Δύο από τα πολύ σοβαρά εκκρεμή ζητήματα για τη χώρα, που επιχειρεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, το τέλος του μνημονιακού προγράμματος και η ελάφρυνση του χρέους και η συμφωνία για το Μακεδονικό με την βόρεια γείτονα μας ΠΓΔΜ, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις την προηγούμενη εβδομάδα, φαίνεται ότι είναι σε καλό δρόμο. Τα αντικυβερνητικά ΜΜΕ, βέβαια, επιχειρούν να το αποκρύψουν με διάφορους τρόπους, προβάλλοντας, κινδυνολογικά μάλιστα, διάφορες ειδήσεις ήσσονος σημασίας ή εκμεταλλευόμενα διάφορες αμετροέπειες κυβερνητικών στελεχών που δυστυχώς δεν λείπουν.
Οι ειδήσεις σχετικά με τις ζυμώσεις για την ελάφρυνση του χρέους, αποκαλύπτουν ότι οι δανειστές εξετάζουν συγκεκριμένες πια προτάσεις, που γρήγορα θα πάρουν τελική μορφή, καθώς θα ολοκληρώνονται τα προαπαιτούμενα και θα συνομολογείται και η συμφωνία των δεσμεύσεων για το «μετά». Προφανώς, είναι ακόμη μακρύς ο δρόμος, αλλά άρχισε να διατρέχεται, και σε βατές συνθήκες. Το κρίσιμο είναι οι βαθμοί ελευθερίας που θα εξασφαλισθούν για το «μετά», δηλαδή η δυνατότητα να ασκηθεί μια πολιτική όλο και περισσότερο και με τα χρώματα της Αριστεράς. Και αυτό χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, προσοχή και επιμονή στο στόχο.
Στρώνοντας το έδαφος της επόμενης σύγκρουσης
Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός ήταν πολύ απόλυτος, και σωστά, σ΄ αυτό το σημείο, χρησιμοποίησε έναν ιστορικά φορτισμένο όρο για την Αριστερά, τον όρο «στοχοπροσήλωση» και καλά έκανε. Το τέλος του προγράμματος και οι όροι για το «μετά» είναι κόμβος, είναι ένα καίριας σημασίας βήμα, που θα συνιστά και το έδαφος που θα κριθεί από την κοινωνία η εκπλήρωση των επαγγελιών που δόθηκαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, μετά την οδυνηρή ήττα στη μάχη εκείνη. Αυτό θα είναι και ο κορμός της προεκλογικής σύγκρουσης.
Τα σύνθετα ζητήματα που έχουν τεθεί «καλούμαστε να τα διαχειριστούμε με τρόπο εθνικά υπεύθυνο και σοβαρό», σημείωσε. «Η έξοδος της χώρας από την επιτροπεία… είναι μια μεγάλη τομή στη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας… και με αυτό το δεδομένο οφείλουμε το επόμενο διάστημα να εργαστούμε σκληρά, συγκροτημένα, μεθοδικά και με απόλυτη αίσθηση του ιστορικού καθήκοντος που μας έχει αναθέσει ο ελληνικός λαός» πρόσθεσε.
Ρίχνοντας του τόνους με την Τουρκία
Θέλοντας, προφανώς, να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της εξόδου, σε σχέση με όλα τα άλλα ανοιχτά ζητήματα, αφιέρωσε πολύ μικρό μέρος της ομιλίας του στην εξωτερική πολιτική και τα ανοιχτά θέματα του πεδίου της. Το επέλεξε αυτό, όμως, και για να ρίξει τους τόνους που είχαν ανέβει πολύ ψηλά το τελευταίο διάστημα με ορατό τον κίνδυνο να προκληθούν ανησυχίες στους πολίτες, πράγμα καθόλου θετικό αυτή την πολλαπλά ευαίσθητη περίοδο.
Μπορεί, όμως, και εδώ να δώσει το περίγραμμα που πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση για να αναζητήσει λύσεις: «Ξεκινώ από τους ανατολικούς γείτονές μας, την Τουρκια, η οποία το τελευταίο διάστημα εντείνει την προκλητικότητα της. Και οξύνει –θα έλεγα– την κατάσταση σε όλα τα μέτωπα. Είναι δεδομένο, το γνωρίζουμε, ότι η στάση της αυτή σχετίζεται και με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της, αλλά –θα έλεγα– και σε ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τη γενικότερη αναδιαμόρφωση των διεθνών σχέσεων, που παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά. Από την πλευρά μας, συνεχίζουμε να αξιοποιούμε κάθε πολιτικό και διπλωματικό δίαυλο και κάθε επιρροή που διαθέτουμε. Καλούμε τους γείτονές μας να αφήσουν αυτή την αδιέξοδη ρητορική κλιμάκωση, διότι δεν οδηγεί πουθενά. Όταν κάποιος έχει προβλήματα στο δικό του σπίτι, το χειρότερο είναι να τα βάζει με τον γείτονά του. Και στην περίπτωσή μας δεν υπάρχουν πιο αξιόπιστοι και καλόπιστοι γείτονες στην περιοχή».
Κοντά σε σοβαρές εξελίξεις
Συνεχίζοντας, δε, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής πέρασε στο Μακεδονικό: «Με δεδομένο λοιπόν ότι η Τουρκία –είναι φανερό– βρίσκεται σε ένταση, θα έλεγα ότι έχουμε έναν ακόμη λόγο να επιδιώκουμε το κλείσιμο όσο το δυνατόν περισσότερων μετώπων στην εξωτερική μας πολιτική, ώστε να μην σπαταλάμε διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια να επιλύσουμε διαφορές με βόρειους γείτονές μας στην Αλβανία, στην ΠΓΔΜ, χωρίς υποχωρήσεις από πάγιες εθνικές μας θέσεις και με αίσθημα εθνικής ευθύνης.
Οι συναντήσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με τους αρχηγούς των κομμάτων κατά τις οποίες έγινε ενδελεχής ενημέρωση, και η στάση των κομμάτων μετά, δείχνουν ότι βρισκόμαστε λίγο πριν από σοβαρές εξελίξεις στο Μακεδονικό. Η νέα συνάντηση Κοτζιά-Δημητρόφ στις 12 Απριλίου και η πιθανή συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ είναι τα φανερά σημάδια ότι οι συζητήσεις προχωρούν εις βάθος και μια λύση είναι πάρα πολύ πιθανή. Προφανώς, υπάρχουν δύσκολα θέματα ακόμη, αλλά το παν είναι να επιμείνουν οι δύο πλευρές σε αναζήτηση επωφελούς και για τους δύο συμβιβασμούς.
Σε άλλες σελίδες αναλύουμε το πιο δύσκολο από τα ανοιχτά θέματα, το Σύνταγμα και το ζήτημα της γλώσσας και της εθνότητας. Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να βαδίσει με επιρροές από παλιές λανθασμένες θέσεις, που δεν μπορούν να σταθούν με βάση τις διεθνείς πρακτικές ή επηρεασμένη από την πίεση που ασκούν τα κόμματα της δεξιάς είτε για εσωκομματικούς είτε για μικροπολιτικούς λόγους. Η ελληνική πλευρά οφείλει να κινηθεί με οδηγό την επιστημονική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων, στάση η οποία θα αυξήσει την αξιοπιστία της και το διεθνές της κύρος μια στιγμή που διαπραγματεύεται ζωτικά ζητήματα για την οικονομική προοπτική της χώρας ή την ασφάλειά της.
Αστεία πράγματα, αλλά επικίνδυνα
Πιο καθαρά δεν θα μπορούσαν –ίσως για πρώτη φορά τόσο– να τεθούν τα ζητήματα αυτά στο υπουργικό συμβούλιο. Και χρειαζόταν αυτό διότι στα σοβαρά αυτά ζητήματα δεν χωράνε ούτε προσωπικές πολιτικές ούτε ερασιτεχνισμοί και επιπολαιότητες. Και τέτοια φαινόμενα υπήρξαν και όχι μόνο από τους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πολιτικές πρακτικές, η υψηλή ρητορεία, οι στρατιωτικές στολές, η παρουσία στα γυμνάσια και άλλα συναφή, παλαιάς κοπής, αλλά που, πλέον μπορεί να προκαλέσουν τεράστια ζημιά. Ο κ. Καμμένος, από τη μια μεριά είτε λόγω ταπεραμέντου είτε λόγω απόψεων του κόμματός του, έχει ένα μικρό περιθώριο –ελπίζει κανείς να το υπολογίζουν αυτό και έξω από την χώρα– να κινείται ελαφρά διαφοροποιούμενος, αλλά από την άλλη πρέπει να ξεκαθαριστεί μαζί του αν αυτά τα εντάσσει σε ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο οφείλει, αν υπάρχει, να παραθέσει στους συμμάχους του στην κυβέρνηση.
Φυσικά, φάλτσα υπήρξαν και από στελέχη της κυβέρνησης, από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί τον όρο, σχετικά αρμόδιος μάλιστα υπουργός «σκοπιανό» αντί μακεδονικό. Ή ο ίδιος να υπερηφανεύεται για την στρατιωτική ισχύ της χώρας κ.τ.λ κ.τλ. Πρόκειται όχι απλώς για αστεία πράγματα αλλά και για επικίνδυνα. Όπως δεν βοηθούν και ημιεπίσημοι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί στο παρελθόν για ηγέτες γειτονικών χωρών ή συχνές κορώνες από πολιτειακούς παράγοντες που προειδοποιούσαν γείτονες –προκλητικούς είναι αλήθεια– κάθε τρεις και λίγο.
Ακόμα κι όταν παρανομούν οι γείτονές μας Τούρκοι, εμείς δεν πρέπει να τους ακολουθούμε. Ακόμα και όταν υψώνουν τους τόνους και απειλούν ή προκαλούν εμείς δεν πρέπει να τους ακολουθούμε σε διάφορες —κούφιες εξάλλου— δηλώσεις-κορώνες. Αυτός είναι ο σοβαρός δρόμος, ο διπλωματικός, ο πολιτικός, του διαλόγου, πέραν της φροντίδας της άμυνας της χώρας, που μπορεί να λύνει συναφή προβλήματα στη σύγχρονη εποχή.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή