Στην κοινωνική κουλτούρα των ΗΠΑ, ο χαρακτηρισμός white trash (λευκά σκουπίδια) προσλαμβάνει έντονα υποτιμητική σημασία. Αν και οι συνδηλώσεις του είναι κυρίως ταξικές και όχι φυλετικές, θεωρείται σχεδόν εξίσου προσβλητικός με τον χαρακτηρισμό nigger. Χρησιμοποιείται συνήθως για να κατηγοριοποιήσει ομάδες πληθυσμών που διαβιούν κυρίως στις νότιες και μεσοδυτικές πολιτείες (Midwest) των ΗΠΑ. Ο όρος υποδηλώνει μια κοινωνική τάξη εντός του λευκού πληθυσμού με ιδιαίτερα υποβαθμισμένο βιοτικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται ως τρόπος διαχωρισμού των «ευγενών και εργατικών», «καλών φτωχών» από τους «τεμπέληδες», «απειθάρχητους, αχάριστους και αηδιαστικούς», «κακούς φτωχούς». Η χρήση του όρου παρέχει στους λευκούς της μεσαίας και ανώτερης τάξης ένα μέσο για να αποστασιοποιηθούν από τους λευκούς φτωχούς, που δεν μπορούν να απολαύσουν αυτά τα προνόμια, καθώς και έναν τρόπο να αποκηρύξουν την έλλειψη μόρφωσης ή πνευματικής καλλιέργειας που διακρίνει αυτά τα στρώματα. Ο όρος έχει υιοθετηθεί για άτομα που ζουν στο περιθώριο της κοινωνικής τάξης, χωρίς σεβασμό στην πολιτική, νομική ή ηθική εξουσία. Τα άτομα αυτά θεωρούνται δυνάμει επικίνδυνα και εγκληματικά. Θεωρούνται επίσης συντηρητικά, ανάμεσά τους αφθονούν οι φανατικοί θρησκόληπτοι και τα μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων.
Ας θυμηθούμε όμως λίγο τον Μαρξ: στο ίδιο εδάφιο όπου σημειώνει το περίφημο «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», λίγο πιο κάτω συμπληρώνει: «είναι όμως και η ανάσα του απελπισμένου». Οι ομάδες αυτές συνήθως απέχουν από τις εκλογές από αδιαφορία ή συντάσσονται με την αμερικανική δεξιά και άκρα δεξιά. Από εδώ ψαρεύει κυρίως η alt-right. Σε μεγάλο βαθμό, αυτοί οι πληθυσμοί ανέδειξαν τον Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία το 2016.
Η επιστήμη της κοινωνιολογίας, πάντως, ορθά δεν αναγνωρίζει επισήμως τα «λευκά σκουπίδια» ως κοινωνική υποκατηγορία, θεωρεί τον όρο αυθαίρετη κατασκευή, με ρατσιστική πρόθεση. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι αυθύπαρκτοι, ούτε προέκυψαν εξαιτίας κοινωνικής παρθενογένεσης. Υπάρχουν αιτίες για την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Τις αιτίες αυτές διερευνά σε αρκετά βιβλία του ο Cormac McCarthy: στον Ματωμένο Μεσημβρινό, στο Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους, στην Τριλογία των συνόρων και, καλή ώρα, στο Τέκνο του θεού, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1973 και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Ακόμα και στον Δρόμο, ο McCarthy δεν είχε σκοπό να επινοήσει μια μελλοντική δυστοπία, αλλά να περιγράψει, με αλληγορικό τρόπο, μια υπαρκτή –white trash– πραγματικότητα. Γράφει στο Τέκνο του θεού:
«Ο Μπάλαρντ σημάδεψε με την καραμπίνα το πουλί αλλά κάποιο αρχέγονο προαίσθημα τον σταμάτησε […] Πίεσε τον επικρουστήρα στη θέση του με τον αντίχειρα και συνέχισε να περπατάει φορώντας την καραμπίνα οριζόντια στο σβέρκο σαν ζυγό με τα χέρια του να κρέμονται πάνω από την κάννη και το κοντάκι. Η λάσπη γεμάτη πεταμένες κονσέρβες, σπασμένα γυαλιά. Οι θάμνοι σπαρμένοι με σκουπίδια. Πέρα μέσα στα δέντρα μια στέγη και καπνός και μια καμινάδα. Έφτασε σ’ ένα άνοιγμα όπου δύο αυτοκίνητα είχαν σταθεί όρθια στο πλάι του δρόμου σαν ρημαγμένοι φρουροί και πέρασε δίπλα από τεράστια αναχώματα από παλιοσίδερα και σκουπίδια πριν φτάσει στην παράγκα στην άκρη της χωματερής».
Δίχως στέγη, δίχως γη
Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ο Μπάλαρντ, φτωχός αγρότης του Τενεσί, ο οποίος χάνει το σπίτι και τη γη του, και μαζί τον όποιο σύνδεσμο είχε με τους ανθρώπους γύρω του. Χωρίς εφόδια, χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, περιφέρεται στα δάση. Διαπράττει απλές κλοπές αλλά και εγκλήματα, ενώ παραβιάζει οικουμενικές ηθικές αξίες.
Ο McCarthy, ωστόσο, δεν καταδικάζει ad hoc τον ήρωά του. Δεν του κουνά υπεροπτικά το δάχτυλο, ούτε τον διακωμωδεί. Δεν είναι μεν συμπονετικός μαζί του, όμως ακριβώς αυτή η αποστασιοποίηση επιτρέπει στον συγγραφέα να διερευνήσει τα αίτια που ευθύνονται για την κοινωνική του περιθωριοποίηση. Δεν είναι μόνο η γνωστή καραμέλα, «θέμα παιδείας»∙ η παιδεία είναι κατεξοχήν ταξικό ζήτημα στις ΗΠΑ (και όχι μόνο). Οι βασικές αιτίες είναι η ταξική επιλεκτικότητα που διακρίνει, ήδη από την ίδρυσή της, τη συγκρότηση της Αμερικανικής Δημοκρατίας και, συνακόλουθα, ο αδηφάγος καπιταλισμός. Δεν είναι τυχαίο ότι την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα, πολλές πολιτείες αντιμετώπιζαν σοβαρό στεγαστικό πρόβλημα, το οποίο, θα έλεγε κανείς, προοιωνιζόταν τη μεγάλη στεγαστική κατάρρευση του 2008, που υποκίνησε την οικονομική κρίση. Στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70, με αφορμή το στεγαστικό, ξέσπασαν μικρές λαϊκές εξεγέρσεις σε πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, το Ουαϊόμινγκ, το Οχάιο, το Κεντάκι, την Ιντιανάπολη, το Τενεσί. Ο Μπάλαρντ στο βιβλίο του McCarthy είναι απλώς ένα σύμπτωμα του συστημικού μηχανισμού αναπαραγωγής απόκληρων. «Δεν θέλει να μείνει αλλά δεν θέλει και να φύγει», σημειώνει στον Δρόμο. Η υποκουλτούρα του white trash είναι βαθιά μοιρολατρική, διαμορφωμένη από ένα σύστημα αδιεξόδων, που αφαιρούν τη δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών.
Ο ψυχισμός του δολοφόνου
Πέρα από το ιστορικό και κοινωνικό συγκείμενο, αυτό που επιχειρεί ο McCarthy, ως συγγραφέας που πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη κατάσταση, είναι μια τολμηρή καταβύθιση στο «σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής».
Η πλούσια, αλλά πάντα ακονισμένη, γλώσσα και οι αφηγηματικές τεχνικές του McCarthy είναι αντάξιες των δύο μεγάλων δασκάλων του, του Χέρμαν Μέλβιλ και του Ουίλιαμ Φώκνερ. Ο μακροπερίοδος λόγος του, αντιστικτικά με το κοφτό και λακωνικό ύφος των διαλόγων, προσδίδει δαιμονισμένο ρυθμό στην αφήγηση. Ο McCarthy διαθέτει ως συγγραφέας το χάρισμα να μπορεί να περιγράφει με απαράμιλλη ποιητικότητα –την οποία αναδεικνύει η εξαιρετική μετάφραση– ακόμα και τις καταστάσεις που προσβάλλουν την ανθρώπινη ύπαρξη, ακόμα και τις σκηνές ακραίας βίας και εγκληματικότητας∙ πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τα θύματα ενός serial-killer:
«Ο Μπαλαρντ την κοίταξε. Εντάξει, είπε. Αφού έτσι θέλεις. Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε και βγήκε έξω και την έκλεισε πίσω του. Την άκουσε να βάζει το σύρτη. Η νύχτα έξω ήταν ξάστερη και είχε παγωνιά και στον ουρανό μια μεγάλη άλως είχε τυλίξει το φεγγάρι. Η ανάσα του Μπάλαρντ υψωνόταν λευκή μέσα στον σκοτεινό ουρανό. Γύρισε και κοίταξε πάλι προς το σπίτι. Η κοπέλα τον κοιτούσε από την άκρη του παραθύρου. Ακολούθησε το χωματόδρομο που ήταν γεμάτος λακκούβες μέχρι έξω στο δρόμο και πέρασε το χαντάκι και γύρισε πίσω παρακάμπτοντας την αυλή και βρέθηκε πίσω από το σπίτι. Πήρε την καραμπίνα από κει που την είχε στηρίξει σε μια αγριομηλιά και πήγε στο πλάι του σπιτιού και σκαρφάλωσε σε μια μάντρα από τσιμεντόλιθους και περπάτησε πάνω της περνώντας δίπλα από τα σκοινιά της μπουγάδας και το σωρό με τα κάρβουνα μέχρι εκεί που μπορούσε να δει μέσα από το παράθυρο. Έβλεπε το πίσω μέρος του κεφαλιού της να εξέχει πάνω από την πλάτη του καναπέ. Την κοίταξε για λίγο και μετά σήκωσε την καραμπίνα και την όπλισε κι έβαλε το κεφάλι της στο στόχαστρο. Εκείνη τη στιγμή το κορίτσι σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και γύρισε προς το παράθυρο. Ο Μπάλαρντ τράβηξε τη σκανδάλη».
Γλωσσικά, υφολογικά και θεματικά, το Τέκνο του θεού (1973) προοικονομεί το Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (2005). «Τα σημάδια μας έχουν την παράξενη δύναμη να μας υπενθυμίζουν ότι το παρελθόν μας είναι αληθινό».
Θανάσης Μήνας