Macro

Χριστίνα Κοψίνη: Μεγαλώνει το χάσμα κεφαλαίου – εργασίας

Διανεμητικό κενό σε βάρος της εργασίας που μεγαλώνει, χαμηλή ποιότητα εργασίας και αδυναμία δημιουργίας θέσεων υψηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων είναι τα τρία συστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα της συνεχιζόμενης υποβάθμισης του παραγωγικού υποδείγματος, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται από τους συντάκτες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στην έκθεση για την ελληνική οικονομία.
 
Βεβαίως εάν η έκθεση συντασσόταν αύριο -ύστερα και από την καταστροφή που φαίνεται να έχει υποστεί ένα αδιευκρίνιστου μεγέθους κομμάτι της κτηνοτροφικής και γεωργικής παραγωγής στους νομούς που συνεχίζουν να πνίγονται από τις πλημμύρες εδώ και μία εβδομάδα- τα συμπεράσματα θα διέφεραν, προς το χειρότερο.
 
Πάντως βάσει των καταγεγραμμένων εκτιμήσεων για την εργασία στην έκθεση, η οποία στο σύνολό της διατηρεί τη λιγότερο κριτική χροιά απέναντι στην κυβέρνηση που είχε ποτέ αντίστοιχη έκθεση του ΙΝΕ για την πορεία της οικονομίας, διατυπώνονται μεταξύ άλλων:
 
● Τα τελευταία δύο χρόνια οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα είχαν το περιθώριο να αυξηθούν σημαντικά, κατά 6,9% και 10,1% αντίστοιχα ανά έτος, χωρίς να μεταβάλουν τη διανομή εισοδήματος. Ωστόσο ο πραγματικός μέσος μισθός παρουσίασε σημαντική μείωση, η οποία το 2022 ανήλθε στο 8,7% σε σχέση με το 2021. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε διανεμητικό κενό σε βάρος του κόσμου της εργασίας της τάξης του 8,4% το 2021 και 9,5% το 2022 και σε μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ στο 47,5% το 2022.
 
● Η ποιότητα εργασίας στη χώρα μας είναι η χαμηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε.-27. Η Ελλάδα σημειώνει τη χειρότερη επίδοση σε χαρακτηριστικά όπως ο χρόνος εργασίας και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και από τις χαμηλότερες επιδόσεις στη συλλογική εκπροσώπηση, την επαγγελματική εξέλιξη και την ποιότητα του εισοδήματος. Αυτό αποδεικνύει και τα όρια ενός παραγωγικού μοντέλου που βασίζεται σε δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλής εργασιακής σταθερότητας και υψηλών εργάσιμων ωρών.
 
● Η τροχιά υποβάθμισης του παραγωγικού υποδείγματος της Ελλάδας από την κρίση και έπειτα -και η επακόλουθη αδυναμία δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων- δεν δημιουργεί θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Ειδικότερα έως το 2035 μόλις το 29,8% των νέων θέσεων εργασίας θα είναι υψηλών δεξιοτήτων έναντι 49,9% στην Ε.Ε. Από τις παραπάνω θέσεις εργασίας μόλις το 4,2% είναι νέες θέσεις εργασίας έναντι αντικατάστασης λόγω συνταξιοδότησης, όταν το ίδιο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 18%.
 
Δημοσιονομικά
 
● Το 2022 η Ελλάδα εμφάνισε τον δεύτερο υψηλότερο λόγο μεταξύ έμμεσων και άμεσων φόρων στην ευρωζώνη αποτελώντας μαζί με το Λουξεμβούργο τα μόνα κράτη-μέλη της στα οποία το 2022 ο συγκεκριμένος δείκτης αυξήθηκε έναντι του 2019. Ο υψηλός λόγος έμμεσων/άμεσων φόροι υποκρύπτει βέβαια και τη σχετικά μεγάλη απόκρυψη εισοδημάτων, κερδών και περιουσιακών στοιχείων στη χώρα.
 
● Η ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ συνέβαλε και στην αποκλιμάκωση του ποσοστού δημόσιου χρέους το 2020 στο 171,3% (έναντι 194,6% το 2021). • Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας των ελληνικών ομολόγων θα αποτελέσει θετική εξέλιξη, καθώς θα σηματοδοτήσει μεταξύ άλλων την επανένταξη της οικονομίας στους θεσμοθετημένους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς του ευρωσυστήματος, επηρεάζοντας θετικά την πρόσβαση του Δημοσίου στις αγορές και ενδεχομένως βραχυχρόνια τους όρους άντλησης ρευστότητας από αυτές. Ομως αυτή η εξέλιξη από μόνη της δεν εγγυάται σε διατηρήσιμη βάση την προσαρμογή του κόστους δανεισμού του κράτους σε επίπεδα που θα διασφαλίζουν τη μεσο-μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα δεδομένης της υψηλής ευαισθησίας των αξιολογήσεων και αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε απρόβλεπτους εξωγενείς ή μη παράγοντες. Και αυτό ισχύει ειδικά στην περίπτωση εύθραυστων δημοσιονομικά οικονομιών όπως της Ελλάδας.
 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ