Για την υπέρβαση των ακαμψιών και αδυναμιών τόσο του νόμου όσο και της τεχνητής νοημοσύνης, ο συγγραφέας προτάσσει την αριστοτελική επιείκεια. Η επιείκεια άλλωστε δεν αντιπαρατίθεται στο δίκαιο, αντιθέτως αποτελεί «βέλτιον» δίκαιο.
Υπόθεση 1η: Αφότου ο κατηγορούμενος απολογήθηκε για την πράξη που του αποδίδεται, ακολούθησαν οι αγορεύσεις του εισαγγελέα και του συνηγόρου υπεράσπισης. Ο εισαγγελέας «διατήρησε επιφυλάξεις» για την ενοχή του κατηγορουμένου και πρότεινε την απαλλαγή του, ο δε συνήγορος του κατηγορουμένου τόνισε εμφαντικά ότι από την εκδικαζόμενη πράξη δεν προσβλήθηκε κάποιο έννομο αγαθό. Ο δικαστής είναι έτοιμος να εκδώσει την απόφαση. Σφίγγεται, αμφιταλαντεύεται. Από τη μία έχει στο μυαλό του το κείμενο του νόμου, το οποίο ορίζει με σαφήνεια τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου. Από την άλλη, επεξεργάζεται τις θέσεις εισαγγελέα και συνηγόρου. Αν και νιώθει εγκλωβισμένος, «κηρύττει τον κατηγορούμενο ένοχο». Δεν νιώθει ασφαλής, όμως, με την ετυμηγορία του και συνεχίζει λέγοντας ότι «καλώς ή κακώς ο νόμος αυτό προβλέπει και το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να τον εφαρμόσει».
Υπόθεση 2η: Οι εξελίξεις στην τεχνολογία επιφέρουν μία άνευ προηγουμένου δυνατότητα για χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Ηδη «λανσάρεται» ένα ρομποτικό σύστημα, το οποίο έπειτα από σχετική επεξεργασία δεδομένων που αφορούν τη φύση της υπόθεσης αλλά και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, είναι σε θέση να αποφασίσει εάν αυτός ενδείκνυται να προφυλακιστεί μέχρι την εκδίκαση των πράξεων που του αποδίδονται. Δανειζόμενοι το ερώτημα που τίθεται στην ταινία ισπανικής παραγωγής «Τεχνητή Δικαιοσύνη» (σκηνοθεσία Simon Casal), θα ήμασταν έτοιμοι να δεχτούμε μία απόφαση τέτοιας βαρύτητας από ένα ρομπότ;
Στα ανωτέρω σχηματικά παραδείγματα ενσαρκώνεται εν πολλοίς το μείζον επιστημολογικό ζήτημα αναφορικά με τη σχέση Είναι και Δέοντος. Το δε ζήτημα αυτό διατρέχει και την ανάλυση του Ν. Παρασκευόπουλου στο βιβλίο του «Ο επιεικής αλγόριθμος – Από την αριστοτελική σκέψη στην τεχνητή νοημοσύνη» (εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2024). Πού, όμως, τέμνονται Δικαιοσύνη και τεχνητή νοημοσύνη; Ποιο ρόλο καλείται να επιτελέσει η αρχή της επιείκειας;
Οι νόμοι, όσον αφορά τη Δικαιοσύνη, καθώς και τα μοντέλα (patterns) της τεχνητής νοημοσύνης τείνουν να μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: δεν είναι τέλεια! Τούτο σημαίνει ότι μπορεί κατά την εφαρμογή τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να οδηγούν σε άδικα-ανεπιεική αποτελέσματα. Νέα ερωτήματα προκύπτουν: «τι θα συμβεί όταν η εφαρμογή του νόμου φαίνεται να οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα»; Eν αρχή είναι ο κόσμος ή ο νόμος; Πώς εναρμονίζονται οι δεοντολογικές επιταγές των κανόνων δικαίου με την κοινωνική εμπειρία και αίσθηση; Ο συγγραφέας καταπιάνεται στο βιβλίο με ερωτήματα που τον έχουν απασχολήσει και σε προηγούμενες μελέτες του (ενδ. Η δικαστική άφεση της ποινής, 1982, Οι μέλισσες και οι λύκοι, 2016).
Προς αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών προτάσσει την έννοια της επιείκειας, την οποία προσεγγίζει κατά την αριστοτελική της σύλληψη, ενώ συγχρόνως αναδεικνύει την επιστημονική και ηθική της διάσταση. Σύμφωνα με τα λόγια του, «η επιείκεια, λοιπόν, εντάσσεται στη δικαιοσύνη και ανήκει ευρύτερα στο πεδίο της ηθικής, ενώ η σύνδεσή της με τις συγκεκριμένες περιστάσεις μέσα στις οποίες δοκιμάζεται η απονομή της δικαιοσύνης γεφυρώνει τους κανόνες και τα πράγματα, το δέον με το είναι».
Συγκεκριμένα, οι γραπτοί νόμοι συνιστούν καθολικευτικές έννοιες. Τούτο τους καθιστά ατελείς, καθώς ενδέχεται κατά την εφαρμογή τους να συγκρούονται με τις εμπειρικές περιστάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ανάγκη για στάθμιση των περιστάσεων, προκειμένου να επανορθωθεί η ατέλεια του νόμου. Καλούμαστε, λοιπόν, κατά την αριστοτελική συλλογιστική, να σκεφτούμε ποια λύση θα προέκρινε ο νομοθέτης αν ήταν παρών στα πράγματα. Υπάρχει, επομένως, ανάγκη για διόρθωση. Τη διορθωτική αυτή λειτουργία καλείται να επιτελέσει η επιείκεια. Η επιείκεια δεν αντιπαρατίθεται στο δίκαιο, αντιθέτως αποτελεί «βέλτιον» δίκαιο. Συμπυκνώνοντας την αναδρομή του στην αριστοτελική σύλληψη της έννοιας, ο συγγραφέας σημειώνει ότι «η επιείκεια δεν νοείται και δεν εφαρμόζεται χωρίς να προϋποτεθεί λογικά η εμπειρική πραγματικότητα (φύση, κοινωνία), και δεύτερον ότι η ίδια έννοια προϋποθέτει την ατέλεια των νόμων, αφού ένας τέλειος νόμος ή συλλογισμός θα καθιστούσαν περιττή οποιαδήποτε διορθωτική λειτουργία».
Συνεπώς, η αποδοχή και η αξιοποίηση της έννοιας της επιείκειας προϋποθέτουν την απόκρουση του «δόγματος του αλάθητου». Με την αποδοχή της ατέλειας, αναδεικνύεται η ανάγκης της διόρθωσης.
Αντίστοιχοι προβληματισμοί γεννώνται βέβαια και στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς η ακρίβεια αλλά και η δικαιότητα της αλγοριθμικής κρίσης δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Τούτο, γιατί η «ευστοχία» του αλγορίθμου εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως: ο βαθμός ανάπτυξής του, η στοχοθεσία με βάση την οποία έχει ρυθμιστεί από τον δημιουργό-χειριστή του, το πλήθος των δεδομένων που έχει διηθίσει, τυχόν εισαχθείσες προκαταλήψεις κ.λπ. Εξάλλου, η δημιουργία του τέλειου αλγορίθμου προσκρούει σε διάφορα κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως η ιδιωτικότητα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προστασία προσωπικών δεδομένων. Κάπως έτσι τείνει ο αλγόριθμος να είναι και αυτός ατελής παρά την τεχνολογική εξέλιξη.
Η ανάλυση του συγγραφέα επεκτείνεται στο πεδίο της γνωσεοθεωρίας και δη στη συγκριτική εξέταση ανθρώπινης και τεχνητής γνωστικής λειτουργίας. Με τη σχετική υποενότητα ολοκληρώνεται και το θεωρητικό υπόστρωμα του βιβλίου. Η διαδικασία παραγωγής και κατάκτησης της γνώσης φανερώνει τα τρωτά σημεία αμφοτέρων των γνωστικών λειτουργιών (ανθρώπινης και τεχνητής). Μεταξύ άλλων, σκιαγραφούνται οι διαφορές μεταξύ αιτιολογικής και συνειρμικής σκέψης, ενώ επισημαίνεται η σχετικότητα της ανθρώπινης γνώσης για τα αισθητά, αφού «δεν νοείται κόσμος χωρίς συμβάντα, χωρίς μεταβλητότητα».
Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις μας επί του βιβλίου, ας φέρουμε ξανά στο μυαλό μας τις δύο αρχικές υποθέσεις. Τι απάντηση θα δίναμε εμείς στα τεθέντα ερωτήματα;
Για την υπέρβαση των ακαμψιών και αδυναμιών τόσο του νόμου όσο και της τεχνητής νοημοσύνης, ο συγγραφέας προτάσσει την αριστοτελική επιείκεια. Κάνοντας λόγο για επιείκεια αναζητεί και επιδιώκει την «καλύτερη δικαιοσύνη» και όχι την παράκαμψη αυτής εν είδει προνομίου ή χατιριού. Μέσω της επιείκειας «διορθώνεται» ο σκληρός και άκαμπτος νόμος όπως και ο προβληματικός αλγόριθμος, καθώς αναγνωρίζονται και συνεκτιμώνται οι περιστάσεις και οι ιδιομορφίες έκαστης περίπτωσης. Εν τέλει, κατά τον συγγραφέα, «η επιείκεια μπορεί να διορθώνει τη σκέψη και το δίκαιο, κάνοντας τη ζωή πιο ανθρώπινη».
Θανάσης Μπάκας