Άνοιξη του 1977, και η κυβέρνηση Καραμανλή καταθέτει προς ψήφιση το «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» νομοσχέδιο. Το σχέδιο νόμου, κληροδότημα της Χούντας, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, το φακέλωμα, τη μονοετή φυλάκιση και την εξορία όσων «κίναιδων» αναζητούσαν ερωτικό σύντροφο στους δρόμους και στα πάρκα και όσων «εκδιδομένων γυναικών» δούλευαν σε πιάτσες και δεν τηρούσαν την ασφυκτική υγειονομική –αστυνομικού τύπου– επιτήρηση. Τρία μόλις χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η απειλή για την καθαρότητα του δημόσιου χώρου και του εθνικού κοινωνικού σώματος, όπως σχηματοποιήθηκε στο εν λόγω νομοσχέδιο, ήρθε για να θυμίσει τις εύθραυστες ισορροπίες που συγκρότησαν τη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
Οι αντιδράσεις, φυσικά, υπήρξαν σφοδρές. Στις 25 Απριλίου του 1977, τρανς γυναίκες πραγματοποιούν ανοιχτή συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο θέατρο «Λουζιτάνια», ενώπιον δημοσιογράφων, εκπροσώπων της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων οργανώσεων. Το ΑΚΟΕ (Aπελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδος) εργάστηκε συστηματικά μοιράζοντας προκηρύξεις, γράφοντας συνθήματα σε τοίχους, συγκεντρώνοντας και δημοσιεύοντας στο περιοδικό Αμφί πάνω από 250 υπογραφές – μεταξύ άλλων και των Νίκου Πουλαντζά, Κώστα Γαβρά, Μισέλ Φουκώ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Λουί Αλτουσέρ, Ζιλ Ντασέν, Ζιλ Ντελέζ, Φελίξ Γκουαταρί, Ζαν Ζενέ. Το νομοσχέδιο αποσύρεται, ψηφίζεται τελικά εφόσον έχει υποστεί ισχυρές τροποποιήσεις το 1981 από την κυβέρνηση Ράλλη, για να αποσυρθεί και αντικαστασταθεί λίγους μήνες μετά από τη νεοσύστατη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
Τα γεγονότα αυτά έχουν πλέον καταγραφεί –και δικαίως– ως η απαρχή του ΛΟΑΤ κινήματος στην Ελλάδα. Παραγνωρίζεται ωστόσο ο ρόλος και η συμβολή των σεξεργαζομένων ατόμων στις ΛΟΑΤ διεκδικήσεις κατά τις –κάθε άλλο παρά ειρηνικές– δεκαετίες του ’70 και ’80, όπως και το γεγονός ότι και όταν ακόμα εξέλειψαν οι αναφορές για «κίναιδους»/«ομοφυλόφιλους» στους νόμους περί αφροδισίων, όταν περιορίστηκε ο εγκλεισμός «λάγνων» νέων αγοριών και κοριτσιών στα αναμορφωτήρια, οι γυναίκες «ελευθερίων ηθών» ή «εκδιδόμενες» δεν διέφυγαν από τους χωροταξικούς περιορισμούς, που πήγαιναν πάντοτε χέρι – χέρι με το δοκιμασμένο μείγμα ιατρικής-αστυνομικής επιτήρησης (στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλα τα εγχώρια νομοθετήματα ρύθμισης της πορνείας από το 1830 ως και σήμερα). Παρά την επιρροή του Γαλλικού Μάη, την άνθιση των Νέων Κοινωνικών Κινημάτων, και την αίσθηση ευφορίας που επικρατούσε εντός τους, η σεξεργασία –και οι σεξεργαζόμενες και οι σεξεργαζόμενοι– παρέμεναν, παρά την ενεργότατη συνεισφορά τους, στο περιθώριο των κινημάτων (ΛΟΑΤ, φεμινιστικού, εργατικού/Αριστεράς), και στο επίκεντρο της κρατικής βίας και καταστολής.
Τη χρονιά που το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, η τρανς σεξεργάτρια και τοποθετούμενη στον αντιεξουσιαστικό χώρο Πάολα Ρεβενιώτη ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Κράξιμο, το οποίο κυκλοφορούσε με το τυπωμένο στο εξώφυλλο σλόγκαν «κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία». Το Κράξιμο, όπως και το Αμφί, αποτύπωναν τη συνάρθρωση μιας οπτικής που συνέθετε το ταυτοτικό, το ταξικό και τη σεξουαλική επιθυμία με τρόπο ριζοσπαστικό. Με το ξέσπασμα της επιδημίας του AIDS, οι «Επιχειρήσεις – Αρετή», ακόμα ένα χουντικό κατάλοιπο που όμως δεν εξέλειψε για δεκαετίες, θα εργαλειοποιηθεί από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την «καταπολέμηση της επιδημίας» και την «προστασία της ηθικής». Έφοδοι τις αστυνομίας σε πιάτσες, συλλήψεις και ξύλο καθίστανται καθημερινή πρακτική. Κι αν η δεκαετία του ’80 φαντάζει μακρινό παρελθόν, ας θυμηθούμε ότι παρόμοιες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και τις παραμονές των εκλογών του 2012. Το κράτος έχει πράγματι συνέχεια…
Gentrification, διαδίκτυο, αορατότητα
Η επιδημία του AIDS «ιδιωτικοποίησε», όπως επισημαίνει και η Σάρα Σούλμαν, σε μεγάλο βαθμό την γκέι ζωή. Τα τσοντοσινεμά και τα ουρητήρια του Συντάγματος, πιάτσες γκέι σεξεργασίας από τα μέσα του 20ού αιώνα, έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε μπαρ και κλαμπ της παραλιακής ή του Γκαζιού, που άρχισε να υφίσταται εξευγενισμό. Τις επόμενες δεκαετίες, τρία γεγονότα άλλαξαν ριζικά τη μορφή της σεξεργασίας: η μαζική είσοδος στην αγορά του σεξ μεταναστών και μεταναστριών, η μαζική χρήση του διαδικτύου και ο διαρκώς εντεινόμενος εξευγενισμός των ελληνικών πόλεων. Εκκινώντας από το τελευταίο προς το πρώτο, είναι ασφαλές να ειπωθεί πως το επεκτεινόμενο gentrification έχει ιδιωτικοποιήσει και την εμπειρία της σεξεργασίας. Σε ένα νομικό καθεστώς αυστηρών χωροταξικών περιορισμών όπου καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη νόμιμη πώληση σεξ εντός πόλης (είτε εντός νόμιμων οίκων ανοχής είτε στον δρόμο), οι εργαζόμενες/οι εξαναγκάζονται στην (υλική και νομική) αορατότητα. Το μπουρδέλο και το μπαρ/καμπαρέ έχουν σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει έναντι του ξενοδοχείου ή του σπιτιού του πελάτη/της εργαζόμενης. Το διαδίκτυο έχει συμβάλει με τη σειρά του καθοριστικά στην περαιτέρω «ιδιωτικοποίηση» της σεξεργασίας, είτε διευκολύνοντας τη διαφήμιση των υπηρεσιών των εργαζομένων είτε αποτελώντας τον κυρίως χώρο/μέσο εργασίας – ιδιαίτερα μετά την περίοδο της πανδημίας.
Επικίνδυνες σχέσεις: Φεμινισμοί, Αριστερά και σεξεργασία
Η εργασία στο σεξ μεταναστ(ρι)ών, μαζικά από τη δεκαετία του ’90 έως και σήμερα ήταν και παραμένει το ζήτημα που προκαλεί τις περισσότερες εντάσεις και ενστάσεις. Και μόνο το μεταναστευτικό στάτους –πόσο μάλλον η απουσία νόμιμης διαμονής– επαρκούν προκειμένου να θεωρηθούν συλλήβδην τα άτομα αυτά θύματα εμπορίας ανθρώπων, όχι υποκείμενα ικανά για εμπρόθετη δράση, και πάντως όχι παρανομιμοποιημένοι εργαζόμενοι που χρήζουν προστασίας όσον αφορά τα εργατικά δικαιώματά τους. Η αντίληψη αυτή ηγεμονεύει καταρχάς στην Αριστερά που παραμένει προσκολλημένη στο στερεότυπο του εργάτη του 19ου αιώνα. Ακόμα περισσότερο, εντοπίζεται εντός των κυρίαρχων, κυβερνητικών, λευκών και φυλακιστικών φεμινισμών, που εξακολουθούν να ταυτίζουν την πορνεία με τη γυναικεία κακοποίηση και, παρά τις αντιρρήσεις τις προερχόμενες από τη βιωμένη εμπειρία των άμεσα ενδιαφερόμενων αλλά και από την επιστημονική βιβλιογραφία, επιθυμούν να δώσουν τη «λύση» στο «πρόβλημα της πορνείας» μέσω της ποινικοποίησής της, της αστυνόμευσης των συνόρων, και ευρύτερα του φυλακιστικού-βιομηχανικού συμπλέγματος και της «βιομηχανίας διάσωσης». Οι αντιλήψεις αυτές ήταν και παραμένουν ηγεμονικές στους εγχώριους φεμινισμούς από τις αρχές του 20ού αιώνα, και μετά τη δεκαετία του ‘80 έχουν ανά διαστήματα εκφραστεί και από τη Γ.Γ. Ισότητας (ήδη πολύ πριν τη μετατροπή της σε υπουργείο Οικογένειας), καθώς κι από φεμινιστικά μεταπολιτευτικά έντυπα.
Σύγχρονοι αγώνες και διεκδικήσεις
Οι εργαζόμενες/οι στο σεξ την τελευταία δεκαετία οργανώνονται με μαζικότερους ρυθμούς από ποτέ πριν και διεκδικούν την αποποινικοποίηση του επαγγέλματός τους και την αναγνώριση των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αγώνες των σεξεργαζομένων επικοινωνούν ευθέως με τους ευρύτερους εργατικούς, αντιιμπεριαλιστικούς και αντιαποικιακούς αγώνες, τους αγώνες για τα αναπαραγωγικά και κουίρ δικαιώματα, τον αντιρατσισμό, καθώς και το κίνημα για την κατάργηση των φυλακών. Το εγχώριο σεξεργατικό κίνημα προσπαθεί να βρει τα πατήματά του σε ένα άκρως εχθρικό τοπίο, αντιπαλεύοντας τόσο την κρατική βία και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όσο και την εχθρότητα του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς και του φεμινισμού. Σε μια συνθήκη αναδίπλωσης του κρατικού αυταρχισμού και επίθεσης στις εργαζόμενες τάξεις, είναι αναγκαίο τα κινήματα να συνειδητοποιήσουν και έμπρακτα ότι οι αγώνες είναι ενιαίοι. Είναι επίσης αναγκαίο οι πλέον προνομιούχες να θυμούνται τα λόγια των συντακτριών του άρθρου για την πορνεία στο φεμινιστικό περιοδικό Σκούπα από τον –όχι και τόσο– μακρινό Ιούλιο του 1980: «αρνούμαστε να παίξουμε τον ρόλο του κεφαλιού σ’ ένα κορμί του οποίου δεν έχουμε την εμπειρία».
Αθηνά Μιχαλακέα