Η Ελληνική Επανάσταση δεν ξεκίνησε σαν σήμερα. Ίσως ακούγεται ανόσιο να το λέμε, μέρα που είναι, αλλά φίλοι οι μύθοι, φιλτάτη η αλήθεια. Το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» εκδίδεται έναν μήνα νωρίτερα στο Ιάσιο, ενώ ήδη στις 23 Μαρτίου, οι Καλαματιανοί με τους Μανιάτες έχουν διώξει τις οθωμανικές αρχές από την Καλαμάτα και οι εχθροπραξίες έχουν ξεκινήσει στη Μάνη.
Η μέρα του Ευαγγελισμού, επιλέχθηκε πολύ αργότερα από τον Όθωνα προκειμένου, ως ημερομηνία, να συνδυάσει την εθνική («χαίρε ω χαίρε ελευθεριά») με την θρησκευτική ανάταση («χαίρε κεχαριτωμένη»). Είναι έξοχη η επινόηση της σύμπτωσης των δύο «χαίρε» αλλά δεν παύει να είναι επινόηση.
Τα «Χριστούγεννα» του έθνους
Αν όντως επιθυμούμε να τιμήσουμε με όρους ιστορικής εγκυρότητας τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων 200 χρόνια πίσω, ίσως θα είχε νόημα να σκεφτούμε μια άλλη παραμελημένη επέτειο Τα «Χριστούγεννα», η γέννηση του έθνους εντοπίζονται στην πρώτη πανελλήνια διακήρυξη του αγώνα του, την πρωτοχρονιά του 1822 στην Πιάδα, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο.
Χτισμένη στο εσωτερικό ενός απόκρημνου βράχου, σε θέση που την καθιστά αθέατη από την κοντινή θάλασσα, βρίσκεται η εθνική μας «κοιτίδα». Εκεί που, έπειτα από δέκα μέρες εργασιών, τα 59 μέλη της Εθνοσυνέλευσης καταλήγουν στη συγκλονιστική ληξιαρχική πράξη γέννησης του έθνους:
«Εν ονόματι της Αγίας αδιαιρέτου Τριάδος. Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να υποφέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Έτσι κατέληγε η προμετωπίδα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας, που ψηφίστηκε στους πορτοκαλεώνες και ελαιώνες της Επιδαύρου. Εκεί όπου σήμερα δεσπόζει η μαρμάρινη στήλη κατασκευασμένη το 1901 σε σχέδιο του Τσίλερ. Εκεί το έθνος γεννιέται ύστερα από μια επώδυνη κυοφορία. Δεν αφυπνίζεται, ούτε αναγεννάται από τη στάχτη του ούτε βγαίνει από την κρυψώνα του ύστερα από «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς», όπως μαθαίνουμε στο σχολείο.
«Το ελληνικό έθνος κηρύττει την Πολιτική αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν» διά της Επαναστάσεως – και μας το βροντοφωνάζει. Τούτο καταγράφεται με τον πιο επίσημο, τον πιο πανηγυρικό τρόπο στο Σύνταγμα. Τρία ολόκληρα Συντάγματα ψηφίζουν οι Έλληνες (και επιπλέον, αρκετά «τοπικά Συντάγματα») πριν ακόμη, καλά καλά, φτιάξουν κράτος: Επίδαυρος, Άστρος και Τροιζήνα. Να μια ωραία ελληνική ιδιαιτερότητα. Πραγματική όχι επινοημένη!
Τo έθνος δηλώνει παρόν λοιπόν. Προηγουμένως κυοφορούνταν στις συνειδήσεις κάποιων Ελλήνων, κυρίως εμπόρων και διανοουμένων της διασποράς. Το εθνικό σκίρτημα γίνεται έθνος μέσω μιας μαζικής διαδικασίας μετασχηματισμού συνειδήσεων. Αυτό είναι επανάσταση: μάζες! Η ιδέα του Υψηλάντη και του Κοραή θα γίνει κτήμα του ελληνόφωνου κτηνοτρόφου της Αρκαδίας και αγρότη της Μεσσηνίας. Του αλβανόφωνου χριστιανού της Κορινθίας και της Αττικής – και όχι μόνο. Του Βλάχου της διασποράς αλλά και της Πίνδου. Χωρίς τον Υψηλάντη λοιπόν δεν γίνεται έθνος, δεν γίνεται όμως και μόνο με τον Υψηλάντη. Ειδάλλως, τα έθνη θα ήταν λέσχες κυρίων. Δεν είναι όμως. Είναι κοινότητες μαζικής και διαταξικής αυταπάρνησης.
Το πώς βλέπουμε προς τα πίσω είναι η άλλη όψη του πώς θέλουμε να πάμε μπροστά
Το έθνος εξ ορισμού συμπεριλαμβάνει και αποκλείει συνάμα. Κάποιους χωράει, κάποιους διώχνει. Από γεννησιμιού του, στο ελληνικό έθνος δεν χωρούσαν οι μουσουλμάνοι. Απέναντί στους Οθωμανούς (τους «Τούρκους») εξάλλου συστάθηκε.
Η νοηματοδότηση του κόσμου που προτείνει η εθνική ιδέα θεμελιώνεται στην οιονεί αδιατάρακτη συνέχεια. Στην ελληνική περίπτωση, η εθνική συνέχεια έχει και μια πρόσθετη φοβερή υπεραξία: η φιλελληνική Δύση στην εικόνα των αγωνιστών του ’21 βλέπει κάτι περισσότερο από τους άγριους, κακοκαιρισμένους πολεμιστές, βρώμικους βοσκούς, γεωργούς και οπλαρχηγούς. Βλέπει τους απογόνους των Περικλή, Θουκυδίδη και Αριστοτέλη. Με τη σειρά τους, οι επαναστάτες θα το πιστέψουν κι αυτοί. Μαζί τους κι εμείς έως σήμερα. Το τέλειο αντιδάνειο!
Αν όμως για το έθνος η ιστορία είναι η μαγιά, η «πρώτη ύλη», δι’ αυτής το έθνος δεν τακτοποιεί μόνο το παρελθόν του. Συγυρίζει το μέλλον του. Το πώς βλέπουμε προς τα πίσω είναι η άλλη όψη του πώς θέλουμε να πάμε μπροστά. Μια εξολοκλήρου μυθική αναπαράσταση υπό την έννοια της «επινοημένης παράδοσης» (Έρικ Χομπσμπάουμ), εξ αντικειμένου δεν προσφέρεται για ασκήσεις ιστορικής ακρίβειας. Αν όμως οι μύθοι έχουν κάποια σημασία δεν είναι για να τους πιστεύουμε, αλλά για να στοχαζόμαστε πάνω τους.
Η ελληνική Επανάσταση είναι μεγαλειώδες γεγονός που το έχει επισκιάσει ο τρόπος που τόσα χρόνια τη θυμόμαστε μέσα από πλαδαρές επινοήσεις, γιορτές και παρελάσεις. Η παραδοσιακή, καθιερωμένη, ενίοτε κιτς εκδοχή της 25ης Μαρτίου έχει κάνει το γεγονός να χάνει το θελκτικό, ριζοσπαστικό του νόημα. Τα παιδιά έρχονται στο πανεπιστήμιο και δεν ξέρουν τίποτε.
25η Μαρτίου, ο ορισμός της βαρεμάρας… Κι όταν τα ρωτάς πότε έγινε το ελληνικό κράτος, ουδείς γνωρίζει. Τόσο πολύ μας έχει κυριεύσει η σκουριασμένη λατρεία της σημερινής επετείου που δεν ξέρουμε πότε φτιάχτηκε η Ελλάδα.
Υπάρχει λοιπόν νόημα της 25ης Μαρτίου πλέον πέρα από τις εθνικές γιορτές στα σχολεία και τις εκκλησίες μας που έχουν οδηγήσει γενιές ολόκληρες «στα πιο βαθιά χασμουρητά» που λέει και το τραγούδι του Σαββόπουλου; Πριν από 20 χρόνια, μάλλον θα απαντούσα αρνητικά στο ερώτημα. Σήμερα όμως, κάτι ωραίο βρίσκω.
Αξίζει τον κόπο να αντιλαμβανόμαστε το ελληνικό, όπως το κάθε έθνος, ως μια κοινότητα που για να επιβιώσει, διαρκώς μετασχηματίζεται. Να συνηγορούμε λοιπόν υπέρ της διαρκούς «εθνικής αλλοίωσης»! Αυτό που τρομάζει τους φυλετιστές είναι αυτό που δίνει δύναμη στις πολιτικές κοινότητες. Τίποτε το άκαμπτο δεν αντέχει στον χρόνο.
Το μήνυμα, λοιπόν, είναι ότι το έθνος για να μακροημερεύσει πρέπει να είναι ανοιχτό. Οι κλειστοί οργανισμοί πεθαίνουν. Πριν δέκα χρόνια, πολλοί από εμάς δεν θα άντεχαν την ιδέα ότι ένας μαύρος μπορεί να είναι Έλληνας. Όπως πριν 20 χρόνια, ότι ένας Αλβανός μπορεί να είναι και Έλληνας. Πλέον, το συνηθίζουν. Κολοκοτρώνης, Αντετοκούμπο και Φουρέιρα λοιπόν! Μικρά βήματα μπροστά…
Λαός όμως δεν είναι μόνο οι επώνυμοι ξένοι που έγιναν Έλληνες. Όπως λαός 200 χρόνια πίσω δεν ήταν μόνο οι πρωταγωνιστές του αγώνα. Τιμή στους ανώνυμους αγωνιστές της καθημερινότητας, ημεδαπούς και μη, ιθαγένεια στους ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τον τόπο αυτό ως πατρίδα, απ’ όπου κι αν ήρθαν αυτοί ή οι γονείς τους. Αυτοί ανήκουν στον πραγματικό λαό, συνέχεια και μετασχηματισμό του έθνους, 200 χρόνια τώρα.
Έτσι, ναι, έχει νόημα η σημερινή μέρα.
Δημήτρης Χριστόπουλος