Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο αντι-κρατικός, […] παρά την «εσφαλμένη αντίληψη ότι με το να παγκοσμιοποιηθούν οι καπιταλιστικές αγορές γλίτωναν από το κράτος, το παρέκαμπταν ή το περιόριζαν». (2) Υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι αγορές και τα κράτη συνδέονται στενά και συνεργάζονται μεταξύ τους στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Πράγματι, παρά τον κανονιστικό λόγο περί «ισχνού κράτους», η κρατική εξουσία είναι μια πυρηνική δύναμη που συντηρεί την παρείσδυση της αγοράς σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά πεδία. Όπως το έχει θέσει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «ο νεοφιλελευθερισμός δεν καθιστά το κράτος ή επιμέρους θεσμούς του κράτους (όπως τα δικαστήρια και την αστυνομία) άνευ σημασίας, όπως έχουν ισχυριστεί ορισμένοι σχολιαστές τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Έχει, ωστόσο, υπάρξει μια δραστική αναδιαμόρφωση των κρατικών θεσμών και πρακτικών (ιδίως όσον αφορά την ισορροπία ανάμεσα στον εξαναγκασμό και στη συγκατάθεση, ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και σε εκείνες των λαϊκών κινημάτων, καθώς και ανάμεσα στην εκτελεστική και στη δικαστική εξουσία, από τη μια πλευρά, και σε δυνάμεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, από την άλλη)».(3)
Ως λογική διακυβέρνησης, ο νεοφιλελευθερισμός καθιστά εκ νέου το κράτος έναν αυταρχικό, αντιδημοκρατικό μηχανισμό που νομιμοποιεί, διευκολύνει και εποπτεύει την οικονομική τάξη της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Αυτή η διαδικασία «νεοφιλελευθεροποίησης του κράτους» αντικατοπτρίζεται στις πολιτικές της λιτότητας και των περικοπών των δημόσιων δαπανών, καθώς και στο επιχειρηματικό μοντέλο διακυβέρνησης. Το κράτος υπαναχωρεί από την υποχρέωσή του να παρέχει τις δημόσιες υπηρεσίες και αγαθά -Υγεία, Παιδεία, πρόνοια, συντάξεις- που αποτελούσαν προηγουμένως το αντικείμενο του δημόσιου τομέα, ενώ αναλαμβάνει την ευθύνη για την οικονομική δραστηριότητα ιδιωτικών επιχειρήσεων προκειμένου να διασφαλίσει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά τους.
Οπως έχει αποφασιστικά δείξει η Γουέντι Μπράουν, το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι ένα απο-δημοκρατικοποιημένο κράτος, που λειτουργεί σαν διαχειριστής της «ελεύθερης αγοράς» και των κρίσεών της. Όπως υποστηρίζει στο βιβλίο της “Στα συντρίμμια του νεοφιλελευθερισμού”, (4) η ανάδυση ακροδεξιών σχηματισμών, που σχετίζονται με μορφές σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Βίκτορ Όρμπαν και τον Ζαΐρ Μπολσονάρου και εδράζονται στον ρατσισμό, στον εθνικισμό και στον αντιφεμινισμό, δεν θα πρέπει να κατανοείται ως αντίδραση στον νεοφιλελευθερισμό. Η αντιδημοκρατική, αυταρχική και εγωκεντρική ατομικιστική πολιτική της σύγχρονης Δεξιάς έχει ως προϋπόθεση, αν και δεν εξαντλείται μόνο σε αυτή, την απορρυθμιστική δύναμη της νεοφιλελεύθερης λογικής. Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά και Ακροδεξιά συγκλίνουν σε μια αντιδημοκρατική, κτητικο-ατομικιστική λογική, περιφρονούν και καταγγέλλουν το κοινωνικό κράτος, προωθώντας τη στρατηγική ενός αγοραίου τεχνοκρατικού και καταπιεστικού κρατισμού, τον οποίο ο Νίκος Πουλαντζάς συνόψισε στον όρο «αυταρχικός κρατισμός».(5)
Ο Πουλαντζάς εισήγαγε τον όρο «αυταρχικός κρατισμός» για να περιγράψει τη μορφή καπιταλιστικού κράτους και διακυβέρνησης που είχε παγιωθεί και επιταθεί με την πολιτική κρίση της δεκαετίας του ’70 ως απάντηση στην άνοδο των αριστερών κινημάτων. Αυτή η μορφή καπιταλιστικής διακυβέρνησης περιλάμβανε έναν συγκεντρωτικό και παντοδύναμο διοικητικό και εκτελεστικό έλεγχο του κράτους επί όλων των τομέων της πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής ζωής, μαζί με την κατάργηση ορισμένων από τις πρότερες οικονομικές του λειτουργίες, την αποδυνάμωση των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, την παρακμή του Κράτους Δικαίου, την όξυνση της καταπίεσης και την περιστολή κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών – όλα χαρακτηριστικά καθεστώτων εξαίρεσης.(6)
Θεωρητικοποιώντας τον «αυταρχικό κρατισμό» σε μια εποχή ανόδου των αριστερών κινημάτων και βάναυσης καταστολής τους από στρατιωτικές δικτατορίες (π.χ., στην Ελλάδα και στη Χιλή), ο Πουλαντζάς υπογράμμιζε τον καταστατικό ρόλο των «εξαιρετικών» καμπών στην καπιταλιστική διαχείριση με τρόπους που εξηγούσαν επίσης τις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα την κριτική των μαρξιστικών θεωριών του κράτους αλλά και τη φουκωική θεωρία της εξουσίας, ο Πουλαντζάς διατύπωσε τη λειτουργία του αυταρχικού κρατισμού ως έναν τρόπο να συλλάβουμε το πώς το καπιταλιστικό κράτος, συμπυκνώνοντας τις ταξικές σχέσεις, αναπτύσσει εξουσιαστικές τεχνολογίες πειθάρχησης που αψηφούν τη διάκριση μεταξύ «κανονικού» και «εξαιρετικού».(7)
Η συναρπαστική πτυχή του διαφοροποιημένου νεομαρξιστικού ερμηνευτικού πλαισίου του αυταρχικού κρατισμού του Πουλαντζά είναι ότι μας οδηγεί πέρα από τους προβληματικούς απολογισμούς του κράτους που είτε ενισχύεται είτε αποδυναμώνεται ως απάντηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης. Αυτή η σκοπιά διαθέτει εννοιολογικά εργαλεία με τα οποία μπορεί να αναλυθεί η επίταση των «εξαιρετικών/μη συνηθισμένων» χαρακτηριστικών και η ενσωμάτωση των «έκτακτων» εκτελεστικών ρυθμίσεων σε επισήμως φιλελεύθερες δημοκρατίες υπό νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.
Υπό αυτή την έννοια, το κράτος της κρίσης ως τρόπος αυταρχικού νεοφιλελεύθερου κρατισμού εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις πολύπλοκες διασταυρώσεις κρίσης, καπιταλιστικού κράτους και δημοκρατίας. Οι διαχειριστικές και αντιδημοκρατικές πτυχές του νεοφιλελευθερισμού εκκενώνουν, με τους όρους της Wendy Brown, τον ίδιο τον χώρο του δήμου: τον δημοκρατικό χώρο στον οποίο οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να διατυπώσουν και να προβάλουν κοινές αξιώσεις ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης. Καθώς η καπιταλιστική δημοκρατία αποστερείται ολοένα και περισσότερο από τον δήμο, περιορίζεται στη λειτουργία της -κρατίας: Το κράτος υποβιβάζεται σε ένα εξουσιαστικό μέσο και εγγυητή μέσω του οποίου το «ανθρώπινο κεφάλαιο» διοικείται από την αγορά και τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων εξυπηρετούνται. Αντί για ένα διαφοροποιημένο, ανοιχτό και πολλαπλό πολιτικό σώμα που δημιουργεί τις εξελισσόμενες συνθήκες για πολλαπλές και εγκάρσιες μορφές συμμετοχής, το πολιτικό σώμα αντιστοιχεί στις εδαφικές και διοικητικές συντεταγμένες του έθνους-κράτους, της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και του αυτοαναφορικού κτητικού ατομικισμού. Ο Ranciere έχει αντιμετωπίσει εύστοχα τη μεταδημοκρατία ως μια καμπή της φιλελεύθερης δημοκρατίας που εξουδετερώνει το κεντρικό στοιχείο του πολιτικού ανταγωνισμού: «Η μεταδημοκρατία είναι η κυβερνητική πρακτική και η εννοιολογική νομιμοποίηση μιας δημοκρατίας μετά τον δήμο, μιας δημοκρατίας που έχει εξαλείψει την παρουσία, την εσφαλμένη εκτίμηση και τη διαφωνία του λαού και επομένως μπορεί να περιοριστεί στην αποκλειστική αλληλεπίδραση των κρατικών μηχανισμών και των συνδυασμών κοινωνικών ενεργειών και συμφερόντων».(8)
Διάφοροι μελετητές έχουν ασχοληθεί με την αλληλεπίδραση μεταξύ της κυρίαρχης εξουσίας και της νεοφιλελεύθερης ορθολογικότητας. (9) Η εξάλειψη αυτού που ο Etienne Balibar ορίζει ως «ισοελευθερία», ως «τίποτα άλλο από το αίτημα για μια λαϊκή κυριαρχία και αυτονομία χωρίς αποκλεισμούς», (10) είναι μια προϋπόθεση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Ο νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει τις (πάντα ήδη αντινομικές) αρχές της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη και της εκπροσώπησης ως τέτοιες. Η επίτευξη της ισότητας απαιτεί, με τους όρους του Μπαλιμπάρ, έναν εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας στο υπάρχον κράτος και στους θεσμούς του.(11) Αυτό αφορά επίσης τη δημοκρατική αναστοχαστικότητα των πολιτικών κινημάτων: «Μια πολιτική δύναμη ή ένα πολιτικό κίνημα μπορεί να εκδημοκρατίσει την κοινωνία μόνο εάν είναι θεμελιωδώς πιο δημοκρατικό από το σύστημα στο οποίο αντιτίθεται, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς την εσωτερική του λειτουργία».
Σύμφωνα με αυτή τη σπουδή πάνω στη ριζοσπαστική δημοκρατία, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε πιθανούς τρόπους με τους οποίους ο δήμος θα μπορούσε να ανακτηθεί ως πληθυντική και ανοιχτή πλεονεκτική θέση για μια μετασχηματιστική και δυνητικά επαναστατική κριτική των συνθηκών έκτακτης ανάγκης που δομούν την παρούσα κατάσταση νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής κυβερνησιμότητας.
Μετάφραση:
Σταυρούλα Μανώλη, Δημήτρης Παπανικολόπουλος
1) Απόσπασμα από το άρθρο της Αθηνάς Αθανασίου, «Decentring the state», στο David Broder, Eric Canepa, Haris Golemis (eds.), Facing the State. Left Analyses and Perspectives, London, Merlin Press, 2023, σσ. 44-57.
2) Leo Panitch and Sam Gindin, «The Making of Global Capitalism: The Political Economy of American Empire», London: Verso, 2012, σ. 1.
3) David Harvey, «A Brief History of Neoliberalism», Oxford: Oxford University Press, 2005, σ. 78.
4) Wendy Brown, «In the Ruins of Neoliberalism: The Rise of Antidemocratic Politics in the West», New York: Columbia University Press, 2019.
5) Nicos Poulantzas, «State, Power, Socialism». London: Verso, 2014 (first publication: 1978, New Left Books).
6) Στο ίδιο.
7) Ο προβληματισμός του Φουκό για το κράτος είναι επίσης μια εμπλοκή στις μαρξιστικές συζητήσεις για το κράτος εκείνη την εποχή, συμπεριλαμβανομένης κυρίως της μη αναγωγιστικής Πουλαντζιανής εννοιολόγησης του καπιταλιστικού κράτους (στο κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός).
8) Jacques Ranciere, «Disagreement», Minneapolis: University of Minnesota Press, 1998.
9) Brown, Undoing the Demos, Bernard Harcourt,« The Illusion of Free Markets: Punishment and the Myth of Natural Order», Cambridge MA: Harvard University Press, 2011.
10) Etienne Balibar, «Is a Philosophy of Human Civic Rights Possible? New Reflections on Equaliberty», South Atlantic Quarterly 103,2-3 (July 2004): 311-322, 319.
11) Etienne Balibar, «Citizenship», Cambridge UK: Polity Press, 2015, p. 124.
Η Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κοσμητόρισσα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ανθρωπολογικής Έρευνας
Η ΑΥΓΗ