Καθηγητή Χριστόπουλε, η Νέα Δημοκρατία, κυβέρνηση της Ελλάδας, τοποθέτησε τον κύριο Φρέντι Μπελέρη υποψήφιο για τις ευρωεκλογές. Ο κύριος Μπελέρη, εκλεγμένος δήμαρχος Χιμάρας, έχει καταδικαστεί σε δύο χρόνια φυλακή για εκλογική απάτη. Πώς αξιολογείτε αυτήν την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
«Πάντα, it takes two to tango. Ο Μητσοτάκης φυσικά έχει τις δικές του ευθύνες για την υποψηφιότητα Μπελέρη στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά αυτή η απόφαση πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο προηγούμενων πράξεων και των δύο μερών. Αν ο Μπελέρης δεν ήταν φυλακισμένος, φυσικά δεν θα ήταν ποτέ υποψήφιος. Άρα, αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι σε αυτή την υπόθεση, πρέπει να πούμε ότι κανείς δεν είναι αθώος. Ωστόσο, ο καταμερισμός των ευθυνών στα δύο μέρη δεν σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές έχουν τις ίδιες ευθύνες. Η «μπελεροποίηση» των ελληνο-αλβανικών σχέσεων είναι κυρίως πρωτοβουλία των Αθηνών. Και αν θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε τι όντως συμβαίνει στην περιοχή, χρειάζεται να το κοιτάξουμε όσο γίνεται πιο αμερόληπτα χωρίς εθνικά πάθη που τυφλώνουν. Η Χιμάρα έχει καταστεί το γήπεδο της αντιπαράθεσης του ελληνικού και του αλβανικού εθνικισμού, και αυτό πληρώνουμε σήμερα. Η Αλβανία πρέπει να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν Έλληνες στη Χιμάρα και ότι αυτοί διεκδικούν περιουσίες. Προφανώς, αυτό δεν βοηθάει το σχέδιο μετατροπής της Χιμάρας σε μεγα-τουριστικό παράδεισο, αλλά τι να κάνουμε; Ο Μπελέρης λοιπόν δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Αν πραγματικά θέλουμε να δούμε ποιος τον έκανε ισχυρή πολιτική φιγούρα πρέπει να το αναζητήσουμε και στην ελληνική αλλά και στην αλβανική πλευρά.»
Ο Αλβανός πρωθυπουργός Ράμα έχει επανειλημμένως τονίσει ότι αυτό είναι ένα δικαστικό και όχι πολιτικό ζήτημα. Πιστεύετε ότι η υπόθεση Μπελέρη έχει συμβάλει ώστε να χειροτερεύσουν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών;
«Προφανώς. Αν ο Αλβανός πρωθυπουργός ήθελε ο κόσμος να θεωρεί ότι συζητάμε απλώς για μια δικαστική υπόθεση δεν θα έπρεπε να έχει βγει στην αλβανική τηλεόραση λίγες μέρες πριν τη σύλληψη Μπελέρη και να τον απειλήσει με φυλάκιση. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι ακριβώς έγινε εκεί, αλλά αυτό που σίγουρα ξέρω είναι τέτοιου είδους πρακτικές για τις οποίες ο εκλεγμένος δήμαρχος Χιμάρας συνελήφθη και καταδικάστηκε δεν είναι δα και τόσο σπάνιες στην Αλβανία… Ας είμαστε σοβαροί! Είμαι ο τελευταίος που θα πω ότι ο εκλεγμένος δήμαρχος Χιμάρας είναι μια αθώα περιστέρα. Αλλά, ξέρω επίσης πολλούς που μετέρχονται τέτοιων πρακτικών ελεύθερους και πλούσιους στην Αλβανία. Ο μόνος που συνελήφθη είναι ο Μπελέρης. Αυτό είναι το πρόβλημα. Μου φαίνεται προφανέστατο ότι περί αυτού συζητάμε. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα φέρει τεράστια ευθύνη που προώθησε έναν τέτοιο άνθρωπο να υπερασπιστεί τα μειονοτικά δικαιώματα. Το δεύτερο μεγάλο λάθος της ελληνικής διπλωματίας είναι η προσδοκία ότι η ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συμμεριστούν τις ελληνικές επιθυμίες στην υπόθεση αυτή. Αυτό δεν συνέβη, και τώρα βρεθήκαμε στο αδιέξοδο.»
Πριν λίγες βδομάδες, ο πρωθυπουργός Ράμα επισκέφθηκε την αλβανική κοινότητα στην Αθήνα, μια επίσκεψη που θεωρήθηκε «περιττή και μη αναγκαία επιλογή» από τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη. Ποια η άποψή σας για την ρητορική των δύο ηγετών;
«Ο Ράμα έχει κάθε δικαίωμα να επισκεφθεί την Αθήνα και να μιλήσει στους Αλβανούς εδώ. Αυτό είναι εκτός ερωτήματος. Παρά το ότι το timing της επίσκεψης εύλογα εγείρει υποψίες στην ελληνική πλευρά, ωστόσο η ρητορική του Αλβανού πρωθυπουργού στο λόγο του ήταν γενικά καλή. Αντιθέτως, η αντίδραση της Αθήνας υπήρξε μάλλον μίζερη. Επιτρέψτε μου εδώ ένα γενικότερο σχόλιο: η ελληνική συμπεριφορά προς τους Αλβανούς στην Ελλάδα και την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας έχει προκαλέσει και καλλιεργήσει ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης από την Αλβανική πλευρά. Δεν διστάζω να πω εδώ ότι η Αθήνα φέρει μεγαλύτερη ευθύνη για αυτήν την κλιμάκωση ως η ισχυρότερη πλευρά από την οποία θα προσδοκούσε κανείς μεγαλύτερη ωριμότητα. Τα πολύ τελευταία χρόνια, η αλβανική πλευρά νιώθει ότι έχει για πρώτη φορά την ισχύ να υψώσει το ανάστημά της και να αντιδράσει με εθνικό σθένος. Τα κατανοώ όλα αυτά, αλλά αξίζει να θυμόμαστε ότι μάλλον εύκολα μια καλώς νοούμενη εθνική υπερηφάνεια μπορεί να καταλήγει σε υπερφίαλο εθνικισμό και νταηλίδικη έπαρση. Και αυτά δεν είναι καλοί σύμβουλοι στις διεθνείς σχέσεις. Η Ελλάδα και η Αλβανία έχουν πολλούς περισσότερους και πολύ καλούς λόγους να αναζητήσουν έναν έντιμο συμβιβασμό και να γυρίσουν σελίδα. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα για το μέλλον τους που μπορούν να τους απασχολήσουν.»
Υστερόγραφο: Περί ευθυνών
Η Αλβανία δεν αναγνωρίζει στη Χιμάρα ελληνική μειονότητα και αυτό διαχρονικά – ήδη από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών, εκατό χρόνια πριν– είναι η εστία του προβλήματος. Η Ελλάδα υποστηρίζει πως η Χιμάρα είναι μειονοτική ζώνη, αλλά ούτε αυτό ισχύει. Στην περιοχή της Χιμάρας υπάρχει μειονότητα πολύ απλά επειδή υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν Έλληνες, όπως όμως υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν Αλβανοί. Όταν μιλάμε για εθνική συνείδηση αναφερόμαστε σε αυτό που νιώθουμε κι όχι στο «αίμα που κυλά στις φλέβες μας», ούτε στη γλώσσα, ούτε στη θρησκεία μας. Αυτό το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού δυσκολεύει ανέκαθεν την Αλβανία στη Χειμάρα, όπως, εξάλλου, δυσκολεύει και την Ελλάδα στη Θράκη.
Τα τελευταία χρόνια, αυτά της φρενήρους τουριστικής ανάπτυξης της Χιμάρας, το πολιτικό πρόβλημα τέμνεται με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που μετασχηματίζουν την περιοχή σε «Μύκονο της Αλβανίας», όπως συχνά ακούγεται. Έτσι, οι ελληνικές περιουσίες της Χειμάρας που ψάχνουν μια φωνή πολιτικής έκφρασης μέσα από τις υποψηφιότητες που στηρίζει η Αθήνα, εμφανίζονται ως εμπόδια για την περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη και ο κόμπος περιπλέκεται περισσότερο.
Προσπάθησα απλά και σύντομα να εξηγήσω το πώς αντιλαμβάνομαι το επίδικο σε μια περιοχή που ιστορικά αποτελεί το γήπεδο που αντιπαρατίθενται οι δύο πλευρές. Πιο αναλυτικά το κάνει ο ιστορικός και αλβανολόγος Λάμπρος Μπαλτσιώτης σε πρόσφατο κείμενό του στην εφημερίδα «Η Εποχή» (19.5.2024)
Όσο λοιπόν κλιμακώνει η μία, τόσο αντιδρά η άλλη πλευρά, και έτσι μπαίνουμε σε ένα σπιράλ έντασης, το οποίο δηλητηριάζει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν φτάσαμε σε αυτό που ονομάζω «μπελεροποίηση» των ελληνο-αλβανικών σχέσεων. Κακά τα ψέματα, η συγκεκριμένη υποψηφιότητα έχει χαρακτηριστικά που δεν θα περίμενε κανείς η Αλβανία να αποδεχθεί αμάσητα. Όπως ακριβώς δεν θα αποδεχόταν κι η Ελλάδα να εμφανιστεί υποψήφιος σε έναν μειονοτικό δήμο της Θράκης ο οποίος είχε συλληφθεί στην Τουρκία για κατοχή εκρηκτικών δίπλα στα σύνορα λίγο μετά από περιστατικό στο οποίο η Ελλάδα θα μετρούσε νεκρούς στρατιώτες και την ίδια στιγμή το πρόσωπο αυτό να περιφέρεται σε τηλεοπτικές εκπομπές των Τούρκων Γκρίζων Λύκων, όπως κατ ’αναλογία έκανε ο Μπελέρης στο κανάλι του Καρατζαφέρη με συνομιλητές του χώρου της ελληνικής Άκρας Δεξιάς. Ακόμα κι αν αυτά είχαν συμβεί αρκετά χρόνια πριν…
Λυπούμαι αλλά ένα τέτοιο πρόσωπο –όσο κι αν υποθέσουμε πως έχει μετανοήσει για το παρελθόν του– δεν μπορεί να καθίσταται το σύμβολο των μειονοτικών δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Αλβανία με την υποστήριξη της Αθήνας. Όση υπερφίαλη συμπεριφορά και να χρεώνουμε λοιπόν στην αλβανική πλευρά και κυρίως στον Αλβανό πρωθυπουργό που βρήκε στην υπόθεση αυτή τη δυνατότητα να γίνει «μάγκας» διότι τα βάζει με την ισχυρή Αθήνα, άλλο τόσο κοντόθωρη και αναχρονιστική είναι η συμπεριφορά της Ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ράμα με την επηρμένη τηλεοπτική προαναγγελία της σύλληψης Μπελέρη ουσιαστικά συνέβαλλε στο να τον ηρωοποιήσει, ενώ η Αθήνα με την απροσχημάτιστη υποστήριξη της υποψηφιότητας κατέληξε σε ένα αδιέξοδο από το οποίο τίποτε καλό δεν βγαίνει. Απλώς ενισχύει ακόμη περισσότερο την επικίνδυνη για δημοκρατία εξουσία του πρωθυπουργού στην Αλβανία και εδραιώνει ακραίες γραμμές εκατέρωθεν. Εκτός αν η διέξοδος που σκέφτονται κάποιοι είναι να εκλεγεί ο εκλεγμένος δήμαρχος Χειμάρας ευρωβουλευτής και να βρεθεί ξαφνικά, μετά την αποφυλάκισή του, στις Βρυξέλλες ώστε να λύσει τα βιωτικά του προβλήματα εκεί και εν συνεχεία ο Ράμα να εκλέξει δήμαρχο της αρεσκείας του στη Χιμάρα…
Κλείνοντας: στην Ελλάδα ζούνε περισσότερο από μισό εκατομμύριο Αλβανοί μετανάστες μαζί με τα παιδιά τους που αποτελούν γέφυρες των δύο εθνών. Υποστηρίζω ότι μια ελληνο-αλβανικότητα γεννιέται στη χώρα μας. Μια «νέα καθαρή» υβριδική συνείδηση, απαλλαγμένη από τις αμαρτίες του παρελθόντος, που ενοχλεί τους εθνικιστές κι από τις δύο πλευρές. Αντί λοιπόν, η Αθήνα να ασχοληθεί σοβαρά με τα προβλήματα όλων αυτών των ανθρώπων που τους δυσκολεύουν άδικα τη ζωή, κατάφερε, ως μη όφειλε, να καταστήσει μονοπώλιο των ελληνο-αλβανικών σχέσεων μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Έτσι, προσθέτουμε ένα ακόμη πρόβλημα, δυσανάλογης σημασίας σε σχέση με το πραγματικό του εκτόπισμα που, αντί να καταλαγιάζει, ενισχύει τον υπερφίαλο εθνικισμό. Αντί να ηρεμεί, ενισχύει ιστορικά οικείες καχυποψίες εκατέρωθεν.
Θα διερωτηθεί κανείς: Μα πώς δεν πρυτάνευσε στην Αθήνα μια πιο μετριοπαθής λογική; Κοινώς, πώς τελικά πέρασε η «γραμμή Βορίδη»; Η απάντηση δεν αφορά μόνο το παρόν, τους τακτικούς ελιγμούς και συσχετισμούς δύναμης στην κυβέρνηση, αλλά και το παρελθόν της Ελληνικής Δεξιάς. Η συντηρητική παράταξη είναι αυτή που κατεξοχήν ιστορικά υπέθαλψε τον ελληνικό αλυτρωτισμό και την εργολαβία του βορειοηπειρωτικού, κυρίως διά του ακραίου τμήματός της που απολαμβάνει σήμερα τους υψηλότερους υπουργικούς θώκους.
Να το πω αλλιώς: με άλλη παράταξη στην κυβέρνηση δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα είχαμε προχωρήσει στην επίλυση των ελληνοαλβανικών προβλημάτων Κάθε άλλο. Πάντως, Μπελέρη θεωρώ ότι δεν θα είχαμε.
Κι ας νομίζει αλλιώς, ο όψιμος θαυμαστής του Κυριάκου Μητσοτάκη, Έντι Ράμα.
To πρώτο μέρος του κειμένου περιλαμβάνει μια συνέντευξη που δόθηκε για την αλβανική υπηρεσία της Deutche Welle στην Αλβανίδα δημοσιογράφο Elona Erezi και μεταφράστηκε στα αγγλικά για το main desk της Deutche Welle.
Το δεύτερο μέρος του είναι ένα υστερόγραφο του συγγραφέα για το NEWS 24/7.