Macro

Chris McGreal: Πώς οι ρίζες της «μαφίας του PayPal» φτάνουν μέχρι τo απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής

Όταν το χέρι του Ίλον Μασκ τεντώθηκε σε έναν άκαμπτο χαιρετισμό κατά την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, οι έκπληκτοι θεατές έκαναν στην πλειοψηφία τους την προφανή σύγκριση.

Όμως, στη συζήτηση που ακολούθησε σχετικά με τις προθέσεις του Μασκ, καθώς ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου επέμεινε ότι δεν προσπαθούσε να το παίξει ναζί, οι εικασίες επικεντρώθηκαν αναπόφευκτα στο κατά πόσο οι ρίζες του στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής πρόσφεραν κάποια εικόνα.

Τους τελευταίους μήνες, η προώθηση των ακροδεξιών συνωμοσιολογικών θεωριών από τον Μασκ έχει ενταθεί, από την εμβάθυνση της εχθρότητας προς τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα έως την πρόσφατη υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Έχει δείξει ένα ανθυγιεινό ενδιαφέρον για τη γενετική, υιοθετώντας ισχυρισμούς περί μιας επικείμενης «γενοκτονίας των λευκών» στη γενέτειρά του, τη Νότια Αφρική, και προωθώντας δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν τη ρατσιστική συνωμοσιολογική θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης». Όλο και περισσότερο, η γλώσσα και ο τόνος του θυμίζουν την παλιά Νότια Αφρική.

Δεν είναι μόνος. Ο Μασκ είναι μέλος της «μαφίας PayPal», μιας ομάδας ελευθεριακών δισεκατομμυριούχων με ρίζες στη Νότια Αφρική υπό την κυριαρχία των λευκών, που σήμερα ασκεί τεράστια επιρροή στην αμερικανική βιομηχανία τεχνολογίας και την πολιτική.

Μεταξύ αυτών είναι ο Πίτερ Τιλ, ο γερμανικής καταγωγής δισεκατομμυριούχος επενδυτής επιχειρηματικού κεφαλαίου και συνιδρυτής της «PayPal», ο οποίος μεγάλωσε σε μια πόλη της Νότιας Αφρικής τη δεκαετία του 1970, όπου ο Χίτλερ εξακολουθούσε να λατρεύεται ανοιχτά. Ο Τιλ, σημαντικός χρηματοδότης της εκστρατείας του Τραμπ, έχει επικρίνει τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, θεωρώντας τα υπονομευτικά για τον καπιταλισμό. Μια βιογραφία του Τιλ που εκδόθηκε το 2021, με τίτλο The Contrarian, υποστηρίζει ότι ως φοιτητής στο Στάνφορντ υπερασπίστηκε το απαρτχάιντ ως «οικονομικά ορθό».

Ο Ντέιβιντ Σακς, πρώην διευθύνων σύμβουλος της «PayPal» και τώρα κορυφαίος υπεύθυνος συγκέντρωσης χρημάτων για τον Τραμπ, γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν και μεγάλωσε στη διασπορά της Νότιας Αφρικής, αφού η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ όταν ήταν μικρός. Το τέταρτο μέλος της μαφίας, ο Ρόελοφ Μπότα, εγγονός του τελευταίου υπουργού Εξωτερικών του καθεστώτος του απαρτχάιντ, Πικ Μπότα, και πρώην οικονομικός διευθυντής της PayPal, έχει διατηρήσει χαμηλότερο πολιτικό προφίλ, αλλά παραμένει κοντά στον Μασκ.

Ανάμεσά τους, ο Μασκ ξεχωρίζει για την ιδιοκτησία του «X», το οποίο αποτελεί ολοένα και περισσότερο μια πλατφόρμα για ακροδεξιές απόψεις, και για την εγγύτητά του με τον Τραμπ, ο οποίος τον έχει ορίσει επικεφαλής ενός «υπουργείου κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» με στόχο να καταστρέψει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία.

Κάποιοι συνδέουν άμεσα τα καθοριστικά χρόνια του Μασκ, που μεγάλωσε ως λευκός άνδρας σε ένα πολύπλοκο σύστημα φυλετικής ιεραρχίας, σε μια χώρα που βρισκόταν σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο, καθώς η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής γινόταν όλο και πιο καταπιεστική υπό την πίεση της αυξανόμενης αντίστασης στο απαρτχάιντ, με τον άνθρωπο που βλέπουμε σήμερα στο πλευρό του Τραμπ.

Την εβδομάδα πριν την ορκωμοσία, ο Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλος του Τραμπ, χαρακτήρισε τους λευκούς Νοτιοαφρικανούς ως «τον πιο ρατσιστικό λαό της γης», αμφισβήτησε τη συμμετοχή τους στην αμερικανική πολιτική και είπε ότι ο Μασκ είναι μια αρνητική επιρροή που πρέπει να επιστρέψει στη χώρα όπου γεννήθηκε.

Άλλοι είναι επιφυλακτικοί ως προς το αν οι όλο και πιο ακραίες απόψεις του Μασκ μπορούν να αποδοθούν στην ανατροφή του στην Πρετόρια. Ο διάσημος Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Τζόνι Στάινμπεργκ χαρακτήρισε πρόσφατα τις προσπάθειες να ερμηνευθεί ο Μασκ μέσω της παιδικής του ηλικίας υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ «κακή ιδέα» που οδήγησε σε «επιπόλαια» συμπεράσματα.

Ωστόσο, για όσους επιθυμούν να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ, υπάρχουν στοιχεία από την πρώιμη ζωή του Μασκ, ο οποίος είχε έναν νεοναζί παππού που μετακόμισε από τον Καναδά στη Νότια Αφρική επειδή του άρεσε η ιδέα του απαρτχάιντ, και την εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο σε ένα σύστημα διαποτισμένο από την ιδεολογία της υπεροχής της λευκής φυλής.

Τα καθοριστικά χρόνια του Μασκ στη δεκαετία του 1980 συνέπεσαν με μια περίοδο ταραχών στις μαύρες φτωχογειτονιές, που οδήγησαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και αιματηρή καταστολή από το κράτος. Μερικοί λευκοί εγκατέλειψαν τη χώρα. Άλλοι διαδήλωσαν μαζί με το νεοναζιστικό Κίνημα Αντίστασης των Αφρικανών κατά της αποδυνάμωσης του απαρτχάιντ.

Η Νότια Αφρική, όπου γεννήθηκε ο Μασκ το 1971 και όπου μετακόμισε ο Τιλ ως παιδί από τη Γερμανία, είχε ως πρωθυπουργό τον Τζον Βόρστερ, ο οποίος τριάντα χρόνια νωρίτερα ήταν στρατηγός σε μια φασιστική πολιτοφυλακή που είχε συμμαχήσει με τον Χίτλερ.

Η Ossewabrandwag (OB) ιδρύθηκε λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιτάχθηκε στην είσοδο της Νότιας Αφρικής στον πόλεμο ως σύμμαχος της Βρετανίας και συνωμότησε με τη γερμανική στρατιωτική αντικατασκοπεία για να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό, Γιαν Σματς, ως προοίμιο μιας ένοπλης εξέγερσης υπέρ του Χίτλερ.

Ο Βόρστερ δεν έκρυβε τη συμπάθειά του για τη ναζιστική, ή εθνικοσοσιαλιστική, ιδεολογία, την οποία συνέκρινε με την πολιτική φιλοσοφία χριστιανικού εθνικισμού των Αφρικάνερ.

«Υποστηρίζουμε το χριστιανικό εθνικισμό, ο οποίος είναι σύμμαχος του εθνικοσοσιαλισμού», δήλωνε το 1942. «Μπορείτε να ονομάσετε αυτή την αντιδημοκρατική αρχή δικτατορία, αν θέλετε. Στην Ιταλία ονομάζεται “φασισμός”, στη Γερμανία “γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός” και στη Νότια Αφρική “χριστιανικός εθνικισμός”».

Η κυβέρνηση του Σμουτς δεν το είδε με καλό μάτι και λίγες εβδομάδες αργότερα συνέλαβε τον Βόρστερ ως υποστηρικτή των ναζί.

Στο τέλος του πολέμου, το OB απορροφήθηκε από το Εθνικό Κόμμα, το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 1948, στις οποίες οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, με τη δέσμευση να επιβάλει το απαρτχάιντ. Το 1961, ο Βόρστερ εντάχθηκε στην κυβέρνηση ως υπουργός Δικαιοσύνης και πέντε χρόνια αργότερα έγινε πρωθυπουργός.

Ο ναζισμός μπορεί να είχε ηττηθεί στην Ευρώπη, αλλά ο χριστιανικός εθνικισμός ήταν ολοζωντανός στη Νότια Αφρική υπό τον Βόρστερ, με το δικό του είδος φυλετικής ταξινόμησης και διαστρωμάτωσης που δικαιολογούνταν από την ανάγκη να κρατηθεί σε απόσταση ο «swart gevaar», ή «μαύρος κίνδυνος».

Στα σχολεία, η χριστιανική εθνικιστική εκπαίδευση επιδίωκε να διαμορφώσει μια νοτιοαφρικανική ταυτότητα γύρω από μια μοναδική εκδοχή της ιστορίας της χώρας. Στον Μασκ και τον Τιλ διδάχθηκε ότι οι Αφρικάνερ, κυρίως απόγονοι των Ολλανδών αποικιοκρατών, ήταν τα πραγματικά θύματα των συγκρούσεων στη Νότια Αφρική, είτε στα χέρια των άπληστων Βρετανών ιμπεριαλιστών είτε στα χέρια των ύπουλων αρχηγών των Ζουλού.

Η Μπι Ρόμπερτς, που μεγάλωσε σε μια οικογένεια που υποστήριζε το απαρτχάιντ, αλλά στη συνέχεια αντιτάχθηκε στο σύστημα και αργότερα εργάστηκε για το Ινστιτούτο για μια Δημοκρατική Νότια Αφρική, θυμάται την έντονη έμφαση που δινόταν στους Αφρικάνερ ως θύματα που επεδίωκαν το απαρτχάιντ για να προστατεύσουν τον πολιτισμό τους και ακόμη και την ίδια τους την ύπαρξη.

«Ήταν ένα παράξενο μείγμα του “μας κατέστρεψαν οι Βρετανοί στον [Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς] και οι γυναίκες και τα παιδιά μας πέθαναν κατά χιλιάδες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης”, οπότε θα ξαναχτίσουμε την πατρίδα μας και θα φροντίσουμε να είμαστε ανίκητοι. Και θα το κάνουμε με ακραία μέσα», είπε.

Η εκπαίδευση, όπως και πολλά άλλα, ήταν διαχωρισμένη ανά φυλή κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου του απαρτχάιντ και, τουλάχιστον στα χαρτιά, οι λευκοί μαθητές σε όλη τη Νότια Αφρική υποβάλλονταν στην ίδια χριστιανική εθνικιστική εκπαίδευση. Ωστόσο, η λευκή κοινωνία ήταν η ίδια διχασμένη και η ιστορική αφήγηση που υιοθετήθηκε στα σχολεία όπου μιλούσαν αφρικάανς συχνά γινόταν η βάση για μια σιωπηρή απόρριψη της φιλοσοφίας του απαρτχάιντ στα αγγλόφωνα σχολεία.

Ο Μασκ φοίτησε σε γυμνάσιο του Γιοχάνεσμπουργκ και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Αρρένων της Πρετόρια, ένα ίδρυμα από το οποίο αποφοίτησαν μαθητές που έγιναν ηγετικοί ακτιβιστές κατά του απαρτχάιντ, όπως ο Έντουιν Κάμερον, δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής μετά την κατάρρευση της λευκής κυριαρχίας, και ο Πίτερ Χέιν, ο οποίος μετακόμισε στη Βρετανία, όπου έγινε ηγετικός ακτιβιστής κατά του απαρτχάιντ και στη συνέχεια υπουργός της κυβέρνησης των Εργατικών.

Ο Φίλιπ Βαν Νιέρκερκ, πρώην εκδότης της κορυφαίας εφημερίδας κατά του απαρτχάιντ Mail and Guardian στο Γιοχάνεσμπουργκ, είχε γονείς Αφρικάνερ, αλλά φοίτησε σε αγγλόφωνο σχολείο. Θυμάται ότι η επίσημη εκδοχή της ιστορίας δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στην υποστήριξη του συστήματος του απαρτχάιντ από πολλούς αγγλόφωνους, ακόμη και αν επωφελούνταν από αυτό και δεν έκαναν τίποτα για να το αμφισβητήσουν.

«Μισούσαμε την κυβέρνηση του Εθνικού Κόμματος. Ακόμη και οι δάσκαλοί μας ήταν κάπως εχθρικοί. Το θεωρούσαμε σχεδόν σαν επιβολή. Ωστόσο, απορροφάς πράγματα μέσω της κουλτούρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπαμε τους μαύρους ως ίσους. Δεν το σκεφτόμασταν», είπε.

Ο Τιλ έμαθε όλα αυτά και πολλά άλλα στα σχολεία της Νότιας Αφρικής και της de facto αποικίας της, της Νοτιοδυτικής Αφρικής, η οποία ανεξαρτητοποιήθηκε ως Ναμίμπια το 1990.

Η Νοτιοδυτική Αφρική ήταν γερμανική αποικία μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ο Τιλ έζησε για κάποιο διάστημα στην πόλη Σβακοπμούντ, όπου φοίτησε σε γερμανικό σχολείο, ενώ ο πατέρας του εργαζόταν σε ένα κοντινό ορυχείο ουρανίου.

Εκείνη την εποχή, η Σβακοπμούντ ήταν γνωστή για τη συνεχή εξύμνηση του ναζισμού, συμπεριλαμβανομένης της γιορτής των γενεθλίων του Χίτλερ. Το 1976, οι New York Times ανέφεραν ότι ορισμένοι κάτοικοι της πόλης συνέχιζαν να χαιρετούν ο ένας τον άλλον με το «Χάιλ Χίτλερ» και να κάνουν το ναζιστικό χαιρετισμό.

Ο Βαν Νιέκερκ επισκέφθηκε τη Σβακοπμούντ κατά τη διάρκεια της νοτιοαφρικανικής κυριαρχίας.

«Ήμουν εκεί τη δεκαετία του 1980 και μπορούσες να μπεις σε ένα κατάστημα με σουβενίρ και να αγοράσεις κούπες με ναζιστικά σύμβολα. Αν ήσουν Γερμανός και βρισκόσουν στη Σβακοπμούντ τη δεκαετία του 1970, που ήταν η εποχή που βρισκόταν εκεί ο Τιλ, ήσουν μέλος αυτής της κοινότητας», είπε.

Ο Τιλ, ο οποίος μετακόμισε στις ΗΠΑ όταν ήταν 10 ετών, έχει περιγράψει τη σχολική του εκπαίδευση στη Σβακοπμούντ ως κάτι που του ενστάλαξε μια απέχθεια για την πειθαρχία, η οποία τον οδήγησε στο φιλελευθερισμό.

Ο πατέρας του Τιλ εργαζόταν σε ένα ορυχείο ουρανίου στο Ρέσινγκ, όπου, όπως και στα ορυχεία χρυσού και άνθρακα του Ριφ γύρω από το Γιοχάνεσμπουργκ, οι μαύροι εργάτες πληρώνονταν μόλις το ελάχιστο για να επιβιώσουν, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και η εργασία επικίνδυνη. Οι λευκοί διευθυντές, από την άλλη πλευρά, ζούσαν μια νεοαποικιακή ζωή μέσα στην πολυτέλεια, με υπηρέτες στη διάθεσή τους.

Ο πατέρας του Μασκ, Έρολ, επίσης ασχολούνταν με την εξόρυξη, μεταξύ άλλων. Κάποτε καυχήθηκε ότι η συμμετοχή του στα ορυχεία σμαραγδιών της Ζάμπια του απέφερε «τόσα πολλά χρήματα που δεν μπορούσαμε καν να κλείσουμε το χρηματοκιβώτιό μας». Η μητέρα του Μασκ, Μέι, έχει πει ότι η οικογένεια είχε δύο σπίτια, ένα αεροπλάνο, ένα γιοτ και μερικά πολυτελή αυτοκίνητα.

Ο Έρολ Μασκ έχει δηλώσει ότι ήταν αντίθετος στο απαρτχάιντ και εντάχθηκε στο Προοδευτικό Ομοσπονδιακό Κόμμα, αλλά στη συνέχεια αποχώρησε επειδή δεν του άρεσε το αίτημα «ένας άνθρωπος, μία ψήφος» και αντίθετα προτιμούσε μια πιο σταδιακή μεταρρύθμιση με ξεχωριστά κοινοβούλια για τις διαφορετικές φυλές. Αυτή ήταν η φιλελεύθερη θέση μέσα στην οικογένεια Μασκ.

Ο παππούς του Μασκ από την πλευρά της μητέρας του, ο Τζόσουα Χάλντεμαν, μετακόμισε από τον Καναδά στη Νότια Αφρική το 1950 επειδή του άρεσε η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του απαρτχάιντ.

Στη δεκαετία του 1930, ο Χάλντεμαν ήταν ο Καναδός ηγέτης ενός περιθωριακού πολιτικού κινήματος που ξεκίνησε στις ΗΠΑ, του Technocracy Incorporated, το οποίο υποστήριζε την κατάργηση της δημοκρατίας υπέρ μιας κυβέρνησης ελίτ τεχνοκρατών, αλλά το οποίο απέκτησε φασιστικές αποχρώσεις με τις στολές και τους χαιρετισμούς του.

Η καναδική κυβέρνηση απαγόρευσε την Technocracy Incorporated κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως απειλή για την ασφάλεια της χώρας, εν μέρει λόγω της αντίθεσής της στον αγώνα κατά του Χίτλερ. Ο Χάλντεμαν κατηγορήθηκε για δημοσίευση υλικού αντίθετου στον πόλεμο και φυλακίστηκε για δύο μήνες.

Μετά τον πόλεμο, ο Χάλντεμαν ηγήθηκε ενός ξεχωριστού πολιτικού κόμματος που, μεταξύ άλλων, προωθούσε τα αντισημιτικά «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών». Όταν αυτό δεν προχώρησε, μετακόμισε στη Νότια Αφρική επειδή, όπως είπε, του άρεσε η βασική φιλοσοφία του Εθνικού Κόμματος για το χριστιανικό εθνικισμό, την οποία ο Βόρστερ παρομοίασε με το ναζισμό.

Ο Έρολ Μασκ περιέγραψε τους γονείς της Μέι ως τόσο ακραίους που σταμάτησε να τους επισκέπτεται.

«Ήταν πολύ φανατικοί υποστηρικτές του απαρτχάιντ», είπε στο Podcast and Chill. «Οι γονείς της ήρθαν στη Νότια Αφρική από τον Καναδά επειδή συμπαθούσαν την κυβέρνηση των Αφρικάνερ. Υποστήριζαν τον Χίτλερ και όλα αυτά τα πράγματα».

Ο Χάλντεμαν σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα όταν ο Ίλον ήταν τριών ετών, αλλά ο μικρός παρέμεινε κοντά στη γιαγιά και τη μητέρα του. Έχει αποξενωθεί από τον πατέρα του, τον οποίο η Μέι έχει περιγράψει ως βίαιο απέναντι σε αυτήν και τα παιδιά τους. Ο Έρολ Μασκ ισχυρίστηκε κάποτε ότι πυροβόλησε και σκότωσε τρεις ανθρώπους που εισέβαλαν στο σπίτι του.

Ο Μασκ έχει περιγράψει τον πατέρα του ως «απαίσιο άνθρωπο».

«Έχει κάνει σχεδόν κάθε κακό που μπορεί να σκεφτεί κανείς», είπε στο Rolling Stone χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες το 2017.

Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι ο Μασκ και ο Τιλ μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον απίστευτων προνομίων, όπου η φυλετική ιεραρχία ήταν σαφής. Όσοι ισχυρίζονταν ότι απορρίπτουν το απαρτχάιντ προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτό το προνόμιο όχι ως αποτέλεσμα συστημικής φυλετικής καταπίεσης, αλλά ως φυσική τάξη πραγμάτων χάρη στις δικές τους ικανότητες. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε ορισμένους να θεωρήσουν όλες τις μορφές διακυβέρνησης καταπιεστικές και την αληθινή ελευθερία ως ατομική μάχη για την επιβίωση.

Η βιογραφία του Τιλ αναφέρει ότι είχε την άποψη, κοινή μεταξύ των υποστηρικτών του απαρτχάιντ εκείνη την εποχή, ότι οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν σε καλύτερη θέση από τους Αφρικανούς σε άλλα μέρη της ηπείρου, ακόμη και αν τους στερούσαν συστηματικά τα δικαιώματά τους. Ο Τιλ έχει αρνηθεί ότι υποστήριξε ποτέ το απαρτχάιντ.

Ο Βαν Νιέκερκ είπε ότι η αντίθεση στο απαρτχάιντ δεν σήμαινε απαραίτητα την απόρριψη της υπεροχής ή των προνομίων των λευκών, ένα ζήτημα που είχε επισημανθεί σε ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ του 1968, ένα χρόνο πριν γεννηθεί ο Τιλ.

Το σχόλιο παρατηρούσε ότι οι αγγλόφωνοι βαρόνοι των ορυχείων και άλλοι βιομήχανοι στο Γιοχάνεσμπουργκ συνήθως ισχυρίζονταν ότι ήταν «εχθρικοί προς το απαρτχάιντ, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους φιλελεύθερους», αλλά έκαναν ελάχιστα για να αντιταχθούν στο σύστημα, ενώ επωφελούνταν από αυτό.

Η Έλεν Σούζμαν, τότε μέλος του κοινοβουλίου της Νότιας Αφρικής και συχνά μοναχική φωνή αντίθετη στο απαρτχάιντ, επέκρινε αυτούς τους ισχυρούς βιομηχάνους και επιχειρηματίες, λέγοντας ότι «οι άνθρωποι που δεν κάνουν τίποτα είναι υπεύθυνοι». Τους κατηγόρησε ότι κρύβονταν πίσω από το απαρτχάιντ για να εκμεταλλεύονται τους μαύρους εργάτες.

«Δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο οι βιομήχανοι δεν πρέπει να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των εργατών τους», είπε.

Στο ντοκιμαντέρ, ο Στάνλεϊ Κόεν, διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας σούπερ μάρκετ «OK Bazaars» που ανήκει στην οικογένειά του, ρωτήθηκε γιατί απασχολούσε μόνο λευκούς πίσω από τους πάγκους και κανέναν Νοτιοαφρικανό άλλης φυλής, παρόλο που πολλοί από τους πελάτες ήταν μαύροι. Ο Κόεν παραδέχτηκε ότι δεν ήταν νομική απαίτηση, αλλά το έκανε για να ικανοποιήσει τις ρατσιστικές προκαταλήψεις των λευκών πελατών.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο [οι μαύροι] να μην μπορούν να εργάζονται πίσω από τους πάγκους. Δεν υπάρχει νόμος που να το απαγορεύει. Αλλά υπάρχει αυτή η φυσική προκατάληψη σε αυτή τη χώρα, για την οποία δεν μπορείς να νομοθετήσεις υπέρ ή κατά», είπε.

Μια δεκαετία αργότερα, η εξουσία μετατοπιζόταν. Η εξέγερση που ξεκίνησε στο Σοβέτο το 1976 είχε εξελιχθεί σε πλήρη εθνική κρίση για το σύστημα του απαρτχάιντ μέχρι τη δεκαετία του 1980. Μια μικρής κλίμακας εμφύλια σύρραξη είχε ξεσπάσει. Σε απάντηση, το κράτος έγινε ακόμη πιο βίαιο και καταπιεστικό. Η παράνοια των λευκών τροφοδοτήθηκε από την άνοδο ανεξάρτητων αφρικανικών κρατών υπό μαρξιστικές κυβερνήσεις όλο και πιο κοντά στα σύνορα της Νότιας Αφρικής, με την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη το 1970 και τη Ζιμπάμπουε το 1980.

Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για γενοκτονία των λευκών, μια θεωρία συνωμοσίας που έχει αναζωπυρωθεί τα τελευταία χρόνια με τις δολοφονίες λευκών αγροτών στη Νότια Αφρική και τη Ζιμπάμπουε. Αυξήθηκε η υποστήριξη προς το νεοναζιστικό Afrikaner Weerstandsbeweging (AWB), ή Κίνημα Αντίστασης των Αφρικάνερ, που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε χαλάρωση του απαρτχάιντ.

Το AWB, που ιδρύθηκε από τον Γιουτζίν Τερμπλάνς, μια επιβλητική και εκκεντρική προσωπικότητα που συνήθιζε να ιππεύει άλογο από το οποίο ενίοτε έπεφτε, δεν έκρυβε το πρότυπό της με ένα έμβλημα που έμοιαζε ιδιαιτέρως με τη σβάστικα σε σχέδιο και χρώματα. Οι υποστηρικτές της επίσης αγαπούσαν το χαιρετισμό του Χίτλερ με το χέρι τεντωμένο, καθώς παρήλαυναν στους δρόμους της Πρετόρια. Στην ακμή του, το AWB φαινόταν να έχει την υποστήριξη περισσότερου από το 10% των λευκών Νοτιοαφρικανών.

Η Ρόμπερτς είπε ότι η ζωή των προνομιούχων λευκών ήταν «σίγουρα μια φούσκα, γεμάτη αυτοπεποίθηση». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθεί η πραγματικότητα.

«Νομίζω ότι ο Μασκ στην Πρετόρια της δεκαετίας του 1980 πρέπει να είχε μια αίσθηση του τι βίωναν οι μαύροι και γιατί ήταν θυμωμένοι. Μεγάλωσα αρκετά συντηρητική, αλλά κατάφερα να αλλάξω τις απόψεις μου. Νομίζω ότι έπρεπε να είσαι αρκετά άκαμπτος στη δεκαετία του ’80 για να εξακολουθείς να πιστεύεις ότι το σύστημα του απαρτχάιντ ήταν σωστό και προς το συμφέρον όλων», είπε.

Ο Μασκ έφυγε από τη Νότια Αφρική το 1988, εν μέσω αυτής της αναταραχής, δύο χρόνια πριν ο Φ. Β. ντε Κλερκ ανοίξει το δρόμο προς την ελευθερία με την απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα. Αν είχε μείνει, ο Μασκ θα έπρεπε να καταταγεί στο στρατό για δύο χρόνια, μια υποχρεωτική θητεία για τους λευκούς άνδρες, που θα μπορούσε να σημαίνει συμμετοχή στις εχθροπραξίες στην Αγκόλα και τη Ναμίμπια ή στην καταστολή των διαδηλώσεων των μαύρων στις περιοχές τους.

Αντ’ αυτού, ο Μασκ απέκτησε την καναδική υπηκοότητα μέσω της μητέρας του και μετακόμισε στο Οντάριο. Ο Βαν Νιέκερκ είπε ότι, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, ο Μασκ πήρε μαζί του και ένα κομμάτι της Νότιας Αφρικής.

«Όλοι μας [οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί], λόγω της φύσης των προνομίων μας και της θέσης μας στη φυλετική ιεραρχία, μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι ήμασταν η ανώτερη φυλή, ακόμα και αν δεν το σκεφτόμασταν ενεργά», είπε.

Η ΕΠΟΧΗ από The Guardian