Macro

Διάλογος- προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο

Ελλάδα και Τουρκία έχουν κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία μπορούν να ασκηθούν ΜΟΝΟ κατόπιν οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Μόνο, δηλαδή, αφού περιβληθούν με κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Είτε με διμερή συμφωνία (όπως έγινε με την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία) είτε με Διεθνή Διαιτησία (Χάγη).
 
Οι δύο χώρες με τον πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία και ενώ υπάρχουν εύφλεκτες εστίες στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, έχουν ανάγκη από την υιοθέτηση μιας άλλης θεώρησης των μεταξύ τους σχέσεων. Και όχι από τον παροξυσμό της επιθετικής ρητορικής, πολλές φορές στα όρια της πολεμοκαπηλείας.
 
Η κυβέρνηση Ερντογάν με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (αποστρατιωτικοποίηση), προκλητικές- εθνικιστικές δηλώσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, με το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο, την αμφισβήτηση της Κυπριακής υφαλοκρηπίδας, τις υπερπτήσεις και πολλές άλλες προκλήσεις όπως οι έρευνες των σεισμογραφικών σκαφών σε αμφισβητούμενες περιοχές όπου και η Ελλάδα εγείρει νόμιμες αξιώσεις, έχει τη βασική ευθύνη για την κλιμάκωση της έντασης. Δεν ξεχνάμε επίσης, παρά τις μεγάλες ευθύνες της Ελληνικής πλευράς που οδήγησαν πριν 100 χρόνια στη Μικρασιατική καταστροφή αλλά και στην τραγωδία στην Κύπρο, ότι η Τουρκία είναι δύναμη εισβολής και κατοχής μέρους της εδαφικής Επικράτειας μιας ανεξάρτητης χώρας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ.
Είναι προφανές ότι εάν σε αυτό το πλαίσιο εκδηλωθεί οποιαδήποτε νέα απειλή εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας σύσσωμος ο ελληνισμός και οι Ένοπλες Δυνάμεις θα δώσουν την απάντηση.
Οι ευθύνες του ελληνικού εθνικισμού, ανάλογα με την ιστορική περίοδο είναι σημαντικές. Άλλοτε υποκινώντας και ενθαρρύνοντας εθνοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο ακόμη και το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου που οδήγησε στην Τουρκική εισβολή, άλλοτε απορρίπτοντας σχέδια λύσης ή υπονομεύοντας πρωτοβουλίες του ΓΓ του ΟΗΕ, άλλοτε με λεονταρισμούς περί “Αιγαίου ελληνικής λίμνης” και με την τυχοδιωκτική προβολή της θέσης για επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια και μάλιστα μονομερώς, ως δήθεν εφαρμογή δικαιώματος που απορρέει από το Δίκαιο της Θάλασσας.
Συναφή προβλήματα είναι το διαφορετικό εύρος των θαλασσίων (6 μίλια) από τα “σύνορα” στον αέρα (10 μίλια), η κατάσταση με την τουρκική και τις άλλες μουσουλμανικές μειονότητες στη Θράκη, τα δικαιώματα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και του Ορθόδοξου Πατριαρχείου, κυρίως με την αναγκαία επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Στην ένταση στην περιοχή συμβάλλουν οι άμετροι υπερεξοπλισμοί, η υποτίμηση της Γεωγραφίας, το κλίμα που καλλιεργούν τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης και η δημιουργία αξόνων τριμερών ή τετραμερών σχημάτων που δήθεν θα αποκόψουν την Τουρκία από την Ανατολική. Μεσόγειο. Από την άλλη, η πολιτική ζωή της Τουρκίας, φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη σε αναθεωρητισμούς και μεγαλοοθωμανισμούς με το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, τη στρατιωτική εισβολή στη Συρία, την εμπλοκή στον εμφύλιο της Λιβύης, αλλά και στη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στους Κούρδους και κάθε δημοκρατική φωνή στο εσωτερικό.
Στη χώρα μας, αντί για μια επιθετική πολιτική για Ειρήνη, Διάλογο και Συνεργασία, χέρι-χέρι με την αμυντική θωράκιση της χώρας, περισσεύουν οι αυταπάτες και οι μυωπικές αντιλήψεις περί καρότου (διάλογος που προσχηματικά διεξάγεται) και μαστιγίου (κυρώσεις που ποτέ δεν επιβάλλονται) και μάλιστα σε μια περίοδο που η Τουρκία έχει βγει από τη συγκυριακή της απομόνωση και ασκεί μια πολυδιάστατη πολιτική, αρνούμενη να ταυτιστεί χωρίς ανταλλάγματα με τη Δύση στον πόλεμο στην Ουκρανία. Αντίθετα, στην Ελλάδα μια άρχουσα τάξη μειωμένων ικανοτήτων και αυτοπεποίθησης και μια δεξιά κυβέρνηση δεδομένων και απολύτως προβλέψιμων αμερικανονατοϊκών αντιλήψεων, μετατρέπουν τη χώρα σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, χωρίς αντάλλαγμα. Αρκούνται σε φραστικές διαβεβαιώσεις και περνούν κάτω από τον πήχη των επιδιώξεων που θέτουν. Όπως έγινε πρόσφατα με την συμπερίληψη της Τουρκίας στο πρόγραμμα για τα F-16 από την Αμερικανική Γερουσία. Φτάνοντας, μάλιστα, στο ακραίο σημείο υποτέλειας να κηρύττουν πόλεμο στη Ρωσία, αλλάζοντας ριζικά το δόγμα της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις.
Η πείρα από μια σειρά περιφερειακές κρίσεις αλλά και η πρόσφατη πολεμική ανάφλεξη στην Ουκρανία μετά την απαράδεκτη Ρωσική εισβολή, διδάσκουν ότι εάν ανάμεσα στις δυνάμεις του πολέμου, του εθνικισμού και του ρατσισμού, δεν παρεμβάλλεται δυναμικά ένα μέτωπο Λογικής, Ειρήνης και Διαλόγου, με εμπνευστή την Αριστερά, όπως συνέβη π.χ. με τη Συμφωνία των Πρεσπών, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τότε τα προβλήματα κσκοφορμίζουν και αρκεί κάποια στιγμή ένας αναθεωρητής πολιτικός ηγέτης ή ακόμη και εκατέρωθεν κοντόφθαλμοι ή πολιτικάντικοι υπολογισμοί, να οδηγήσουν σε ακραίες εντάσεις ακόμη και σε πόλεμο.
Πριν είναι αργά, πριν τα εκκρεμή προβλήματα πάρουν ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες μείωσης της έντασης ανάμεσα στη χώρα μας και στην Τουρκία. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να αλλάξει. Να επανασυνδεθεί με το Δόγμα της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και να βγει μπροστά, κραδαίνοντας τη σημαία της ειρηνικής συνύπαρξης του διαλόγου και της συνεργασίας.
Με στόχους:
– Το διάλογο για όλα τα εκκρεμή προβλήματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, πλην, σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών
– Την υπογραφή Ελληνοτουρκικού Συμφώνου στα σημεία που μπορεί να υπάρξει αμοιβαία αποδεκτή λύση και την υπογραφή Συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα ζητήματα που θα υπάρξουν διαφορές με κορυφαίο το θέμα της υφαλοκρηπίδας
– Την αποκλιμάκωση των εξοπλισμών και τη μετατροπή του Αιγαίου σε θάλασσα Ειρήνης και συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα (συμπεριλαμβανομένου του Προσφυγικού)
– Τη δέσμευση σε μια τελευταία πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, που θα οδηγήσει σε Συμφωνία για τα χαρακτηριστικά της διζωνικής-δικοινοτικής Ομοσπονδίας, τις εγγυήσεις ασφάλειας, το περιουσιακό και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε, στο Κραν Μοντανά, παρά την τελική αδιαλλαξία και τον τορπιλισμό της Συμφωνίας, που εξέθεσε τον ΓΓ του ΟΗΕ, είναι η βάση για έναν νέο και καταληκτικό γύρο διαπραγματεύσεις. Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή πλευρά πρέπει να άρουν την απειλή της Διχοτόμησης και να θέσουν τέρμα στις προκλήσεις στο Βαρώσι. Ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά και η αστική τάξη της Κύπρου οφείλουν να απαλλαγούν από την ιδέα ότι κάποτε θα μπορέσουν να κυριαρχήσουν σε όλο το νησί, απωθώντας τους Τουρκοκύπριους σε ρόλο υποτελούς μειονότητας με περιορισμένα δικαιώματα. Οι Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο σε λίγους μήνες και η αποχώρηση Αναστασιάδη από το πολιτικό προσκήνιο, ενός Προέδρου που συνδέθηκε με μια απολύτως αρνητική και αποτυχημένη πολιτική στο Κυπριακό, μπορεί υπό όρους να εξελιχθεί σε θετικό οιωνό
– Σε ό, τι αφορά το Προσφυγικό και τις καθημερινές εκατόμβες στο Αιγαίο και στον Έβρο, υπάρχει επίσης ευρύ πεδίο συνεργασίας, μακριά από την εργαλειοποίηση και τους “υβριδικούς” πολέμους και την ανάθεση από τις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ στις δύο χώρες να λειτουργούν ως αποθήκες ψυχών και ως αναχώματα των προσφυγικών ροών.
Με τις εγκληματικές πολιτικές των push backs που καθιστούν Ελλάδα και Τουρκία υπεύθυνες άμεσα ή έμμεσα για την απώλεια χιλιάδων ανθρώπινων ζωών. Για να μπει τέλος σε μια πολιτική που οι μόνοι που θριαμβεύουν είναι ο ρατσισμός, η Ακροδεξιά απειλή και βέβαια τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της διακίνησης των προσφύγων.
Ειδικά η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρέπει να αποφασίσει να ακολουθήσει με συνέπεια αυτή την πολιτική. Να την προβάλλει ως την εναλλακτική της πρόταση απέναντι στη ΝΔ ΚΑΙ στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Να μην θολώσει τη διαχωριστική γραμμή με τον εθνικισμό και να κρατηθεί μίλια μακριά από τον πειρασμό μιας τυχοδιωκτικής πολεμικής εμπλοκής (δήθεν περιορισμένης και ελεγχόμενης) που μόνο πολιτικούς σχεδιασμούς του καθεστώτος Ερντογάν και του Μητσοτάκη εξυπηρετούν.
Η Αριστερά , πλην της δέσμευσής της σε μια πατριωτική στάση εάν υπάρξει τουρκική επιθετική πρόκληση απέναντι στη χώρα μας, διαφωνεί από θέση αρχών και ταυτότητας με το σύνολο σχεδόν της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με την υποτέλεια και τον εθνικισμό. Δεν βάζει αστερίσκους και υποσημειώσεις σε μια δεξιά πολιτική και μάλιστα από πιο αδιάλλακτες θέσεις.
Εν όψει εκλογών δεν είναι δυνατόν αυτή η διαφορά να αποκρυβεί από τους ψηφοφόρους ή το χειρότερο να γίνεται ορισμένες φορές αντιπολίτευση στη ΝΔ, από θέσεις πατριωτικής πλειοδοσίας. Δηλαδή, “από τα δεξιά”.
Χρειάζεται τώρα η διατύπωση και η προβολή αυτών των θέσεων.
-Για μια Αριστερά δύναμη Δημοκρατίας, Λογικής, Ειρήνης και Συνεργασίας στην εξωτερική πολιτική
– Για μια ακόμη πιο φιλόδοξη από τη Συμφωνία των Πρεσπών πολιτική δημοκρατικής και πατριωτικής ευθύνης και προάσπισης των συμφερόντων του ελληνικού και του τουρκικού λαού και των εργαζομένων με την οικοδόμηση των αναγκαίων μορφών Αλληλεγγύης και Συνεργασίας που θα γεφυρώσουν τις δύο πλευρές του Αιγαίου, όπως έπραξαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ, οκτώ μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο και την καταστροφή στη Μικρά Ασία.
– Για μια νέα εθνικά υπεύθυνη και πατριωτική πολιτική που θα κληθεί να επικυρώσει στις εκλογές ο ελληνικός λαός, δεσμεύοντας σε αυτή την κατεύθυνση την επόμενη Δημοκρατική-Προοδευτική κυβέρνηση με ραχοκοκαλιά την Αριστερά
 
Τάκης Κατσαρός