Macro

Χριστίνα Πάντζου: Η πιο βρόμικη εκλογική μάχη στη Βραζιλία

Κανείς δεν διακινδυνεύει να μιλήσει για τον νικητή του δεύτερου γύρου των εκλογών στη Βραζιλία αυτή την Κυριακή. Η διαφορά ανάμεσα στον πρώην πρόεδρο Λούλα ντα Σίλβα και τον νυν πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο μειώνεται στη διάρκεια αυτών των τριών εβδομάδων, με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων να δίνει προβάδισμα 4,6 μονάδων στον ηγέτη του Κόμματος των Εργαζόμενων. Η πιο πρόσφατη, του έγκριτου ινστιτούτου Datafolha, μειώνει ακόμη περισσότερο τη διαφορά στις τέσσερις μονάδες.
 
Με το 48,4% στον πρώτο γύρο οι δημοσκόποι θα έλεγαν πως η νίκη του Λούλα είναι πλέον στα όρια του στατιστικού σφάλματος. Αλλά μετά τη διάψευσή τους στις 2 Οκτωβρίου -όταν ο Μπολσονάρο έσπασε κάθε ρεκόρ φτάνοντας το 43%- κανείς δεν στοιχηματίζει για την έκβαση αυτής της κρίσιμης αναμέτρησης ανάμεσα στη δημοκρατία και τον εκφασισμό της κοινωνίας και των θεσμών.
 
Οι αριθμοί έχουν ενδιαφέρον. Στον πρώτο γύρο οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι μονοπώλησαν το 91% των ψήφων. Εκτοτε ο Λούλα κατάφερε να διευρύνει τις συμμαχίες του κερδίζοντας τη στήριξη δύο πρώην προεδρικών υποψήφιων: της Σιμόνε Τέμπετ (τρίτη με 4,16%) και του Σίρο Γκόμεζ (τέταρτου με 3%), ποσοστά κρίσιμα για να καλύψει τις λιγότερες από δύο μονάδες που χρειάζεται για να κερδίσει.
 
Αλλά η στήριξη των κομματικών ηγεσιών δεν μεταφράζεται αυτόματα και στην αντίστοιχη σύσσωμων των κομματικών οπαδών. Πόσο μάλλον όταν υπάρχει ένα 5% αναποφάσιστων και 32 εκατομμύρια πολίτες που δεν ψήφισαν στον πρώτο γύρο και θα μπορούσαν πραγματικά να κρίνουν το πού θα γείρει η πλάστιγγα.
Προεκλογικές παροχές
 
Σε αυτή την αμφίρροπη μάχη ο Μπολσονάρο παίζει όλα του τα χαρτιά. Λίγες μέρες μετά τον πρώτο γύρο ο πρόεδρος ανακοίνωσε τη συνέχιση και επέκταση και σε άλλες 500.000 οικογένειες του επιδόματος «Βοήθεια Βραζιλία», ύψους 114 δολαρίων τον μήνα, και ένα έκτακτο μικροεπίδομα σε ευάλωτες γυναίκες και ανέργους, ενώ διέταξε να δοθούν όλα αυτά τα επιδόματα προκαταβολικά, πριν από το τέλος του μήνα, ώστε οι πολίτες να πάνε στις κάλπες με… γεμάτες τσέπες.
 
Σύμφωνα με την «Washington Post», αυτές οι παροχές μπορεί να στοιχίσουν στο κράτος κάπου 22 δισ. δολάρια το 2022, ενώ ώς τον Αύγουστο έχει δώσει ήδη άμεσα στους ψηφοφόρους κάπου 4 δισ. δολάρια.
 
Αλλά είναι μέτρα που φαίνεται να αποδίδουν, αφού αναλύσεις δείχνουν πως έχει αυξηθεί στο 40% το ποσοστό του Μπολσονάρο ανάμεσα σε όσους λαμβάνουν αυτό το επίδομα.
 
Η στρατηγική της παραπληροφόρησης
 
Μαζί με το μοίρασμα χρημάτων ο Μπολσονάρο έχει επιδοθεί σε μια ακραία επιθετική καμπάνια παραπληροφόρησης και fake news, κατηγορώντας τον Λούλα για οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί με σποτάκια όχι μόνο από τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και από την τηλεόραση σε εθνική εμβέλεια. Οτι συνομιλεί με τον Σατανά, έχει σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, είναι ο αγαπημένος υποψήφιος όλων των φυλακισμένων (άρα εγκληματιών) της χώρας.
 
Και ο Λούλα ανταπαντά χρησιμοποιώντας αποσπάσματα συνέντευξής του για να τον κατηγορήσει για κανιβαλισμό ιθαγενών της Αμαζονίας, για σεξουαλική εκμετάλλευση των Βενεζουελάνων προσφυγισσών στη Βραζιλία και παιδοφιλία.
 
Οι ψευδείς ειδήσεις κατακλύζουν με τη ρητορική του μίσους κάθε μέσο: κοινωνικό, τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό με στόχο να προσελκύσουν όσους συνήθως απέχουν, τους αναποφάσιστους και να τρομάξουν τους ψηφοφόρους του αντιπάλου. Και καθώς η ψήφος των ευαγγελικών είναι πολύ σημαντική (σύμφωνα με δημοσκόπηση του Datafolha το 2020, το 30% των Βραζιλιάνων δήλωνε ευαγγελικοί), ένα από τα πλέον διαδεδομένα fake news που προωθεί ο Μπολσονάρο είναι πως ο Λούλα θα κλείσει τους ναούς αν εκλεγεί.
 
Λένε πως είναι η πιο βρόμικη προεκλογική εκστρατεία στην ιστορία της Βραζιλίας. Τοξικότητα είναι η λέξη που χαρακτηρίζει το προεκλογικό κλίμα, που θα μπορούσε όμως να κυριαρχήσει και μετεκλογικά. Αντί για προτάσεις υπάρχουν κατηγορίες αναπόδεικτες, αφήνοντας εκτός δημόσιας συζήτησης τα βασικά θέματα που έχει να αντιμετωπίσει μια χώρα όπου πεινούν 33 εκατ. πολίτες, η παιδεία επιδεινώνεται, η πρόσβαση στην υγεία γίνεται όλο και πιο δύσκολη και η Αμαζονία καταστρέφεται από την υπερεκμετάλλευση.
 
Ο κίνδυνος της βίας
 
Σε αυτές τις εκλογές η βία δεν είναι μόνο λεκτική: έχουν σημειωθεί δολοφονίες οπαδών του Λούλα από μπολσοναριστές και επιθέσεις ακόμη και εναντίον θεσμών. Η πιο πρόσφατη (που ίσως μας προϊδεάζει και για το μετεκλογικό τοπίο) ήταν η επίθεση με χειροβομβίδες και σφαίρες του πρώην βουλευτή και συμμάχου του Μπολσονάρο, Ρομπέρτο Τζέφερσον, κατά αστυνομικών για να αποφύγει τη σύλληψή του. Το Ανώτατο Εκλογοδικείο τον κατηγόρησε για διάδοση ψευδών ειδήσεων και εξύβριση μιας δικαστή του Ανώτατου Εκλογοδικείου, την οποία αποκάλεσε «χαμερπή πόρνη».
 
Στο ένταλμα σύλληψής του γίνεται αναφορά επίσης σε εκθέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες συσχετίζουν τον Τζέφερσον με ένοπλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν παραμονές των εκλογών. Εξω από το σπίτι του πλήθος μπολσοναριστών φώναζαν «Ελευθερία» και «Διαλύστε το Ανώτατο Δικαστήριο και το Εκλογοδικείο».
 
Δύο μέρες πριν ο Μπολσονάρο από το Σάο Πάολο αφιέρωσε μια γροθιά στον αέρα στον Λούλα κατηγορώντας τον ως «κόκκινο» και «σεξουαλικά ανίκανο» και κατέληγε απειλώντας πως «δεν θα επιτρέψουμε την επιστροφή του πρώην φυλακισμένου».
 
Ο φόβος της βίας αυξάνει όχι μόνο λόγω αυτών των εκκλήσεων, που είναι πλέον μόνιμες από πλευράς του Μπολσονάρο, αλλά και γιατί, όπως γράφει ο Ντάριο Πινιότι στην «Página12», «η στρατιωτικοποίηση ήταν το σήμα κατατεθέν της τετραετίας Μπολσονάρο, ο οποίος στήριξε υποψηφιότητες για το Κογκρέσο πρώην αστυνομικών που έχουν σχέσεις με τα “τάγματα θανάτου» της δικτατορίας”. Και δεν ήταν τυχαίο, συνεχίζει η εφημερίδα, πως επέλεξε για κλείσιμο της εκστρατείας του μια περιοχή του Ρίο που ελέγχεται από ένοπλες πολιτοφυλακές.
 
«Με τη στήριξη των πολιτοφυλακών, ομοσπονδιακών αστυνομικών, πολιτών οργανωμένων σε ομάδες κρούσης ο Μπολσονάρο συνέχισε να ενθαρρύνει τους οπαδούς του να ντυθούν στα κίτρινα και πράσινα την Κυριακή, παραμένοντας στα εκλογικά κέντρα για να εμποδίσουν μια “νοθεία”», υποδαυλίζοντας έτσι μια πιθανή βίαιη αντίδραση αν τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά για εκείνον ή αν η διαφορά με τον Λούλα είναι πολύ μικρή. Την περασμένη Παρασκευή εξάρτησε το αν θα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα από τον «έλεγχο» καταμέτρησης που κάνουν οι στρατιωτικοί, ο οποίος -όπως σημειώνει η «El País», κανείς δεν ξέρει σε τι συνίσταται. «Αν δεν βρουν κάτι, δεν υπάρχει λόγος να μην εμπιστευτούμε το αποτέλεσμα» δήλωσε, προσθέτοντας πάντως πως στους δρόμους φαίνεται πως ο κόσμος εκείνον στηρίζει περισσότερο.
Χέρι βοήθειας από τη διεθνή Ακροδεξιά
 
Οπως επισήμαινε η DW, ο Μπολσονάρο φέρει πολλές αναλογίες με τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ή με το κίνημα «Querdenker» (αυτοί που σκέφτονται κόντρα στο ρεύμα) στη Γερμανία: άνθρωποι φανατισμένοι, υποταγμένοι σε συνωμοσιολογικές θεωρίες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον αντίπαλο ως εχθρό που πρέπει να ταπεινώσουν και να συκοφαντήσουν.
 
Το να κάνουν μια επίθεση όπως αυτή των οπαδών του Τραμπ κατά του Καπιτωλίου δεν μοιάζει πολύ πιθανό. Αλλά ο Λούλα έκανε ένα σχόλιο που φουντώνει τις ανησυχίες: ότι είχαν καταφτάσει στην Μπραζίλια ειδήμονες σε βρόμικες εκστρατείες, τους οποίους έστειλε ο Στιβ Μπάνον. Εχει από αυτή την άποψη ενδιαφέρον το σχόλιο που έκανε σε άρθρο του στην «Público» ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος, Πορτογάλος διανοητής, δημιουργός της θεωρίας της «κοινωνιολογίας των απουσιών» και επίτιμος διευθυντής του Κέντρου Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κόιμπρα. «Είναι βέβαιο πως η παγκόσμια Ακροδεξιά, που έχει σήμερα τους μεγαλύτερους χρηματοδοτικούς και τεχνολογικούς πόρους της στις ΗΠΑ, βλέπει στον Μπολσονάρο ένα στρατηγικό όργανο για να διατηρήσει τη διεθνή ορατότητά της και να διευκολύνει την επάνοδο του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία. Για την παγκόσμια Ακροδεξιά οι βραζιλιανικές εκλογές είναι ένα είδος προκριματικών των αμερικανικών προεδρικών του 2024».
 
Ο Πορτογάλος διανοούμενος έχει προειδοποιήσει για τη δράση του Δικτύου Ατλας, που χρηματοδοτούν τα αδέλφια Kοκ, αντιδραστικοί μεγιστάνες, το οποίο σήμερα έχει 500 συνεργαζόμενα ιδρύματα σε περισσότερες από 100 χώρες για να προωθήσουν την ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεολογία τους. Το Δίκτυο, σύμφωνα με τον Σάντος, έχει δυναμική παρουσία στη Βραζιλία.

Χριστίνα Πάντζου