Macro

Bruno Jasieński: Θα κάψω το Παρίσι (μτφ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδ. Έρμα, 2025)

Η κοπέλα του Πιερ χρειάζεται ένα ζευγάρι γοβάκια την ώρα που ο ίδιος ανησυχεί πως πλησιάζει η σειρά του να απολυθεί. Παρά τις ελπίδες που τρέφει ότι θα είναι από αυτούς που θα τη γλιτώσουν, δεδομένης της αποστασιοποίησής του από την πολιτική και το καλό πρόσωπο που δείχνει στα αφεντικά, το αναπόφευκτο δεν αργεί να έρθει, και μάλιστα το εργοστάσιο κάνει ό,τι περνά απ’ το χέρι του για να τον ξεζουμίσει και να του στερήσει κάθε ρανίδα δικαιωμάτων μετά την απόλυση. Ο ίδιος, αδυνατώντας να πληρώσει το νοίκι, μένει στον δρόμο, ενώ η Ζανέτ δεν επιστρέφει ποτέ κοντά του. Μόνος, άνεργος και ανέστιος, ο Πιερ περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού και αντικρίζει καταπρόσωπο την κοινωνική πραγματικότητα κι έναν κόσμο που ζει στο περιθώριο: φτώχια, ανισότητα, πόρνες παντού. Ακόμα και οίκοι ανοχής στους οποίους εργάζονται παιδιά υπάρχουν για την ικανοποίηση των παιδόφιλων. Η πορνεία σε αυτή την πόλη είναι κληρονομικό αξίωμα, λέει, θέλοντας να καταδείξει το αναπόδραστο κοινωνικό πεπρωμένο, τόσο ριζωμένο που οι άνθρωποι ανεξάρτητα από την προσωπική τους θέληση ή τις ικανότητες, κληρονομούν την αδυναμία να ξεφύγουν από την εξαθλίωση.

Η αλήθεια είναι πως στο Παρίσι του μεσοπολέμου μπορεί να ανθούσαν οι τέχνες και τα κινήματα όμως, παρά τη λάμψη του, υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, φτώχια στις εργατικές περιοχές και πορνεία. Στο πολυεθνικό του κέντρο ζούσαν Γάλλοι, Ρώσοι μετανάστες, Εβραίοι από την ανατολική Ευρώπη, Αμερικανοί καλλιτέχνες και Κινέζοι εργάτες. Η τεχνολογική πρόοδος και οι απεργίες των εργατών στα εργοστάσια αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ενώ πολιτικά υπήρχαν έντονες αντιπαραθέσεις, άνοδος του κομμουνιστικού κινήματος, φόβος για τον φασισμό και κοινωνική αναταραχή. Από αυτή τη δεξαμενή αντλεί ο Γιασένσκι για να χτίσει το μυθιστόρημά του και τα καταφέρνει περίφημα.

Από την αθλιότητα στην οποία ξέπεσε ο Πιερ θα έρθει να τον βγάλει τυχαία ένας παλιός του γνώριμος, υπάλληλος στο βακτηριολογικό ινστιτούτο. Ο Πιερ θα κλέψει από εκεί δύο μπουκαλάκια με τον βάκιλο της πανούκλας και μ’ αυτά θα μολύνει τη δεξαμενή νερού του Παρισιού. Αυτό είναι το χτύπημα που δέχεται το γρανάζι της αφήγησης κι από κει και πέρα όλα εκτροχιάζονται σε ένα ξέφρενο παιχνίδι γεγονότων. Η μέρα της γιορτής για την ανεξαρτησία ξημερώνει με το Παρίσι έρμαιο της πανούκλας. Είναι χαρακτηριστική η εικονοποιΐα του Παρισιού που δημιουργεί ο Γιασένσκι τη μέρα της γιορτής, ενδεικτική του ξεπεσμού της κοινωνίας στην οποία ρίχνεται, διά χειρός του εξαθλιωμένου Πιερ, η ασθένεια. Στην εκτεταμένη αυτή ενότητα ο ίδιος πλέον αποπροσωποποιείται και γίνεται ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά, η επιδημία εξαπλώνεται και ο αναγνώστης πληροφορείται, σε μια μεγάλη εγκιβωτισμένη αφήγηση, την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του Κινέζου Π’αν Τσιανγκ-κουέι μέσα από την οποία ο συγγραφέας δείχνει την πολιτισμική αντίθεση των δυτικών έναντι των ανατολικών λαών και την αποικιοκρατική προσέγγιση των λευκών. Γρήγορα δημιουργούνται αντανακλαστικά επιβίωσης και μέσα σε δύο εβδομάδες οι «κιτρινόδερμοι» πραγματοποιούν πραξικόπημα και εκτοπίζουν τους λευκούς στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα ως μια κίνηση αυτοπροστασίας από την επιδημία. Απ’ την άλλη πλευρά διακρίνουμε Πολωνούς και Ρώσους Εβραίους στο δικό τους γκέτο με τον ραβίνο Ελεάζαρ Μπεν Τσβι να προσπαθεί να τους προστατεύσει με τον δικό του τρόπο, ενώ ο Ντέιβιντ Λίνγκλεϊ, κάτοχος ενός αμερικανικού τραστ μεταλλουργίας, αποκλεισμένος κι αυτός εξαιτίας της πανδημίας, βρίσκεται αντιμέτωπος με το αναπόδραστο του θανάτου που δεν γνωρίζει πλούσιους και φτωχούς. Οι ιστορίες όλων αυτών περιπλέκονται. Γύρω από το Παρίσι δημιουργούνται αυτόνομα κρατίδια και η πόλη χωρίζεται σε ξεχωριστές επικράτειες Ρώσων, Εβραίων, Κινέζων, Γάλλων βουρβόνων και Αγγλοαμερικανών ενώ σύντομα ο διαχωρισμός από φυλετικός γίνεται ταξικός, την ώρα που μια ομάδα Κινέζων, ανάμεσά τους και ο Π’αν Τσιανγκ-κουέι, εργάζονται πυρετωδώς για να δημιουργήσουν το εμβόλιο.

Ο Γιασένσκι (1901-1938), το τρομερό παιδί της πολωνικής λογοτεχνίας, συνδέθηκε με τον φουτουρισμό, ένα κίνημα που απέρριπτε κάθε έννοια παράδοσης και γοητευόταν από κάθε έκφανση προόδου και νεωτερικότητας, γεγονός που στην Ιταλία σχετίστηκε με τον φασισμό ενώ στη Σοβιετική Ένωση με τον κομμουνισμό. Φυσικά ο Γιασένσκι υπήρξε κομμουνιστής, διωγμένος από την Πολωνία για τις αριστερές του ιδέες. Όσο βρίσκεται στη Γαλλία γράφει σε συνέχειες το Θα κάψω το Παρίσι, το οποίο δημοσιεύθηκε ολοκληρωμένο το 1928 προκαλώντας σκάνδαλο με αποτέλεσμα να βρεθεί και πάλι διωκόμενος και να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα έργο ταυτόχρονα δυστοπικό αλλά και ουτοπικό. Καταγγέλλει την κοινωνική ανισότητα και την εκμετάλλευση του ανθρώπου εντός του καπιταλισμού προκρίνοντας την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο Γιασένσκι στον μυθοπλαστικό του κόσμο μετασχηματίζει το Παρίσι της εποχής όπου, υπό τον φόβο της πανούκλας, η κοινωνία απογυμνώνεται, διασπάται και οι άνθρωποι μάχονται να επιβιώσουν ο ένας έναντι του άλλου, κατασκευάζοντας με αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για να ακολουθήσει στο τρίτο μέρος η ανάδυση μιας ουτοπικής κοινωνίας.

Τα στοιχεία του φουτουρισμού στο έργο είναι πρόδηλα. Η τεχνολογία, η ταχύτητα, η μηχανή, το εργοστάσιο και η δουλειά σε αυτό, ο ίδιος ο κόσμος ο οποίος παρουσιάζεται σαν μια κακοφτιαγμένη μηχανή ή ως ένας πολύπλοκος μηχανισμός που παραγκωνίζει τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος ανεβασμένος σ’ έναν τροχό, την κίνηση του οποίου αδυνατεί να σταματήσει, αλλά και οι εικόνες που δημιουργεί ο συγγραφέας, όπου τα πάντα προσομοιάζουν με μηχανές, όλα αυτά είναι ενδεικτικά του φουτουρισμού. Είναι εντυπωσιακή η μεταφορική αναλογία τριών γυναικών, τις οποίες ο ήρωας βλέπει να πλησιάζουν από μακριά, με την εικόνα ενός σκάφανδρου. Οι φουτουριστές άλλωστε θεωρούσαν πως όσο ευρύτερες σχέσεις δημιουργούν οι εικόνες μεταξύ τους, τόσο πιο πολύ εκπλήσσουν τον αναγνώστη και πως πρέπει να καταργήσουν τις στερεοτυπικές εικόνες που περιέχει η γλώσσα καθώς και τις άχρωμες μεταφορές. Επιπλέον, έχουμε τη μεταστροφή του κόσμου εξαιτίας των μηχανών που όχι μόνο κατασκευάζουν ρούχα, αυτοκίνητα κι έτοιμα πράγματα για να μην κουράζονται οι λευκοί αλλά πολεμούν κιόλας για χάρη τους. Φυσικά αυτές τις μηχανές τις δουλεύουν Κινέζοι εργάτες στα εργοστάσια, τους οποίους εκμεταλλεύονται οι λευκοί, γιατί λείπει η γνώση που θα τους βοηθήσει να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, παρόλο που είναι εκείνοι που κινούν τον μηχανισμό. Οι φαντασιώσεις του Κινέζου αφορούν «πελώριες, σιδερένιες πόλεις, γιγάντιες, τερατώδεις μηχανές με διάπλατα ανοιγμένες ατσάλινες στοματάρες» καταδεικνύοντας τη φουτουριστική μηχανή σαν ένα ζωντανό τέρας που καταπίνει τον άνθρωπο. Η μηχανή ως κεντρικό σύμβολο στο φουτουρισμό εμφανίζεται εδώ με μια διττή σημασία. Απ’ τη μία εκφράζει τον θαυμασμό για την τεχνολογική πρόοδο, από την άλλη εμφανίζεται ως κάτι απειλητικό, ένα τερατώδες σύστημα που υποδουλώνει τον άνθρωπο ή τον παραγκωνίζει εντελώς μετατρέποντάς τον σε εξάρτημα.

Πρόκειται για ένα σκόπιμα προκλητικό μυθιστόρημα στο οποίο ο Γιασένσκι γράφει με ολοκάθαρη πολιτική πρόθεση, άλλωστε αυτό είναι χαρακτηριστικό του φουτουρισμού χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα μανιφέστο, γι’ αυτό μάλιστα κρατά ακέραια την αξία του μέχρι σήμερα. Η γλώσσα του είναι πυκνή και ιδιαίτερα περιγραφική ενώ συχνά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ανοίκεια σχήματα λόγου και εικόνες τυπικές της φουτουριστικής γραφής όπως μεταφορές από τον φυσικό κόσμο στον τεχνολογικό, υβριδικές εικόνες όπου συνδυάζεται η μηχανή και το ζώο και μια γενικότερη υπερβολή στη γραφή που ενδεχομένως να ξενίσει τον αναγνώστη. Έναν αιώνα μετά το βιβλίο διαβάζεται όχι μόνο ως προϊόν της εποχής του, ούτε σαν μια ακόμα δυστοπία πανδημίας, αλλά σαν μια συνθήκη που απηχεί ταυτόχρονα τον φόβο και την ελπίδα που γεννά η καταστροφή. Πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο από τις εκδόσεις έρμα, σε μετάφραση και επιλεγόμενα Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας καταγγέλλει τον καπιταλισμό και προβάλλει την ανάγκη για κοινωνική αλλαγή.

Ιωάννα Φωτοπούλου
Η ΕΠΟΧΗ