μου σε αυτούς τους χώρους. Αν παραβιάζω αυτούς τους κανόνες, πρέπει να μου επιβληθούν βαρύτερες κυρώσεις από ένα εκατοστάρικο.
«Μα αυτή είναι μια πλασματική, μια ψευδο-συναίνεση, καθώς ουσιαστικά καθιστούμε το εμβόλιο μονόδρομο, αποκλείοντας τα πάντα για εκείνον που δεν θέλει να εμβολιαστεί».
Πιθανώς, ωστόσο, καμία συναίνεση δεν είναι ανέφελη σταθμίσεων. Έτσι έχει η ζωή μας. Άλλο οι κοινωνικές δεσμεύσεις κι άλλο ο νομικός καταναγκασμός: δεν δουλεύουμε μεροκάματο επειδή μας υποχρεώνουν νομικά, αλλά για να βγάλουμε το ψωμί μας. Η επέκταση της μη πρόσβασης σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο χωρίς εμβολιασμό είναι νομικά θεμιτότατο μέτρο ‒ και ξαναλέω: με κυρώσεις βαρύτερες από το εκατοστάρικο. Η απόλυση ενός εργαζόμενου που αρνείται να εμβολιαστεί (ενώ μπορεί) είναι πολύ πιο επώδυνη από ένα πρόστιμο. Έτσι δεν είναι;
Καμιά ελευθερία δεν είναι ανέφελη
Στη δημοκρατία μας η κοινότητα αποφάσισε να προστατευτεί με το εμβόλιο. Ας ασκήσουμε ό,τι κριτική θέλουμε σε αυτό: ότι η διασπορά του ιού δεν σταματά με ένα εμβόλιο, ότι χρειαζόμαστε μέτρα δημόσιας υγείας και όχι τιμωρίας, ότι οι εμβολιασμένοι πιθανώς μεταδίδουν το ίδιο, ότι δεν γίνεται να παστώνονται έναν χρόνο τώρα στα λεωφορεία οι άνθρωποι και να προσποιούμαστε πως προφυλασσόμαστε, ότι όλα γίνονται για την αποσυμφόρηση των ΜΕΘ και όχι για την αναχαίτηση του ιού… Χίλια «ότι» μπορεί να βρει κανείς να πει. Κι ευτυχώς που είμαστε σε δημοκρατία και τα συζητάμε ελεύθερα. Όλα αυτά όμως δεν αναιρούν την ανάγκη για εμβόλιο.
Η απόφαση για εμβολιασμό δεν είναι προϊόν ούτε πραξικοπήματος ούτε επιφοίτησης. Έτσι ξέρουν οι κοινωνίες να προφυλάσσονται υγειονομικά ακόμη και σε βάρος άλλων τρόπων, που τους έχουμε ξεχάσει. Και σε τελευταία ανάλυση, αυτό αποφασίσαμε και σήμερα, όχι μόνο για λόγους ατομικής υγείας αλλά για λόγους προφύλαξης αυτής της κοινότητας. Το εμβόλιο δεν προστατεύει μόνο το άτομο αλλά και την κοινότητα από το άτομο. Γι’ αυτό θέλουμε ο κόσμος να εμβολιάζεται, όχι μόνο για να προφυλάξει καθείς τον εαυτό του αλλά και το σύνολο από τον καθένα.
Αν συνάνθρωποί μας δεν θέλουν να εμβολιαστούν για λόγους συνείδησης, είναι όντως ελεύθεροι να το πράξουν. Δεν θα είναι όμως μια ανέφελη ελευθερία. Καμία ελευθερία δεν είναι ανέφελη, πόσο μάλλον μέσα στην πανδημία. Θα είναι μια πολύ δύσκολη επιλογή. Η συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία δικαιούται, υποχρεούται μάλλον στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος, να επιβάλει κυρώσεις.
Επιμένω, είναι κρίσιμη η διάκριση. Το να μην κάνει κανείς εμβόλιο από μόνο του δεν είναι παράνομη πράξη που δικαιολογεί πρόστιμο. Παράνομη πράξη που θα δικαιολογούσε και βαρύτερη κύρωση είναι να μην κάνει εμβόλιο και να πηγαίνει στη λαϊκή, να μπαίνει στα λεωφορεία, να πηγαίνει στο εργοστάσιο και πάει λέγοντας. Το να μην εμβολιάζεται κανείς, από μόνο του, δεν μπορεί να ποινικοποιείται διά προστίμου.
Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ώστε να διευκολύνουμε τη συζήτηση στο εξής απλό: υποχρεωτικότητα του εμβολίου δεν σημαίνει σπασμωδικός σωματικός καταναγκασμός με κατοστάρικα σε εξηντάρηδες και όχι σε πενηνταοκτάρηδες π.χ. Σημαίνει λήψη μέτρων ώστε η ζωή στην κοινότητα για εκείνους που αποφασίζουν τον μοναχικό δρόμο της άρνησης του εμβολίου να γίνει δυσκολότερη. Δυσάρεστο, αλλά αναγκαίο.
Σε τελευταία ανάλυση, ο άνθρωπος που φανατικά έχει αποφασίσει να εκτεθεί στον κίνδυνο του ιού για λόγους συνείδησης δεν θα καμφθεί από το εκατοστάρικο. Θα μανιώσει περισσότερο και ο διχασμός θα εδραιώνεται.
Καταλήγω, λοιπόν, με ένα γενικότερο συμπέρασμα. Οι πολιτικές ελίτ των ανεπτυγμένων κρατών της εποχής μας έχουν προ πολλού πάψει να ακούνε την πλέμπα. Ό,τι κι αν αυτή λέει, της βάζουν την ταμπέλα της καταφρόνιας, του «λαϊκισμού», της «οπισθοδρόμησης» και τελειώνουν τη συζήτηση. Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως. Όταν δεν ακούς τον άλλον, θα έρθει η στιγμή που θα σταματήσει να σε ακούει κι αυτός. Αυτοί που κάποτε συστηματικά αποθέωναν, σήμερα μανιακά απαξιώνουν. Όσο δεν πάει άλλο. Η άρνηση του εμβολίου, της απογραφής και οποιουδήποτε άλλου πράγματος προκύψει στο μέλλον είναι ακριβώς η θλιβερή ένδειξη αυτής της νέας τάσης της εποχής μας. Της τάσης που γεννά την απαξίωση της δημοκρατίας που ασθμαίνει.
Αυτή είναι η post-Covid πανδημία της Δύσης, που τα κατοστάρικα φέρνουν ολοένα και πιο απειλητικά κοντά μας.

Δημήτρης Χριστόπουλος

Πηγή: lifo