Το φετινό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλάζει καθοριστικά το κοινωνικό και εκπαιδευτικό τοπίο μέσα από την τοποθέτηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ). Πρόκειται για ένα εξωθεσμικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο τα ακαδημαϊκά τμήματα καλούνται να βάλουν ένα συντελεστή για την επιλογή των επιτυχόντων τους και οι μαθητές να συμπληρώσουν τα μηχανογραφικά λαμβάνοντας υπόψη τις προκατασκευασμένες βάσεις που διαμορφώνονται μετά την υιοθέτηση αυτών των συντελεστών. Είναι γνωστή σε όλους η φετινή σφαγή στην ένταξη στα πανεπιστήμια εξαιτίας της ΕΒΕ της οποίας το άμεσο αποτέλεσμα ήταν οι μαθητές να μην βλέπουν τον εαυτό τους να εισάγεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμη και κάποιοι με πολύ καλή μοριοδότηση, σε κάθε περίπτωση διπλάσιοι στον αριθμό από τα προηγούμενα χρόνια.
Όμως, αν αναρωτηθούμε ποια αποτελέσματα παράγει αυτό το νέο σύστημα εισαγωγής, ποιες είναι οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις όχι μόνο στην εκπαιδευτική πολιτική και στη σύνθεση των φοιτητών που φοιτούν σε ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά στην ίδια την κοινωνία, οι απαντήσεις είναι τραγικές. Κάποιες από αυτές σκιαγραφούνται ως εξής:
Πρώτον, η παρούσα συγκυρία παράγει πολλούς αποκλεισμούς σε πολλαπλά επίπεδα. Σε μία σχολική χρονιά που οι μαθητές συμμετείχαν στο σχολείο μόνο μέσα από τον υπολογιστή τους, διαδικτυακά, για όσους φυσικά είχαν πρόσβαση σε υπολογιστή και ίντερνετ, κλήθηκαν να ανταποκριθούν στις πολύ απαιτητικές πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτή η συμμετοχή, απέκλεισε de facto τους μαθητές που δεν είχαν ψηφιακή πρόσβαση, αλλά και για αυτούς που είχαν πλήρη, τους ανάγκασε να επιστρατεύσουν την εφεδρεία της προσωπικής πειθαρχίας, καθώς το σχολείο δεν μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο. Άρα, πέτυχαν τα παιδιά που κατά κανόνα είχαν την αξία της προσωπικής πειθαρχίας και μία οικογένεια να βαστά γερά τα όνειρα τους.
Δεύτερον, το σύστημα της ΕΒΕ άφησε εκτός πανεπιστημίων τους διπλάσιους από τα προηγούμενα χρόνια. Αν η απότομη μείωση των «κακών» εισακτέων αποτελούσε έναν πολιτικό στόχο, αυτό δεν επιτεύχθηκε γιατί η ΕΒΕ απέκλεισε και πολλούς καλούς μαθητές με καλά αποτελέσματα. Ήδη από τον είσοδο στο σύστημα για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού, ο κόφτης της ΕΒΕ τούς απαγόρευε να δηλώσουν τα τμήματα που θέλουν. Μέσω ενός τεχνοκρατικού τρόπου επιτεύχθηκε λοιπόν μία τυφλή μείωση μαθητών, όχι με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, όπως γίνεται με μελέτες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με βάση άλλο ένα μέτρο παγκόσμιας πρωτοτυπίας.
Τέταρτον, συρρικνώνει βίαια την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Διαχρονικά μέσα στη μεταπολίτευση το εκπαιδευτικό σύστημα έδινε τη δυνατότητα στο παιδί του αγρότη ή του εργάτη ή του μετανάστη να γίνει γιατρός, δικηγόρος και οτιδήποτε άλλο το οποίο με τη σειρά του τα δικά του παιδιά κάνουν σήμερα μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές, γίνονται λαμπροί επιστήμονες, διαπρέπουν σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το νέο σύστημα εισαγωγής ακυρώνει αυτό το θησαυρό.
Πέμπτον, αποδομεί και διαρρηγνύει τη στενή σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και παιδιών, οδηγώντας τα παιδιά στην άβυσσο και την κοινωνία στο σκοταδισμό, στο μαζικό αναλφαβητισμό της δεκαετίας του ’50. Ακυρώνει ολόκληρη τη διαδρομή τους μέσα στο σχολείο και για συνέχεια δεν προτείνει τίποτα. Το επιχείρημα ότι πολλά παιδιά εισάγονται μεν αλλά δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους όταν δεν μπαίνουν σε σχολή πρώτης και δεύτερης επιλογής τους είναι λανθασμένο. Γιατί τα παιδιά στην ηλικία των 18 ετών δεν έχουν κατά πλειοψηφία ούτε τις γνώσεις ούτε την ωριμότητα να πάρουν αποφάσεις για την υπόλοιπη ζωή τους. Δεν γνωρίζουν τι τους ενδιαφέρει. Το σύνηθες φαινόμενο είναι οι φοιτητές να αγαπούν αυτό που κάνουν αφού το γνωρίσουν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους μέσα στο πανεπιστήμιο. Μπαίνοντας, λοιπόν, σ’ ένα αξιοπρεπές πανεπιστήμιο τούς ανοίγονται νέοι δρόμοι σκέψης, κουλτούρας της γνώσης και της έρευνας, γνώσεις, δεξιότητες, ανακαλύπτουν άλλους κόσμους και πιθανότατα βρίσκουν το δρόμο τους στο μέλλον. Η εσωτερίκευση μιας μεγάλης αποτυχίας που έρχεται βίαια μέσα από την απόρριψη εισαγωγής δημιουργεί κοινωνικό ρατσισμό, διάρρηξη εκπαιδευτικού δεσμού και βάζει τα θεμέλια για μεταγενέστερες αποτυχίες.
Έκτον, επαναφέρει την τάση για υπερσυγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία ήδη ασφυκτιούν και πάσχουν από ανεργία, αστεγότητα, κλπ. Καταστρέφει την περιφέρεια, κλείνει πανεπιστήμια και τμήματα εκεί, αφαιρεί πόρους από την ήδη ταλαιπωρημένη και άοπλη ελληνική επαρχία, φτωχοποιεί τους εκεί πληθυσμούς και τους αναγκάζει να μετακινηθούν προς το κέντρο με αποτέλεσμα και τη δική τους φτωνοποίηση.
Έβδομον, στο ζοφερό σημερινό κοινωνικοκονομικό περιβάλλον, αλλάζει άρδην το χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης. Με κύριο στόχο την εξοικονόμηση οικονομικών κονδυλίων από μία φιλελεύθερη κυβέρνηση, εξαναγκάζει πανεπιστημιακά τμήματα σε κατάργηση. Και εδώ τίθενται κάποια κεντρικά ερωτήματα: Γιατί κάποια τμήματα όρισαν υψηλή ΕΒΕ; Γνώριζαν τις συνέπειες της μείωσης φοιτητών; Δεν εκτίμησαν σωστά το ρόλο της ΕΒΕ; Ή μήπως η υποχρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστήμιου, η μείωση των μελών ΔΕΠ, η προοπτική συγχώνευσης με πιο κεντρικά πανεπιστημιακά ιδρύματα οδήγησαν σε αποφάσεις κάποιων τμημάτων να εφαρμόσουν ελιτίστικες πολιτικές για τους φοιτητές τους;
Όποιες και αν είναι οι απαντήσεις, η σοβαρή αλλαγή στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε συνδυασμό με τον επικείμενο νέο χάρτη, με τη μείωση της χρηματοδότησης για τα δημόσια πανεπιστήμια και με την ακραία ευελικτοποίηση της αγοράς εργασίας, οδηγεί την κοινωνία σε βαθιά αναδιάρθρωση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, η οποία θυμίζει περισσότερο την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία όταν ολόκληρη η οικογένεια εργαζόταν για να σπουδάσει ένα παιδί και λιγότερο τον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα της ψηφιακής τεχνολογίας και της κυριαρχίας της εικονικής πραγματικότητας.
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.
Πηγή: Η Εποχή