Το πρόβλημα που έχουμε και αυτό δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση ή τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το εξής: Η καταστροφή που έχει γίνει σε έναν έτσι και αλλιώς άρρωστο οργανισμό, όπως είναι η ελληνική οικονομία, είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να ορθοποδήσει με όρους «παραγωγής» αξιοπρεπούς εργασίας για τους πάνω από ένα εκατομμύρια ανέργους. Η ελληνική αστική – επιχειρηματική τάξη, μικρή ή μεγάλη, ακόμα και να ήθελε, δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Δεν μπορεί μα το κάνει γιατί απλά δεν έχει μάθει να το κάνει μέχρι τώρα, αρκεί να αναλογιστούμε ότι στα «χρόνια της ευδαιμονίας» το καθαρό ισοζύγιο των θέσεων εργασίας που παρήγαγε δεν ξεπέρασε τις 800.000. Επιπλέον δεν θέλει να το κάνει γιατί όταν έχει στα χέρια της έναν «εφεδρικό στρατό» ενός εκατομμυρίου ανέργων μπορεί με άνεση να διαπραγματευτεί τους όρους απασχόλησης μερικών εκατοντάδων χιλιάδων από αυτούς. Όρους που φυσικά θα επιδιώξει να είναι οι χειρότεροι δυνατοί για αυτές τις εκατοντάδες χιλιάδες.
Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα, που βλέπουμε και σε μικρογραφία στο νησί μας. Μικρός είναι ο τόπος και γνωριζόμαστε καλά: Ποιοί και πόσοι είναι αυτοί που μπορούν να «παράγουν» εργασία έτσι ώστε να «απορροφηθούν» σε έναν ορίζοντα, ας πούμε δέκα χρόνων οι πάνω από 10.000 άνεργοι και άνεργες που σήμερα υπάρχουν στον τόπο μας; Μετρημένοι στα δάκτυλα….
Η «ανάπτυξη θέλει πόρους».
Θα μπορούσε να πει κάποιος: «Ας ρίξει η κυβέρνηση χρήμα στην αγορά και η επιχειρηματική τάξη θα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει». Είναι όμως έτσι; «Χρήματα στην αγορά» έχουν πέσει όλα αυτά τα χρόνια άφθονα. Από την εποχή των ΜΟΠ μέχρι πρότινος εκατοντάδες δισεκατομμύρια «έπεσαν στην αγορά» για να γίνουν τελικά «αέρας» ή μάλλον κρυφές και φανερές καταθέσεις και πλούσια ζωή μιας τάξης που το μόνο που την ένοιαζε ήταν και είναι η ασύδοτη επίδειξη της καλοπέρασής της.
Μεγάλα κομμάτια των «μικρών ή μεγάλων τζακιών» που φτιάχτηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά, σήμερα εξ´ αιτίας της κρίσης είναι βουτηγμένα στην ανυποληψία και τα χρέη. Τα χρήματα που ζητάνε να «πέσουν στην αγορά» το πιο σίγουρο είναι ότι θα πάνε να καλύψουν τις «δικές τους τρύπες» και το τελευταίο που θα σκεφτούν θα είναι «να δημιουργήσουν απασχόληση». Έτσι έχουν μάθει όλα αυτά τα χρόνια.
Όχι ότι δεν υπάρχουν ανάμεσά τους πραγματικά τίμιοι και δημιουργικοί άνθρωποι. Που πραγματικά δουλεύουν και τιμάνε το ψωμί που βγάζουν. Όμως είναι η συντριπτική μειοψηφία μέσα σε ένα σύστημα που έχει μάθει την «αρπαχτή» να την λέει «μαγκιά» και αυτή τη «μαγκιά» να την βαφτίζει «αριστεία».
«Η ανάπτυξη θέλει πόρους». Αυτό είναι αλήθεια. Όπως επίσης είναι αλήθεια ότι το αμέσως επόμενο διάστημα «θα πέσουν χρήματα στην αγορά» Μόνο μέχρι το τέλος της χρονιάς η κυβέρνηση τα υπολογίζει σε 11 δις. Το νέο ΕΣΠΑ είναι ακόμα σχεδόν όλο μπροστά μας. Με αυτή , ή με οποιαδήποτε άλλη, κυβέρνηση αυτά τα χρήματα θα πέσουν. Το θέμα είναι να πιάσουν τόπο που σημαίνει πρωτίστως να «φτιάξουν δουλειές» για όσο το δυνατό περισσότερους ανέργους.
«Αν δεν μπορείτε ή δεν θέλετε εσείς μπορούμε εμείς»
Όποιος παρακολουθεί έστω και στο ελάχιστο τα πράγματα δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι το τελευταίο διάστημα έχει διαμορφωθεί και συνεχώς εξελίσσεται ένα ευνοϊκότατο και ολοκληρωμένο πλαίσιο που μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να βοηθήσει έτσι ώστε αυτοί οι πόροι «που θα πέσουν» να «πιάσουν πραγματικά τόπο». Η βασική λογική που υπάρχει πίσω από αυτό είναι «εκεί που δεν μπορεί η επιχειρηματική τάξη, μπορούν οι ίδιοι οι άνεργοι και οι άνεργες, σε τελική ανάλυση οι ίδιοι οι εργαζόμενοι»
Έχει ήδη διαμορφωθεί ένα πλαίσιο οικονομικών κινήτρων που απευθύνονται σε όσους και όσες θέλουν να διαμορφώσουν οι ίδιοι τις δικές τους συνθήκες εργασίας. Από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, μέχρι και αυτά του ΕΣΠΑ και τον αναπτυξιακό νόμο, ο κάθε ένας και η κάθε μια που θέλει να το επιχειρήσει, μπορεί να περιμένει μια χρηματοδότηση που θα ταιριάζει στις δικές του ανάγκες.
Ευνοϊκότερα είναι τα κίνητρα για όσους/όσες θέλουν να επιχειρήσουν σε συλλογικές μορφές οργάνωσης της εργασίας τους. Το νομοσχέδιο για την «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» που σύντομα θα γίνει νόμος, προβλέπει πέρα από την αναβάθμιση του πλαισίου για την λειτουργία των υφιστάμενων συλλογικών σχημάτων, την εισαγωγή νέων μορφών (όπως οι συνεταιρισμοί εργαζομένων) καθώς επίσης και ένα ολοκληρωμένο σύστημα υποστήριξης και προώθησης της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Ακόμα, τα εγχειρήματα που θα εντάσσονται στην «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» θα αποκτούν «προνομιακές σχέσεις» με το κράτος και το δημόσιο, με πολλούς τρόπους: Από την δυνατότητα που θα έχουν να είναι «προμηθευτές» του δημοσίου με ειδικούς όρους, μέχρι την δυνατότητα, αυτά τα σχήματα, να διαχειρίζονται, με όρους δημοσίου συμφέροντος ακίνητη περιουσία του δημοσίου, διαμορφώνεται ένα θεσμικό πλαίσιο που φιλοδοξεί να αναδείξει την «οικονομία των από κάτω» σε βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
«Ναι αλλά θα πιάσουν τόπο»;
Το επόμενο διάστημα λοιπόν, σημαντικοί πόροι «θα πέσουν» προκειμένου οι ίδιοι οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι να είναι αυτοί που θα διαμορφώσουν τις συνθήκες της απασχόλησής τους, όχι με όρους κέρδους, αλλά με όρους αξιοπρέπειας. Πρόκειται για έναν τεράστιο κοινωνικό πείραμα σε μια χώρα που, ανάμεσα στα άλλα, όλο το προηγούμενο διάστημα, απαξιώθηκε και η έννοια κάθε συλλογικής οικονομικής προσπάθειας.
Πρόκειται για ένα πείραμα που θα εξελίσσεται στην πραγματική ζωή σε ανταγωνισμό με ότι έχουμε μάθει μέχρι τώρα. Ως τέτοιο, δηλαδή ως πείραμα, δεν έχει από τα πριν εξασφαλισμένη την επιτυχία του, με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά την έκταση που θα πάρει και τους δρόμους που θα ακολουθήσει.
Από την άλλη υπάρχει η δοκιμασμένη συνταγή. Είναι ακριβώς αυτή που μας έφερε μέχρι εδώ αλλά το κυριότερο που δεν φαίνεται να έχει άλλα «καύσιμα» να μας πάει παραπέρα.
Παναγιώτης Λαμπρόπουλος
Πηγή: Τα Μπλόκια