Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Η Τουρκία “ασφαλής τρίτη χώρα”, η Ελλάδα ανασφαλής δεύτερη

Πολλές και πολλοί κινητοποιήθηκαν, κι ο Έλληνας Πρωθυπουργός μαζί, όταν απορρίφθηκε το αίτημα ασύλου ενός αριστούχου μαθητή από την φτωχότερη χώρα της Δυτικής Αφρικής, τη Γουινέα, που ζει τρία χρόνια στην Ελλάδα. Και είναι βέβαια ωραίο που μας ακουμπάει και μας κινητοποιεί ο νεαρός Σαϊντού Καμαρά, ωστόσο χρειάζεται, με αφετηρία αυτόν, να δούμε και λίγο πίσω από τη σκηνή μιας ατομικής διευθέτησης. Η υπόθεση Καμαρά δεν είναι μονόπρακτο.

Η πιθανότητα χορήγησης ασύλου στην Ελλάδα για τους περισσότερους αιτούντες που έχουν έρθει από την Τουρκία, είναι πλέον σχεδόν αδύνατη. Το αίτημά τους ούτε καν εξετάζεται. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό δεν αφορά την πατρίδα τού Καμαρά: είναι ελάχιστοι οι πολίτες Γουινέας που καταφέρνουν να φτάσουν στην Τουρκία και μετά να περάσουν στη χώρα μας. Αφορά όμως, Σομαλούς, Αφγανούς, Σύρους, Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς. Την συντριπτική πλειοψηφία των δυνητικά αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα. Αυτοί ούτε καν αίτημα μπορούν να υποβάλουν, αφού η Τουρκία θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα. Το αίτημα απορρίπτεται πριν καν υποβληθεί. Στην Τουρκία δεν κινδυνεύουν, επομένως ας μείνουν εκεί. Αυτό σημαίνει «ασφαλής τρίτη χώρα». Η ιδιότητα αυτή της Τουρκίας ήταν λογική συνεπαγωγή προκειμένου να μπορεί να στεριώσει το σύστημα που ήθελε να δημιουργήσει η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, το 2016, προβλέποντας την παραμονή όλων στην Τουρκία και την επιστροφή εκείνων που διασχίζουν το Αιγαίο στους γείτονες. Με το αζημίωτο βέβαια: έξι δις ευρώ για την τουρκική κυβέρνηση.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας σε απόφασή του, το 2017, με οριακή πλειοψηφία, έκανε δεκτή αυτή την ιδιότητα της Τουρκίας, προκειμένου να μπορεί η Ελλάδα να επιστρέφει εκεί τους αιτούντες άσυλο που διήλθαν της τουρκικής επικράτειας. Από το 2016 ως το 2020, ο αριθμός των επιστροφών είναι, ωστόσο, ελάχιστος. 2,140, τα τελευταία έξι χρόνια. Η Τουρκία, της οποίας τη συναίνεση απαιτούν οι επιστροφές, είναι σα να φωνάζει στην ΕΕ και την Ελλάδα: Δεν σας φτάνει που κρατώ 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες που θέλουν να έρθουν σε σας, δεν θα σας κάνω το χατίρι να μου επιστραφούν κι αυτοί οι λίγοι που περνάνε στην ΕΕ.
Από το 1991 ως το 2020, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν βρει κάποιες πρακτικές διεξόδους στο πρόβλημα των ανθρώπων που ζητούσαν άσυλο και το αίτημά τους απορρίπτονταν. Αυτή ήταν η ανανέωση της άδειας διαμονής για «λόγους ανθρωπιστικής φύσης»: εδραιωμένη διοικητική πρακτική που έλυνε με τρόπο ευέλικτο το καθεστώς διαμονής μεγάλου αριθμού αλλοδαπών στην Ελλάδα.
Το μήνυμα αποτροπής
Την κατάσταση ανέτρεψε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταργώντας αυτή την ευελιξία στο καθεστώς διαμονής μετά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου. Όπως η ίδια η κυβέρνηση έχει ομολογήσει, το μήνυμα είναι σαφές: «Εκείνα που ξέρατε, να τα ξεχάστε». Η Ελλάδα – «ασπίδα της ΕΕ» προϋποθέτει την εξάρθρωση ενός συστήματος από δικλείδες ασφαλείας μετά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου – δικλείδες ασφαλείας τις οποίες ακόμα και η κυβέρνηση Σαμαρά είχε εγκρίνει με υπουργική απόφαση του 2014.
Οι «ανθρωπιστικοί λόγοι» έχουν αποδειχθεί την τελευταία δεκαετία μαγικό εργαλείο, ελληνικής κοπής, ώστε να βρίσκονται ρεαλιστικές λύσεις στα πλείστα όσα προβλήματα δημιουργεί μια νομοθεσία που αποτρέπει μεν την είσοδο αλλοδαπών αλλά δεν ξέρει τι να τους κάνει άπαξ μπούνε στην επικράτεια, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να τους βγάλει. Αυτό θα το πούνε όλοι όσοι ασχολούνται με το δίκαιο των αλλοδαπών, υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, ειδικοί – και όχι μόνο αριστεροί ή υπερασπιστές των δικαιωμάτων μεταναστών και προσφύγων.
Το 2011, έρχεται μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε βάρος της Ελλάδας και του Βελγίου (η περίφημη MSS) η οποία απαγορεύει στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να επιστρέφουν αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα, ακόμη κι αν αυτοί εισήλθαν στο έδαφος της ΕΕ μέσω της χώρας μας. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δηλαδή ανατρέπει το διαβόητο «Δουβλίνο». Και πήρε αυτή την απόφαση, επειδή έκρινε πως οι συνθήκες κράτησης των ανθρώπων αυτών στην ελληνική επικράτεια συνιστούν, άνευ άλλου τινός, «εξευτελιστική μεταχείριση». Έκτοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις (της τάξης των 284 ανθρώπων το 2020 για να έχουμε μια τάξη μεγέθους) δεν επιστρέφονται αιτούντες άσυλο από την υπόλοιπη Ευρώπη. Το «Δουβλίνο» δηλαδή, ουσιαστικά, δεν εφαρμόζεται για τη χώρα μας.
Η Ελλάδα «κατάφερε» με αυτήν την απόφαση να γλιτώσει επιστροφές από την υπόλοιπη Βόρεια Ευρώπη, με το τίμημα, βέβαια, βέβαια να θεωρείται μια ανάξια χώρα να βαστήξει ζωές σε συνθήκες ανθρώπινες: μια κυριολεκτικά ανασφαλής πολιτεία.
Το πολύ δυσάρεστο συμπέρασμα
Κάπως έτσι φτάσαμε στην επιτομή του σημερινού εφιάλτη: η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος της Ευρώπης που θεωρεί «ασφαλή» την Τουρκία προκειμένου να στέλνει τάχα πίσω όσους αιτούντες άσυλο διήλθαν του εδάφους της, την ίδια στιγμή που δεν θεωρείται ασφαλής από κανένα ευρωπαϊκό κράτος προκειμένου να επιστραφούν σε αυτήν όσοι διήλθαν τους δικού της εδάφους για να μπούνε στην Ευρώπη. Ο απόλυτος ευτελισμός.
Θα μου πει κανείς: Δίκιο έχεις επί της αρχής, ωστόσο δεν βλέπεις τη σκοπιμότητα της πολιτικής αυτής; Αφού δεν μπορούμε να γλιτώσουμε τις εισόδους από την Τουρκία, ας γλιτώσουμε τις επιστροφές τουλάχιστον από την Ευρώπη. Ασφαλώς και το βλέπω, εδώ και μια δεκαετία περίπου. Ωστόσο το να φτάνει η Ελλάδα να είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που θεωρεί «ασφαλές» ένα τρίτο το οποίο κατά τα λοιπά, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, δεν χάνει στιγμή να επιβουλευτεί δικά της κυριαρχικά της δικαιώματα ή να θεωρεί αιτία πολέμου τυχόν νόμιμη επέκταση των χωρικών της υδάτων, θα ανήκει στα πιο μαύρα «ανέκδοτα» της ιστορίας του διεθνούς δικαίου της εποχής μας. Καμία αντιμεταναστευτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να συγχωρήσει αυτό το αίσχος. Πόσο δε μάλλον, ο ασήμαντος αριθμός των 350 επιστροφών στην Τουρκία ετησίως… Ευτελισμός για το τίποτε συν τοις άλλοις.
Προσπάθησα με απλά λόγια να εξηγήσω την επιτομή του προσφυγικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα μας εξαιτίας χρόνιων πολιτικών απώθησης, της υποκρισίας της ΕΕ και φυσικά της γεωγραφικής της θέσης που την κάνει σάντουιτς μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Το αδιέξοδο αυτό εντείνεται με τις άκαμπτες, απάνθρωπες νομοθεσίες και διοικητικές πρακτικές της νυν κυβέρνησης. Δεν λύνεται έτσι. Και ασφαλώς δεν λύνεται με επικοινωνιακές φιέστες φιλανθρωπίας, όπως η πρόσκληση του Σαϊντού Καμαρά στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι κοσμήτορας της σχολής Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο.