Η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση. Μετά από δεκαετίες φαινομενικής διεύρυνσης των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, από τις δίκαιες και ελεύθερες εκλογές έως την ελευθερία του Τύπου, αυταρχικοί ηγέτες εδραιώνονται στην εξουσία, ενώ όλο και περισσότεροι πολίτες χάνουν την πίστη τους στις δημοκρατικές αξίες και αρχές (Plattner, 2017). Προσπαθώντας να κατανοήσουν τα αίτια αυτής της υπαναχώρησης, πολλοί πολιτικοί επιστήμονες εστιάζουν στον οπουρτουνισμό των ελίτ, ιδίως σε αυτόν ηγετών με αυταρχικές τάσεις που έχουν εκλεγεί με δημοκρατικά μέσα, αλλά στη συνέχεια αξιοποιούν το χρόνο της θητείας τους για να καταργήσουν τα μέσα ελέγχου της εξουσίας τους (Carothers and Press, 2022). Άλλοι επιχείρησαν αποτελεσματικά να διερευνήσουν πώς μπορεί τέτοιοι ηγέτες όχι μόνο να κερδίζουν τη λαϊκή συναίνεση αλλά και να τη διατηρούν, ακόμη και σε πείσμα τέτοιων επιθέσεων σε βάρος των κρατικών θεσμών και των αρχών της ισότητας. Εστίασαν εν μέρει στην ανάδυση των εθνοτικών εθνικισμών του αποκλεισμού και των αυταρχικών λαϊκισμών, τους οποίους τέτοιες φυλετικοποιημένες (racialized) ιδέες περί έθνους τροφοδοτούν αλλά και αντίστροφα νομιμοποιούν (Mudde, 2019).
Η άνοδος της Ακροδεξιάς σήμερα έχει τις ρίζες της στους δομικούς μετασχηματισμούς που επιφέρουν η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση, η ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού και η υλική διάβρωση του βιοτικού επιπέδου και των δικαιωμάτων κοινωνικής πρόνοιας της παραδοσιακής εργατικής και της κατώτερης μεσαίας τάξης των χωρών του αυτοκρατορικού πυρήνα. Όπως γράφει ο Dan Kalb, αυτή η πολιτική μετατόπιση προς τα δεξιά –και η αυξανόμενη προτίμηση για αυταρχικούς τρόπους διακυβέρνησης που στρέφονται εναντίον ανάξιων εσωτερικών και επικίνδυνων εξωτερικών παραγόντων– μπορεί να διαβαστεί σαν μια «επανάσταση των επαρχιών» ενάντια στα συμφέροντα των ελίτ που έχουν διαμορφώσει το παγκόσμιο κεφάλαιο προς όφελός τους (Kalb 2023, 205). Η Wendy Brown επισημαίνει, με τη σειρά της, ότι η αναβίωση της ριζοσπαστικής Δεξιάς δεν μπορεί να κατανοηθεί, σε μέρη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, μόνο με όρους υλικών απωλειών, δεδομένου ότι οι κοινότητες των φυλετικών μειονοτήτων έχουν διαχρονικά επωμιστεί το δυσανάλογο κόστος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της αποβιομηχάνισης. Αντίθετα, τονίζει ότι αυτά τα αυταρχικά ρεύματα εμφορούνται και τροφοδοτούνται από μορφές πικρίας (resentment), ιδιαίτερα από την πληγωμένη εξουσία των λευκών ανδρών, των οποίων το κύρος έχει καταστατικά υπονομευθεί από τους επανορθωτικούς αγώνες των γυναικών, των φυλετικών μειονοτήτων, των ΛΟΑΤΚΙ+ κοινοτήτων και των μεταναστών, που δήθεν υπηρετούνται από τις «φιλελεύθερες woke ελίτ» (Brown 2018). Η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο μια ιστορία χειραγώγησης από τις ελίτ· περιλαμβάνει επίσης τη διερεύνηση των λαϊκών κινημάτων που χάρισαν στη ριζοσπαστική Δεξιά την πολιτική της άνοδο και λειτούργησαν, ολοένα και περισσότερο, σαν λευκή επιταγή για τη διάλυση της παλιάς φιλελεύθερης τάξης, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν ουσιώδη για τη δημοκρατική ζωή.
Στο επίκεντρο μιας τέτοιας θεώρησης βρίσκεται το πρόβλημα του ρατσισμού και των μορφών εθνοφυλετικού εθνικισμού, οι οποίες έχουν αντικαταστήσει την πλουραλιστική αστική (civic) έννοια του λαού με μια ονειροφαντασία θεμελιωμένη στον κανόνα του «αίματος και του εδάφους» για το ανήκειν και το νόμιμο δικαίωμα παραμονής σε έναν τόπο (rightful entitlement) (Gupta and Virdee 2018). Αυτή η αποκλείουσα ιδέα του λαού παρέχει, όπως σημειώνει ο Paul Gilroy (2004, 45), ένα ψυχικό βάλσαμο και μια έτοιμη πηγή άντλησης κύρους για τη λευκή εργατική και τη μεσαία τάξη των μητροπόλεων της παλαιάς αυτοκρατορίας, οι οποίες κοινωνικοποιήθηκαν ώστε να πιστεύουν στην ίδια τους την ανωτερότητα, διαπίστωσαν όμως ότι τα παλαιά κοινωνικά και οικονομικά υποστυλώματα του προνομίου τους δεν είναι πλέον εγγυημένα. Επιπλέον, νομιμοποιεί την αυταρχική επέκταση της κρατικής εξουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η εξουσία καταναγκασμού ασκείται πρωταρχικά και πιο θεαματικά εναντίον των υποτιθέμενα επικίνδυνων και ρυπογόνων Άλλων, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών που ανήκουν σε φυλετικές μειονότητες και των μουσουλμάνων. Ή, όπως το θέτουν ο Stuart Hall και οι συνεργάτες του (Hall et al. 2013, 313) στην ανάλυσή τους για τον θατσερισμό ως μορφή αυταρχικού λαϊκισμού: «Πρέπει να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα – η μεγαλύτερη του “κανονικού” αντίσταση απαιτεί περισσότερο του συνήθους έλεγχο. Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή: πρόκειται για το σημείο στο οποίο … η διολίσθηση προς τη συστηματική χρήση των πλέον κατασταλτικών χαρακτηριστικών του κράτους μπαίνει όλο και πιο εμφανώς στο παιχνίδι». Η σημερινή σκληρή πολιτική της λευκής περιχαράκωσης (retrenchment) σε κοινωνικούς σχηματισμούς όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρώπη έχει βεβαίως διαμορφωθεί σε μια διαφορετική ιστορική συγκυρία από εκείνη του θατσερισμού ή του ριγκανισμού, που επιστράτευσαν την κοινή λογική προκειμένου να εξηγήσουν, να εκλογικεύσουν και να συσκοτίσουν αυτό που έκανε ο νεοφιλελευθερισμός στη μεταπολεμική διευθέτηση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας αλλά και στο κράτος πρόνοιας. Όπως σημειώνει η Brown (2018), ο αυταρχικός λαϊκισμός ίσως δεν συλλαμβάνει πλήρως τη σκληρότητα και τη ρατσιστική επιθετικότητα που κυκλοφορούν σήμερα μέσω της ριζοσπαστικής Δεξιάς, ούτε την πολιτική της λευκής δυσαρέσκειας (griev-ance) που λειτουργεί ως συναισθηματική (affective) πηγή και ως λιβιδινική αρωγός της. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιεραρχίες της παλαιάς αυτοκρατορίας μεταξύ πολίτη και υποτελούς, πατριώτη και προβλήματος έχουν αναδιαρθρωθεί, και σήμερα συνέχουν, έστω και ασταθώς, τους συνασπισμούς δυνάμεων μεταξύ της λευκής κατώτερης μεσαίας τάξης και των μικροαστών στις επαρχίες, καθώς και των λαϊκιστών ηγετών που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους, ενώ στην πραγματικότητα μειώνουν τους φόρους για τις ελίτ (Fassin 2017).
Είναι λοιπόν κρίσιμο τόσο η πολιτική επιστήμη όσο και η πολιτική θεωρία να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το πρόβλημα του ρατσισμού και της φυλετικοποίησης (racialization), εάν θέλουν να διαγνώσουν επαρκώς τα αντιδραστικά ρεύματα που διαμορφώνουν τη συγκυρία ή να υποδείξουν ποια είδη αντιρατσιστικών αγώνων θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν επιτυχώς αυτές τις οπισθοδρομικές κινήσεις. Όπως μας προειδοποιεί ο Hall (2021), μια τέτοια εργασία πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ιδέα ότι ο ρατσισμός αλλάζει στο χρόνο και το χώρο. Ο ρατσισμός επιτελεί διαφορετικά είδη πολιτικής λειτουργίας σε διαφορετικές στιγμές. Ενώ η φυλετικοποίηση συχνά παρουσιάζει τη «φυλή» σαν να επρόκειτο για ένα καθολικό και ουσιώδες δεδομένο σχετικά με τους ανθρώπινους τύπους, μια τέτοια κοινότοπη άποψη συνιστά η ίδια προϊόν ιδεολογίας. Εκλαμβάνει κάτι που είναι ένα κοινωνικά παραγόμενο σύνολο διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπινων όντων σαν «φυσικές» και αμετάβλητες διαφορές, είτε ερμηνεύει αυτές τις διαφορές βιολογικά είτε πολιτισμικά. Ως εκ τούτου, ένα κρίσιμο πρώτο βήμα για κάθε αντιρατσιστική πολιτική περιλαμβάνει την αποφυσικοποίηση αυτού που εμφανίζεται ως δεδομένο (Gilroy 2004) και την αμφισβήτηση των ρατσιστικών βεβαιοτήτων τού τι σημαίνει, για παράδειγμα, «λευκός», «μαύρος» και «καφέ» και του τρόπου με τον οποίο οι διαφορετικές αυτές φυλετικές ταυτότητες παράγονται και μετατρέπονται σε κανονικούς τρόπους «αποκωδικοποίησης» και εντοπισμού άλλων ανθρώπων αλλά και του εαυτού μας μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά πλαίσια και ιστορικές στιγμές. Ή, όπως το θέτει η Linda Martín Alcoff (2006, 88): «Για να είναι πειστική, ορισμένη θεώρηση της κοινωνικής ταυτότητας πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσει την ιστορική ρευστότητα και αστάθεια, καθώς και τις διαφορές στο εσωτερικό των ταυτοτήτων, και την ίδια στιγμή να εξηγήσει επίσης την ισχυρή εμφάνεια και εμμένεια των ταυτοτήτων ως αυτοπεριγραφών και ως προ-ενδείξεων για το πώς αντιμετωπίζεται κανείς και για το ποιες είναι οι ρεαλιστικές επιλογές ζωής του».
Ως εκ τούτου, η πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να υιοθετήσει μια διαχρονική ή καθολική ιδέα του ρατσισμού και της φυλετικοποίησης εάν θέλει να συλλάβει αυτό που διακρίνει την πολιτική της «λευκής περιχαράκωσης» που έχει διαμορφωθεί στην τρέχουσα συγκυρία, καθώς λευκές κοινότητες που βρίσκονται σε αποδρομή σε μέρη όπως η Ευρώπη έχουν προσπαθήσει να αποσπάσουν κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά δικαιώματα, τα κοινωνικά προνόμια, τις κρατικές παροχές και τις οικονομικές ευκαιρίες που θεωρούν ότι συνιστούν νόμιμο δικαίωμά τους έναντι ενός υποτιθέμενου «κύματος» μετα-αποικιακών Άλλων (Rexhepi 2022). Η ακαδημαϊκή κοινότητα οφείλει, αντίθετα, να αναζητήσει ομοιότητες και διαφορές, συνέχειες και ασυνέχειες ανάμεσα σε αυτή τη στιγμή της ρατσιστικής παλινδρόμησης απέναντι στη μετανάστευση και τον ρατσισμό της αποικιοκρατικής περιόδου. Σε αυτό το σημείο, υποστηρίζω, ότι θα είχαμε να κερδίσουμε από τη συστηματική ενασχόληση με τον Φραντς Φανόν, έναν ψυχαναλυτή και επαναστάτη στοχαστή κατά της αποικιοκρατίας από τη Μαρτινίκα, του οποίου τα γραπτά αποτέλεσαν κεντρικό σημείο αναφοράς τόσο για τη ριζοσπαστική μαύρη παράδοση όσο και για τα αντιαποικιοκρατικά αντιστασιακά κινήματα, ιδίως στα μέσα και τα τέλη του 20ού αιώνα. Ο Φανόν ανάγει το «δεδομένο» της φυλής στο κοινωνικό και στην ιστορία. Επιδιώκει να αποκαλύψει πώς ο ρατσισμός παράγει βαθιά καταπιεστικούς κόσμους και διαταραγμένους εαυτούς, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος αρνείται να αποδεχθεί αυτή την πραγματικότητα ως «φυσική» ή καθοριστική. Η φαντασίωση της φυλής είναι ότι όλοι μένουν στη θέση που «δικαιούνται», μας λέει ο Φανόν, αλλά αυτή η ιεραρχική διάταξη είναι πάντα προϊόν βαθιά ασύμμετρων σχέσεων εξουσίας και βίας – και όχι της φύσης (2001, 40). Το δικό του όραμα μιας αντιρατσιστικής κριτικής δεν χάνει, ως εκ τούτου, ποτέ από τα μάτια του τις παθολογικές και αλλοτριωτικές επιπτώσεις του ρατσισμού, ούτε εγκαταλείπει την ελπίδα ενός αντιρατσιστικού και ισότιμου μέλλοντος.
Η στροφή του Φανόν στο κοινωνικό: από τους ρατσιστικούς κόσμους στους φυλετικοποιημένους εαυτούς
Το έργο του Φανόν, φυσικά, δεν είναι άγνωστο στις ακαδημαϊκές συζητήσεις σχετικά με την αποικιοκρατία και τις φυλετικοποιημένες αναβιώσεις της. Ο Φανόν υπήρξε κεντρική φιγούρα και αναφορά στο πλαίσιο των μαύρων σπουδών, της μετα-αποικιακής και αντι-αποικιακής κριτικής, της απο-αποικιακής θεωρίας και της πολιτικής σκέψης του Μαύρου Ατλαντικού, σε σημείο που ο Henry Louis Gates Jr. (1991) πρότεινε ακόμη και τη γέννηση του «κριτικού φανονισμού» σε συνέχεια σφοδρών αντιπαραθέσεων στη δεκαετία του 1980. Στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας όμως, τα γραπτά του Φανόν τείνουν να διαβάζονται πιο επιλεκτικά. Είτε εξυμνείται είτε δυσφημίζεται ως θεωρητικός της πολιτικής βίας, είτε αντιμετωπίζεται περίπου σαν ψυχολόγος των καταπιεσμένων φυλετικών μειονοτήτων. Αντίθετα, εγώ ακολουθώ στοχαστές όπως ο Stuart Hall (2021), ο Paul Gilroy (2004), η Sylvia Wynter (2001) και ο Achille Mbembe (2017), εστιάζοντας στο πώς ο Φανόν θεωρητικοποίησε τον ρατσισμό ως προβλήμα που κατανοείται καλύτερα μέσα από αυτό που ονόμασε «κοινωνιογένεση» (sociogenesis). Σε αντίθεση με όσους επιχείρησαν να φυσικοποιήσουν τη «φυλή» και να την αντιμετωπίσουν σαν έμφυτο βιολογικό δεδομένο σχετικά με τους ανθρώπινους τύπους, ο Φανόν υποστήριξε ότι πρέπει να την αναγάγουμε στους κοινωνικούς σχηματισμούς εντός των οποίων γίνεται σημαίνουσα μορφή ταυτοποίησης, είτε των Άλλων είτε του εαυτού μας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο εκάστοτε καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, στην κοινωνική αρχιτεκτονική και τις χωροταξικές διαιρέσεις, στις νομικές κωδικοποιήσεις, στις κρατικές τεχνικές διακυβέρνησης, στις πηγές μαζικής πολιτισμικής παραγωγής, στις ιδεολογίες και τις συναισθηματικές οικονομίες που «κάνουν» τις φυλετικές διακρίσεις πολιτικά και προσωπικά σημαντικούς τρόπους πλοήγησης στον κόσμο μας. Ή όπως το θέτει ο Φανόν (2008, 178): «Το πρόβλημα των μαύρων δεν αφορά μόνο τους μαύρους που ζουν ανάμεσα στους λευκούς, αλλά τον μαύρο άνθρωπο που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, υποδουλώνεται και περιφρονείται από μια αποικιοκρατική και καπιταλιστική κοινωνία που τυχαίνει να είναι λευκή».
Η επιστροφή του Φανόν στο κοινωνικό μάς αναγκάζει να θεωρητικοποιήσουμε τη φυλή όχι σαν ουσιώδες δεδομένο για τα ανθρώπινα όντα ή σαν απλό επιστημικό λάθος, αλλά, αντίθετα, ως προϊόν του συλλογικού μας πράττειν. Με αυτό εννοώ ότι ο Φανόν θεωρούσε ότι όλοι οι φυλετικοί σχηματισμοί παράγονται, παγιώνονται ή ανακατασκευάζονται μέσω φυλετικοποιημένων πρακτικών, οι οποίες αφενός οικοδομούν ρατσιστικούς κόσμους και αφετέρου παράγουν φυλετικοποιημένα υποκείμενα. Από αυτή την άποψη, οι φυλετικές ιεραρχίες ήταν για τον Φανόν ήδη πάντα μετα-σταθερές: Απαιτούνταν οικονομική, πολιτική και ιδεολογική δουλειά για να δημιουργηθούν, αλλά αυτό πάντοτε σήμαινε ότι μπορούσαν να αναδιαρθωθούν και δυνητικά να διαλυθούν. Ο αποτελεσματικός αντιρατσιστικός αγώνας έπρεπε επομένως να επικεντρωθεί στο πώς λειτουργούσε ο ρατσισμός σε συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς. Ή, όπως μας υπενθυμίζει ο Stuart Hall (2021, 59), ενώ υπάρχει κάτι απάνθρωπο σε κάθε είδους ρατσισμό, ο ρατσισμός είναι επίσης «ιστορικά συγκεκριμένος». Δεν πρέπει να συγχέουμε την ηθική καταδίκη του ρατσισμού ως άδικου και επιβλαβούς με την κοινωνική κριτική αυτού που επιτυγχάνει, του είδους των κοινωνιών που οικοδομεί και των υποκειμενικοτήτων που διαμορφώνει, των πολιτικών συνασπισμών που συμπηγνύει και της αλληλεγγύης που διαρρηγνύει.
Ο Φανόν είχε επίσης επίγνωση του κακού που ο ρατσισμός και η βία των αποικιακών κόσμων μπορούσαν να προκαλέσουν σε όσους κρατούσαν καθηλωμένους. Για αυτόν, η αποικιοκρατία δεν ήταν απλώς πηγή και πεδίο αδικίας, αλλά επιπλέον παρήγε παθολογικές κοινωνικές σχέσεις μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενων, μεταξύ λευκών κυρίαρχων υποκειμένων και μαύρων υποταγμένων. Το μανιχαϊστικό παραλήρημα περί λευκής ανωτερότητας και μαύρης ή αραβικής κατωτερότητας μπορούσε να διαστρεβλώσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονταν μεταξύ τους αλλά και με τον εαυτό τους. Υπό συνθήκες φυλετικής κυριαρχίας, «ο λευκός άνθρωπος είναι φυλακισμένος στη λευκότητά του», γράφει ο Φανόν (2008, xiii-xiv), «ο μαύρος άνθρωπος στη μαυρίλα (blackness) του». Όταν είναι εμμενείς και συνηθισμένες routine, οι συνθήκες φυλετικής (παρ)αναγνώρισης μπορεί να εσωτερικευθούν: Διαστρεβλώνουν δραστικά τη διαδικασία συγκρότησης των υποκειμένων με τρόπους που μπορούν να αποκλείσουν τα υποκείμενα από μια υγιή σχέση με τον ενσώματο εαυτό τους και να ανασχέσουν την ικανότητά τους για δημιουργική αυτοπραγμάτωση. Ο Φανόν διερευνά αυτές τις διαδικασίες εσωτερίκευσης με ψυχαναλυτικούς όρους, υποστηρίζοντας ότι η έκθεση στη λευκή κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές ή μη υγιείς στρατηγικές επιβίωσης των μαύρων ή ιθαγενών υποκειμένων των οποίων ο εαυτός απανθρωποποιείται τακτικά. Όπως το έθεσε σε μια διάλεξή του, πρέπει να ρωτήσουμε: «Ποιοι είναι οι αμυντικοί μηχανισμοί τους;» (1964, 38). Ένα από τα κύρια παθολογικά συμπτώματα που διέγνωσε ο Φανόν (2008, 29· 1964, 39) στους μαύρους υπηκόους της Μαρτινίκας, για παράδειγμα, ήταν η τάση τους να αναπτύξουν μια ολοκληρωτική επιθυμία ισότιμης αναγνώρισης εκ μέρους του λευκού αποικιοκράτη – μια συναισθηματική επένδυση που, όπως υποστήριζε, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει για δομικούς λόγους και η οποία μπορούσε να οδηγήσει σε αποξένωση από τον εαυτό.
Οι λευκοί αποικιοκράτες έγιναν, με τη σειρά τους, εμμονικοί με το να κρατήσουν τους αποικιοκρατoύμενους στη δικαιωματική (διάβαζε: υποδεέστερη) θέση τους. Φοβούνταν αλλά και έλκονταν από τη φετιχοποιημένη άποψή τους για τον φυλετικοποιημένο Άλλο, την οποία είχαν «συνυφάνει … μέσα από χίλιες λεπτομέρειες, ανέκδοτα και ιστορίες». Ο Φανόν (2008, 91, 73) γράφει: «Είναι ο ρατσιστής αυτός που δημιουργεί τον κατώτερο». Τελικά, προειδοποιούσε, αυτό σημαίνει ότι τα λευκά υποκείμενα είναι παγιδευμένα σε μια στάση άρνησης και αποκήρυξης: αρνούνται να γνωρίσουν τον κόσμο που τα ίδια δημιούργησαν και από τον οποίο συνεχίζουν να επωφελούνται, υλικά και ψυχικά. Ή, όπως τονίζει ο James Baldwin (1995, 8), πολλοί λευκοί δεν θέλουν να ξέρουν πόσο υποφέρουν οι μαύροι – τόσο επειδή αυτό θα τους έφερνε σε δύσκολη ηθικά θέση όσο και επειδή ο ρατσισμός σε βάρος των μαύρων τούς έχει κάνει απλώς να μη νοιάζονται και τόσο για το τι τους συμβαίνει. Ο Φανόν (2008, 101) περιγράφει αυτή την υπαρξιακή-συναισθητική ανικανότητα να εκτιμηθεί η ζωή των μαύρων στο Black Skin, White Masks ως «συναισθηματική αγκύλωση» (affective ankylosis), αναφερόμενος σε μια παθολογική κατάσταση που αδρανοποιεί τη σπονδυλική στήλη στη θέση της και δεν επιτρέπει στο σώμα να καμφθεί. Τα αλλοτριωμένα λευκά υποκείμενα έχουν χάσει την ικανότητά τους να «σκύβουν» συναισθηματικά προς τους Άλλους μιας φυλετικής μειονότητας, να τους βλέπουν ως άξιους φροντίδας και ενσυναίσθησης. Εδώ είναι που το κανονιστικό στοιχείο της διάγνωσης του Φανόν γίνεται αναπόφευκτο. Στο φόντο των ανεξέλεγκτων δολοφονιών από αστυνομικούς, των τακτικών βασανιστηρίων, της σφαγής των ιθαγενών πληθυσμών, της συστηματικής απαλλοτρίωσης και καταλήστευσης των μαύρων και των ιθαγενών κοινοτήτων, δεν μπορεί να υπάρξει περιθώριο για άγνοια ή απάθεια των λευκών. Αποκηρύσσοντας την εμπλοκή τους στα δεινά που υφίστανται οι μαύροι, τα λευκά υποκείμενα χάνουν την ικανότητά τους να σχετιστούν υγιώς με την ίδια τους την ανθρωπινότητα. Έτσι, ο Φανόν (1964, 16) ρωτάει τους Γάλλους γιατρούς με τους οποίους συνεργάζεται: «Αν δεν θέλετε τον άνθρωπο που είναι μπροστά σας, πώς μπορώ να πιστέψω τον άνθρωπο που ίσως βρίσκεται μέσα σας;».
Η αντιμετώπιση των φυλετικών ιεραρχιών προϋποθέτει για τον Φανόν την ταυτόχρονη εργασία σε δύο επίπεδα. Πρώτον, πρέπει να διαλύσουμε τους φυλετικοποιημένους θεσμούς και χώρους και τις πρακτικές που δομούν τις κοινωνίες στη βάση της φυλετικής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις αποξενωτικές και αλλοτριωτικές συνήθειες που διαιρούν και αποδυναμώνουν τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα. «Η αληθινή απο-αλλοτρίωση του μαύρου ανθρώπου προϋποθέτει μια βάναυση συνειδητοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας», υποστηρίζει ο Φανόν (2008, xiv-xv) . «Το σύμπλεγμα κατωτερότητας μπορεί να αποδοθεί σε μια διπλή διαδικασία: Πρώτον, οικονομική. Έπειτα, στην εσωτερίκευση ή μάλλον στην “επιδερμοποίηση” αυτής της κατωτερότητας». Αν εστιάσουμε αποκλειστικά στη συμπεριφορά και τις συνήθειες των ατόμων, είναι σαν να αγνοούμε τις ζωτικές θεσμικές και δομικές πηγές της λευκής κυριαρχίας. Από την άλλη, αν αποκλείσουμε τις «στάσεις» των ανθρώπων απέναντι στις βαθιά άνισες και εντεινόμενες κρίσεις μέσα στις οποίες ζουν, είναι σαν να υποθέτουμε ότι όλοι είναι ήδη έτοιμοι για τον αντιρατσιστικό αγώνα, καθώς και ότι είναι ταγμένοι στο είδος της δράσης και των θυσιών που θα απαιτηθούν για την επίτευξη ενός πιο ισότιμου και απο-αλλοτριωμένου κόσμου. «Η πρόγνωση», καταλήγει ο Φανόν (2008, xv), «βρίσκεται στα χέρια εκείνων που είναι έτοιμοι να ταρακουνήσουν τα σκουληκοφαγωμένα θεμέλια του [ευρωμοντέρνου] οικοδομήματος».
Αυτή η κοινωνιογενής προσέγγιση των φυλετικών ιεραρχιών προσφέρει μια παραγωγική διέξοδο τόσο για την πολιτική θεωρία όσο και για τους καθημερινούς ανθρώπους που αγωνίζονται για τη φυλετική δικαιοσύνη. Πολύ συχνά σκεφτόμαστε τον ρατσισμό και τη «φυλή» με τον έναν από δύο μη παραγωγικούς τρόπους. Πρώτον, πολλοί μελετητές και πολιτικά πρόσωπα αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό κυρίως σαν επιστημικό πρόβλημα. Με άλλα λόγια, λες και το ζήτημα είναι απλώς το ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν εσφαλμένες πεποιθήσεις για μια άλλη ομάδα ανθρώπων. Αυτές οι πεποιθήσεις μπορούν να θεωρητικοποιηθούν είτε ως συνειδητές δεσμεύσεις όσον αφορά, για παράδειγμα, την ανωτερότητα των λευκών και την κατωτερότητα των μαύρων, είτε ως ασυνείδητες μορφές προκατάληψης, που κληρονομήθηκαν από την προβληματική σχολική εκπαίδευση και οι οποίες «βγαίνουν στην επιφάνεια» σε καίριες στιγμές για να υπηρετήσουν πρακτικές διακρίσεων. Σύμφωνα με αυτή τη διατύπωση του προβλήματος, το μόνο που απαιτείται για τη διάλυση των φυλετικών ιεραρχιών και την εξάλειψη του ρατσισμού είναι καλύτερη εκπαίδευση και αυτοκριτική (το έργο του Robin DiAngelo σχετικά με την ευθραυστότητα και την αντιρατσιστική βελτίωση των λευκών είναι εν προκειμένω ένα καλό παράδειγμα). Μόλις αποκαλύψουμε στους ανθρώπους ότι οι πεποιθήσεις τους σχετικά με τη μουσουλμανική κοινότητα, για παράδειγμα, δεν βασίζονται στ’ αλήθεια στην πραγματικότητα, αλλά σε προκαταλήψεις, τότε θα εγκαταλείψουν αυτές τις πεποιθήσεις και θα υιοθετήσουν αντιρατσιστικές αρχές ισότητας (ή τουλάχιστον έτσι λέει η λογική του επιχειρήματος).
Η δεύτερη θεωρητική παγίδα που εμφανίζεται συχνά είναι η αντιμετώπιση του ρατσισμού σαν ενός είδους ανθρωπολογικό σχεδόν χαρακτηριστικό που είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους όταν έρχονται αντιμέτωποι με «ξένους». Αυτή η τάση παρουσιάζει το φόβο και το μίσος για το Άλλο σαν ένα είδος υποβόσκουσας ψυχολογικής προδιάθεσης που μπορεί να πυροδοτηθεί ή να απελευθερωθεί υπό ορισμένες κοινωνικές συνθήκες. Ορισμένα από τα πρώιμα γραπτά της Σχολής της Φραγκφούρτης για τον φασισμό και την αυταρχική προσωπικότητα ανατρέχουν σε αυτό τον τρόπο να νοηθούν ο ρατσισμός και η προκατάληψη, ιδίως όταν προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί ορισμένα ψυχολογικά προφίλ είναι πιο επιρρεπή σε αυτού του είδους την απενοχοποιημένη επιθετικότητα απέναντι σε ομάδες που έχουν γίνει αποδιοπομπαίοι τράγοι (Adorno, Frenkel-Brunswik, and Levinson 2019) .
Μια τέτοια ανάγνωση όμως, παρότι ορθώς παρουσιάζει μια λιγότερο ορθολογιστική και γνωσιοκρατική προσέγγιση του ρατσισμού από την πρώτη τάση, εξακολουθεί να αποκόπτει τον ρατσισμό από το ιστορικό πλαίσιο και από τις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που τον καθιστούν λειτουργικό κοινωνικό κανόνα σε μια δεδομένη κουλτούρα. Έτσι της διαφεύγει η πολιτική δουλειά που επενδύεται στο να γίνουν οι φυλετικοποιημένες διακρίσεις άγκυρες για συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος, η αηδία, η περιφρόνηση και η παραβατική επιθυμία, και εστιάζει, αντίθετα, σε υποτιθέμενα εγγενή ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή προδιαθέσεις. Όπως μας προειδοποιεί ο Φανόν (1964, 41), «ο ρατσισμός δεν είναι … μια σταθερά του ανθρώπινου πνεύματος, είναι … μια διάθεση που εντάσσεται σε ένα καλά καθορισμένο σύστημα», αυτό της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης. Καμία από τις δύο προσεγγίσεις –ούτε η υπερβολικά ορθολογική, καθοδηγούμενη από την αρετή, ούτε η ανθρωπολογική ερμηνεία των ψυχικών ορμών– δεν μπορεί να εξηγήσει τις συγκεκριμένες κοινωνικές διευθετήσεις που προκαλούν και οργανώνουν τον ρατσισμό. Όπως έχει επισημάνει η Ομάδα Εργασίας «Φυλή και Πολιτική» του Κέντρου Σύγχρονων Πολιτιστικών Σπουδών (1979) σε ένα κείμενο εργασίας, μια θεωρητικά επαρκής θεώρηση του ρατσισμού θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει υπόψη της το ρόλο του κράτους και των φυλετικοποιημένων καθεστώτων καπιταλιστικής συσσώρευσης. Διαφορετικά, μας απομένουν μόνο εκδοχές του αντιρατσιστικού αγώνα που εργάζονται για να «εκπαιδεύσουν» ή να «περιστείλουν» τις ενστικτώδεις ορμές μας, ενώ αφήνουν τους πρωταρχικούς τόπους της φυλετικοποιημένης κυριαρχίας άθικτους και ανέγγιχτους.
Διαβάζοντας τον Φανόν στη (μετα)αυτοκρατορική συγκυρία
Η αναγωγή του ρατσισμού στο κοινωνικό –δηλαδή το να δούμε πώς οι φυλετικοποιημένες πρακτικές διαμορφώνουν κόσμους δομημένους με βάση τη φυλετική κυριαρχία και παραγάγουν «είδη ανθρώπων» (Hacking 1999) των οποίων οι ταυτότητες και οι συνήθειες διαμορφώνονται από το πώς ενσαρκώνουν τη φυλετική καταγωγή τους– αναγκαστικά αντιγυρίζει αυτά τα ερωτήματα στην ιστορία. Προαπαιτεί να τοποθετήσουμε τις συγκεκριμένες μορφές ρατσισμού στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνονται και συνιστούν σημαίνοντα όρια στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας και με τους άλλους σε αλληλένδετα δίκτυα εξουσίας. Αλλά αυτή η έμφαση στην ιστορική ιδιαιτερότητα δημιουργεί ένα νέο πρόβλημα στους σύγχρονους αναγνώστες του Φανόν, δεδομένου ότι εργαζόταν και αγωνιζόταν υπό ένα πολύ διαφορετικό σύνολο ιστορικών συνθηκών από αυτές που αντιμετωπίζουν σήμερα οι φυλετικές μειονότητες (με εξαίρεση τους Παλαιστίνιους, που είναι παγιδευμένοι στον κτηνώδη πόλεμο «καμένης γης» του Ισραήλ στη Γάζα και στο ευρύτερο ισραηλινό σχέδιο εκδίωξης των εποίκων). Ο Φανόν έγραφε, άλλωστε, τη στιγμή της αντιαποικιοκρατικής εξέγερσης, στο λυκόφως των επίσημων αυτοκρατοριών της Ευρώπης στην Αφρική, την Ασία και την Αμερική. Τα δοκίμια και τα βιβλία του αποδείχθηκαν κομβικά για τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες και τους αγώνες του Τρίτου Κόσμου ενάντια στον ιμπεριαλισμό (Kelley and Esch 2008). Αυτό εγείρει το ερώτημα τού τι θα είχε να πει σε μια συγκυρία σαν αυτή της (μετα)αυτοκρατορικής Βρετανίας, η οποία έχει περάσει τα τελευταία 50 χρόνια μεταμορφώνοντας τον εαυτό της από παρακμάζουσα πολυφυλετική αυτοκρατορία σε βαλλόμενο (και μνησίκακο) λευκό έθνος-κράτος. Μια Μικρά Αγγλία που περιβάλλεται από εχθρούς και «ρυπογόνα στοιχεία», είτε από μια πολιτισμικά ύποπτη Ευρώπη είτε από υποτιθέμενους πολιτισμικούς Άλλους από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή (Schwarz 2011).
Θα τολμούσα ωστόσο να πω ότι πολλές από τις ιδέες του Φανόν συνεχίζουν να έχουν απήχηση στο σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στο πλαίσιο του ευρύτερου ευρωπαϊκού σχεδίου μαχητικής υπεράσπισης της «λευκής περιχαράκωσης» (Rexhepi, 2022) ενόψει της μετααποικιακής μετανάστευσης στις πρώην μητροπόλεις της ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι ακροδεξιές κινήσεις που αναδύονται σήμερα εμπορεύονται σκόπιμα τον πολιτισμικό λόγο περί του εαυτού/Άλλου και προωθούν μορφές προνοιακού εθνικισμού που προορίζονται να κρατήσουν τα λάφυρα του παλιού αυτοκρατορικού συστήματος για τους «δικαιωματικούς» κληρονόμους τους, δηλαδή για την παραδοσιακή λευκή εργατική και τη μεσαία τάξη (Kalb 2025). Δεν πρόκειται απλώς για μια μέθοδο ανάλυσης του ρατσισμού που μπορεί να «ταξιδέψει» από την αντιαποικιοκρατική συγκυρία στο παρόν. Για παράδειγμα, θα πρέπει να συνεχίσουμε να λαμβάνουμε υπόψη την άποψη του Φανόν ότι οι προκαταλήψεις ή οι πεποιθήσεις εναντίον των μαύρων δεν είναι «αποκλίνουσες», αλλά φυσιολογικές στις ρατσιστικές κουλτούρες (1964, 40). Πολύ συχνά, οι πολιτικοί σχολιαστές αντιμετωπίζουν σήμερα τον ρατσισμό σαν απομεινάρι ενός προ-διαφωτιστικού παρελθόντος, σαν το παράλογο ξέσπασμα μιας ακροδεξιάς μειοψηφίας, όταν στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος του πολιτικού μας λόγου λειτουργεί μέσω παρόμοιων φυλετικοποιημένων πλαισίων που θεωρούν ορισμένες κοινότητες επικίνδυνους και μη αφομοιώσιμους Άλλους (ηγέτες που φλερτάρουν με ισλαμοφοβικά αφηγήματα για τους μουσουλμάνους που «δεν συμμερίζονται τις βρετανικές αξίες», όπως ο σημερινός ηγέτης των Συντηρητικών Kemi Badenoch, είναι εν προκειμένω ένα προφανές παράδειγμα, αλλά και η κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Starmer έχει επιστρατεύσει ρητορικά σχήματα που θυμίζουν τον Enoch Powell στον απόηχο της αυξανόμενης απήχησης του ακροδεξιού Reform Party).
Από την άλλη, ο ηθικός πανικός σχετικά με τις «συμμορίες αποπλάνησης», που ο Elon Musk έκανε τόσα για να υποδαυλίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνεχίζει να εμπορεύεται το είδος της σεξουαλικοποιημένης ανησυχίας που περιβάλλει τους άνδρες που ανήκουν σε φυλετικές μειονότητες και την απειλή που αυτοί δήθεν συνιστούν για τα λευκά νεαρά κορίτσια και γυναίκες. Στο Black Skin, White Masks ο Φανόν (2008, 142- 49) επισημαίνει το πώς το φυλετικό φαντασιακό των λευκών συναρπάζεται από τη σεξουαλικότητα των μαύρων ανδρών και το πώς αυτή η φετιχοποίηση κάνει τους μαύρους άνδρες να φαντάζουν σαν απειλή για τη λευκή αρρενωπότητα και τον υποτιθέμενο έλεγχο που ασκεί στις λευκές γυναίκες. Υπάρχει ένα βαθύ πηγάδι ρατσιστικών στερεοτύπων, φαντασιώσεων και συναισθηματικών επιδράσεων σε αυτές τις πρώην αυτοκρατορικές μητροπόλεις, που μπορούν εύκολα να επανενεργοποιηθούν και να επαναδιατυπωθούν έναντι νέων στόχων, παρουσιαζόμενα σαν ένα είδος φυλετικής «κοινής λογικής». Και όπως μας υπενθυμίζει ο Stuart Hall κ.ά. (2013), αυτοί οι ηθικοί πανικοί είναι επικίνδυνοι επειδή νομιμοποιούν νέες μορφές αυταρχικής εξουσίας, καθώς η αστυνόμευση, η φυλάκιση και η απέλαση αυτών των «βίαιων» και «ανυπότακτων» πληθυσμών θεωρούνται πλέον ορθολογικές και αναγκαίες κρατικές απαντήσεις.
Οι ανησυχίες του Φανόν σχετικά με τα τραύματα που μπορεί να προκαλέσει στους μαύρους και στις φυλετικές μειονότητες η τακτική έκθεση στη λευκή κυριαρχία παραμένουν κρίσιμες για να κατανοήσουμε το τίμημα του ρατσισμού. Το να ζεις υπό την απειλή της ρατσιστικής απανθρωποποίησης και βίας είναι μια βαθιά αγχωτική εμπειρία. Όπως σημειώνει ο Φανόν (2001, 44), «στον αποικιακό κόσμο, η συναισθηματική ευαισθησία του αποικιοκρατούμενου υποκειμένου διατηρείται στην επιφάνεια του δέρματός του σαν ανοιχτή πληγή από καυστικό υγρό». Καθώς τα ισλαμοφοβικά εγκλήματα μίσους έχουν αυξηθεί στον απόηχο της γενοκτονίας του ισραηλινού κράτους στη Γάζα, πολλές Βρετανίδες μουσουλμάνες ανέφεραν ότι φοβούνται να βγουν έξω ή να πάνε τα παιδιά τους στην παιδική χαρά (Mohdin και Osuh 2025). Στις Ηνωμένες Πολιτείες μελέτες σχετικά με τις φυλετικές ανισότητες στην υγεία δείχνουν ότι το «κοινωνικό στρες» του ρατσισμού μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά τους μαύρους Αμερικανούς, επιδεινώνοντας τη σωματική και ψυχική τους υγεία (βλ., για παράδειγμα, Anderson 2013). Τα βάρη του έμφυλου ρατσισμού έχουν ιδιαίτερα οξείες επιπτώσεις στην υγεία των μαύρων μητέρων, καθώς επιταχύνουν τη γήρανση και αυξάνουν τον κίνδυνο επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό (Patterson, Becker, and Baluran 2022). Ο ρατσισμός, όπως επισημαίνουν οι Shatema Threadcraft και Naa Oyo A. Kwate (2017), μπορεί να σκοτώσει γρήγορα, αλλά μπορεί να σκοτώσει και αργά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πάλι, οι μαύρες μητέρες και οι μητέρες από τη Νότια Ασία εξακολουθούν να υποφέρουν από χειρότερες επιδόσεις μητρικής υγείας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κοινωνικά παραγόμενη επιβάρυνση δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα των ΗΠΑ (Vousden et al. 2024). Ιδιαίτερα οι κοινότητες των μαύρων Βρετανών έχουν μιλήσει για την απογοήτευση και το θυμό που νιώθουν όταν τους λένε, ξανά και ξανά, ότι δεν ανήκουν στη Βρετανία – ότι κατά κάποιον τρόπο δεν είναι «αληθινοί» Βρετανοί και ότι το δικαίωμά τους να ζουν, να εργάζονται και να δημιουργούν οικογένεια στη Βρετανία μπορεί να υπονομευθεί ή να αρθεί κατά το δοκούν. Ή, όπως το έθεσε μια μαύρη Βρετανίδα από την Καραϊβική, «με χαρτιά ή χωρίς χαρτιά, [το σκάνδαλο Windrush] με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είμαστε φιλοξενούμενοι σε αυτή τη χώρα. Δεν έχει σημασία τι ρίζες έχουμε εδώ» (παρατίθεται στο Stein and and Shankley 2024, 149).
Ωστόσο, το σημείο στο οποίο τα γραπτά του Φανόν σήμερα είναι τα πλέον προφητικά έχει να κάνει με τις υποψίες του για το «μανιχαϊστικό παραλήρημα» το οποίο οι αποικιακοί κόσμοι εργάστηκαν τόσο σκληρά για να θεσμοποιήσουν και να αστυνομεύσουν. Η δήθεν εύκολη φυλετική αλληλεγγύη και η εθνοτική ιδέα του έθνους αποκρύπτουν περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν. Προσφέρουν φθηνές εκδοχές του καθεστώτος και της ασφάλειας που αναζητούν πολλές λευκές κοινότητες, οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες σε τέτοιες απειλές κατά της θέσης τους. Και υπηρετούν τη σύμπηξη αυταρχικών συνασπισμών που πολλαπλασιάζουν την κρατική εξουσία φυλάκισης με το ένα χέρι, ενώ συμβιβάζονται με το χρηματοπιστωτικό και τεχνολογικό κεφάλαιο με το άλλο. Όπως προειδοποίησε ο Φανόν (2001, 115) στην περίπτωση του αντιαποικιοκρατικού αγώνα για την αυτοδιάθεση της Αλγερίας, «ορισμένα τμήματα του πληθυσμού έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα, τα οποία δεν συμπίπτουν πάντα με το εθνικό συμφέρον… Μια τέτοια αποτίμηση της κατάστασης σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή του αγώνα είναι αποφασιστική, γιατί επιτρέπει στο λαό να περάσει από τον απόλυτο, χωρίς διακρίσεις εθνικισμό στην κοινωνική και οικονομική συνειδητότητα». Σε μια συναφή –αν και ιστορικά ασύνδετη– κατεύθυνση, πρέπει να αναρωτηθούμε σήμερα τι είδους χειραφετητικές πολιτικές αποκλείονται από τις σημερινές κρατικές πρακτικές της λευκής περιχαράκωσης και τις εθνικιστικές φαντασιώσεις εθνοτικής φυλετικής καθαρότητας που τις συνοδεύουν. Ποια εναλλακτικά σενάρια μπορεί να είναι πιθανά στο μέλλον, τόσο για εμάς όσο και για τον πλανήτη μας, αν κοινωνίες όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου (ή της Ευρώπης ευρύτερα) απορρίψουν αυτή την ονειροφαντασία ενός λευκού δικαιώματος και τις πρακτικές της συσσώρευσης πόρων, της καπιταλιστικής εξόρυξης, της νεοαποικιακής εξάρτησης και της διακυβέρνησης μέσω της «μεγέθυνσης» και του χρέους που το τροφοδότησαν;
Ο Φανόν δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί τις αλλεπάλληλες κρίσεις στις οποίες βρισκόμαστε σήμερα, ιδίως την πλανητική καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία απειλεί εξίσου την ανθρώπινη και τη μη ανθρώπινη ζωή. Απορρίπτοντας ωστόσο κατηγορηματικά τον ρατσισμό και τη βίαιη διάταξη του ανθρώπινου που αυτός επιτάσσει, μας καλεί να παραμείνουμε σε εγρήγορση, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αναβίωση του λευκού εθνοτικού εθνικισμού, με την άνοδο της ριζοσπαστικής και της άκρας Δεξιάς και με κρατικές πρακτικές φυλάκισης, ακόμη και εξόντωσης, που εκθέτουν τις φυλετικές μειονότητες στον κίνδυνο πρόωρου θανάτου (Gilmore 2015). Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, μια απλοϊκή ηθικιστική προσέγγιση των φυλετικών προκαταλήψεων δεν αρκεί. Ή, όπως μας θυμίζει ο Fanon (1964, 35), «δεν είναι ως αποτέλεσμα της εξέλιξης του μυαλού των ανθρώπων που ο ρατσισμός χάνει την τοξικότητά του».
Πηγές:
Adorno, Theodor W., Else Frenkel-Brunswik, and Daniel J. Levinson. 2019. The Authoritarian Personality. London: Verso.
Alcoff, Linda. 2006. Visible Identities: Race, Gender, and the Self. New York;
Oxford: Oxford University Press.
Anderson, Kathryn Freeman. 2013. ‘Diagnosing Discrimination: Stress from
Perceived Racism and the Mental and Physical Health Effects’.
Sociological Inquiry 83 (1): 55–81.
https://doi.org/10.1111/j.1475-682X.2012.00433.x.
Baldwin, James. 1995. The Fire Next Time. New York: Modern Library.
Brown, Wendy. 2018. ‘Neoliberalism’s Frankenstein: Authoritarian Freedom
in Twenty-First Century “Democracies”’. Critical Times (Berkeley, Calif.)
1 (1): 60–79. https://doi.org/10.1215/26410478-1.1.60.
Carothers, Thomas, and Benjamin Press. 2022. ‘Understanding and Responding to Global Democratic Backsliding’. Carnegie Endowment for International Peace, October, 1–27.
Fanon, Frantz. 1964. Toward the African Revolution: Political Essays.
New York: Grove Press.
———. (1963) 2001. The Wretched of the Earth. London: Penguin Books.
———. 2008. Black Skin, White Masks. Translated by Richard Philcox.
New York: Grove Press.
Fassin, Éric. 2017. Populisme: Le Grand Ressentiment. Paris: Éditions Textuel. Gates, Jr., Henry Louis. 1991. ‘Critical Fanonism’. Critical Inquiry 17
(3): 457–70. https://doi.org/10.1086/448592.
Gilmore, Ruth Wilson. 2015. ‘Organized Abandonment and Organized Violence: Devolution and the Police’. Lecture, UC Santa Cruz Music Recital Hall, November 9. https://vimeo.com/146450686.
Gilroy, Paul. 2004. After Empire: Melancholia or Convivial Culture?
London: Routledge.
Gupta, Suman, and Satnam Virdee. 2018. ‘Introduction: European Crises: Contemporary Nationalisms and the Language of “Race”’. Ethnic and Racial Studies 41 (10): 1747–64. https://doi.org/10.1080/01419870.20 17.1361545.
Hacking, Ian. 1999. The Social Construction of What? Cambridge, Mass.; London: Harvard University Press.
Hall, Stuart. 2021. Selected Writings on Race and Difference. Duke University Press. https://doi.org/10.2307/j.ctv1hhj1b9.
Hall, Stuart, C. Critcher, Tony Jefferson, John Clarke, and Brian Roberts. 2013. Policing the Crisis: Mugging, the State and Law and Order. 2nd edition, 35th anniversary edition. Houndmills, Basingstoke, Hampshire: Palgrave Macmillan.
Kalb, Don. 2023. ‘Double Devaluations: Class, Value and the Rise of the Right in the Global North’. Journal of Agrarian Change 23 (1): 204–19. https://doi.org/10.1111/joac.12484.
———. 2025. Value and Worthlessness: The Rise of the Populist Right and Other Disruptions in the Anthropology of Capitalism. Bergen: Trond Mohn Foundation. https://doi.org/10.3167/9781805398226.
Kelley, Robin D G, and Betsy Esch. 2008. ‘Black Like Mao: Red China and Black Revolution’. In Afro Asia: Revolutionary Political and Cultural Connections between African Americans and Asian Americans, edited by Fred Ho and Bill V. Mullen, 97–154. Durham, NC: Duke University Press.
Kwate, Naa Oyo A., and Shatema Threadcraft. 2017. ‘Dying Fast and Dying Slow in Black Space’. Du Bois Review 14 (2): 535–56. https://doi.org/10.1017/S1742058X17000169.
Mbembe, Achille. 2017. Critique of Black Reason. Translated by Laurent Dubois.
Durham: Duke University Press.
Mohdin, Aamna, and Chris Osuh. 2025. ‘UK Islamophobic Assaults Surged by 73% in 2024, Anti-Hate Crime Charity Reports’. The Guardian, 19 February 2025, sec. News. https://www.theguardian.com/news/2025/ feb/19/uk-islamophobic-assaults-surged-by-73-in-2024-anti-hate-charity-reports.
Mudde, Cas. 2019. The Far Right Today. Cambridge: Polity.
Patterson, Evelyn J., Andréa Becker, and Darwin A. Baluran. 2022. ‘Gendered Racism on the Body: An Intersectional Approach to Maternal Mortality in the United States’. Population Research and Policy Review 41 (3): 1261–94. https://doi.org/10.1007/s11113-021-09691- 2.
Plattner, Marc F. 2017. ‘Liberal Democracy’s Fading Allure’. Journal of Democracy 28 (4): 5–14.
Race and Politics Working Group. 1979. ‘On the Political Economy of Black Labour in Britain, and Sectional Class Interests’. In . CCCS Working Papers. Birmingham: Centre for Contemporary Cultural Studies, University of Birmingham.
Rexhepi, Piro. 2022. White Enclosures: Racial Capitalism and Coloniality along
the Balkan Route. Durham ; London: Duke University Press.
Schwarz, Bill. 2011. The White Man’s World. Oxford, New York:
Oxford University Press.
Stein, Tania, and William and Shankley. 2024. ‘“Paperwork or No Paperwork, We Are Guests in This Country”: Mothering and Belonging in the Wake of the Windrush Scandal’. Identities 31 (2): 141–60. https://doi.org/10.1 080/1070289X.2023.2189349.
Vousden, Nicola, Kathryn Bunch, Sara Kenyon, Jennifer J. Kurinczuk, and Marian Knight. 2024. ‘Impact of Maternal Risk Factors on Ethnic Disparities in Maternal Mortality: A National Population-Based Cohort Study’. The Lancet Regional Health – Europe 40 (May). https://doi.org/10.1016/j.lanepe.2024.100893.
Wynter, Sylvia. 2001. ‘Towards the Sociogenic Principle: Fanon, Identity, the Puzzle of Conscious Experience, and What It Is Like to Be “Black”’.
In National Identities and Socio-Political Changes in Latin America, edited by Antonio Gomez -Moriana and Mercedes Duran-Cogan. New York: Routledge.
Η Σάρα Μπάφκιν είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σπουδών (POLSIS) του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ