Η στρατηγική του αριστερού λαϊκισμού και η ανάγκη φεμινιστικοποίησης της πολιτικής είναι δύο από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που απασχολούν το δημόσιο διάλογο της ευρωπαϊκής αριστεράς το τελευταίο διάστημα, αν και λίγα έχουν ειπωθεί για τη μεταξύ τους σχέση. Πώς θα έμοιαζε μια φεμινιστική ανάγνωση του αριστερού λαϊκισμού; Πώς συνδυάζεται αυτός με το στόχο της φεμινιστικοποίησης της πολιτικής; Η άποψή μας είναι ότι ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο ασύμβατος με το φεμινισμό, αλλά ενισχύει την πατριαρχία. Μεταξύ αυτών των δύο ουσιαστικά ασύμπτωτων στρατηγικών, κάθε ελπίδα μετασχηματισμού θα απαιτούσε την εγκατάλειψη του λαϊκισμού και τη γνήσια δέσμευση στη μεταβολή του τρόπου άσκησης πολιτικής.
Φεμινιστικοποίηση της πολιτικής
Η φεμινιστικοποίηση της πολιτικής, κατά την αντίληψή μας, έχει τρεις διαστάσεις. Πρώτον, ισότητα των φύλων στη θεσμική εκπροσώπηση και τη δημόσια συμμετοχή. Δεύτερον, δέσμευση σε πολιτικές που επερωτούν τους ρόλους των φύλων και στοχεύουν στο σπάσιμο της πατριαρχίας. Τρίτον, ένα διαφορετικό τρόπο άσκησης πολιτικής, βασισμένο σε αξίες και πρακτικές που δίνουν έμφαση στην καθημερινή ζωή, τις σχέσεις, το ρόλο της κοινότητας και το κοινό όφελος.
Το τρίτο στοιχείο είναι αντικείμενο διαφωνίας εντός του φεμινιστικού κινήματος. Η ιδέα ότι η «θηλυκή» διάσταση —προϊόν η ίδια της πατριαρχίας— πρέπει να ενισχυθεί, έχει δεχθεί κριτική. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήματα για αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, γιατί η παραδοσιακή πολιτική ευνοεί και επιβραβεύει «αρσενικά» χαρακτηριστικά, ενώ απαξιώνει και αποκλείει άλλα, με τα οποία οι γυναίκες νιώθουν πιο άνετα. Δεν έχει νόημα να αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αν η συμμετοχή τους σ’ αυτά υποβαθμίζεται σε κατώτερο ρόλο. Δεύτερον, εστιάζοντας στις πρακτικές, εστιάζουμε στην ουσία του τρόπου με τον οποίο αναπαράγονται οι ρόλοι των δύο φύλων. «Το προσωπικό είναι και πολιτικό», είπε η Κάρολ Χάνις το 1969, εστιάζοντας στην ευθεία σύνδεση δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικού χώρου. Το σύνθημα αυτό, επίσης, μας προειδοποιεί ότι τα μεγάλης κλίμακας σχέδια και οι αφηρημένες ιδέες θα είναι ανεπαρκείς, αν δεν περιλαμβάνουν αλλαγές στα μικροεπίπεδα, στις πρακτικές πάνω στις οποίες βασίζεται οτιδήποτε άλλο. Τρίτο και τελευταίο, αυτή η διάσταση της φεμινιστικοποίησης της πολιτικής δίνει έμφαση σε στόχους όπως η συνεργασία, η συμμετοχή και ο αλληλοσεβασμός ανεξαρτήτως φύλου. Πιστεύουμε ότι αυτά τα στοιχεία δημιουργούν ένα θετικό αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων μακροπρόθεσμα, πέρα από το άμεσο αποτέλεσμα συγκεκριμένων αριστερών πολιτικών.
Συμβατότητα με τον αριστερό λαϊκισμό
Σήμερα, όλο και περισσότεροι συνηγορούν υπέρ του αριστερού λαϊκισμού ως τρόπου αμφισβήτησης της ανόδου του αντίστοιχου ακροδεξιού στο δυτικό κόσμο. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να νικήσει τον αντίπαλό στο πεδίο του, ακολουθώντας τα παραδείγματα του Ούγκο Τσάβες και του Έβο Μοράλες στη Λατινική Αμερική, ή του ΣΥΡΙΖΑ και του Ποδέμος στη νότια Ευρώπη. Η ιδέα του αριστερού λαϊκισμού υποστηρίζεται από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους, μεταξύ άλλων και από τη Σαντάλ Μουφ, τον Όουεν Τζόουνς και τον Πάμπλο Ιγκλέσιας.
Ενώ τα πρώτα δύο στοιχεία της φεμινιστικοποίησης της πολιτικής —ίση αντιπροσώπευση ανδρών και γυναικών, και φεμινιστικές πολιτικές— είναι απόλυτα συμβατά με τον αριστερό λαϊκισμό, το τρίτο δεν είναι. Πράγματι, όπως θα δούμε, τόσο η αριστερή όσο και η δεξιά μορφή του δεν είναι μόνο ασύμβατες με το φεμινισμό, αλλά ενισχύουν στην πράξη την πατριαρχία.
Η πρώτη δυσκολία του λαϊκισμού σε ό,τι αφορά τη φεμινιστικοποίηση της πολιτικής είναι ότι την περιγράφει με όρους διπόλου, στη μία άκρη του οποίου βρισκόμαστε «εμείς», ο λαός, και στην άλλη «αυτοί», που στην περίπτωση της αριστεράς είναι το κατεστημένο και οι ελίτ. Αντίθετα, η φεμινιστικοποίηση της πολιτικής σημαίνει την ανάπτυξη ενός περισσότερο συμπεριληπτικού δημόσιου διαλόγου, με βάση έννοιες όπως η συνεργασία και το κοινό καλό. Ο λαϊκισμός δεν μπορεί εύκολα να υιοθετήσει κάτι αντίστοιχο, γιατί υιοθετεί μια αρρενωπότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο νικητής κερδίζει τα πάντα. Βλέπει, δηλαδή, τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ανταγωνισμού, και ο τελικός στόχος είναι η καταστροφή ενός εύκολα αναγνωρίσιμου στόχου.
Ένα δεύτερο ζήτημα, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, είναι ότι ο αριστερός λαϊκισμός ενδιαφέρεται ελάχιστα για την πολλαπλότητα του λαού. Όπως κατέδειξε η κοινωνιολόγος Akwugo Emejulu, ο λαϊκισμός παίρνει ως δεδομένο ότι «ο λαός είναι ομοιογενής, πολιτικά ώριμος, με κοινά ενδιαφέροντα, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις για εξουσία και πόρους σε επίπεδο βάσης». Αυτή η στρατηγική, που προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τη ποικιλομορφία, καταπνίγει την ανάπτυξη ταυτοτήτων που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ενότητα του λαού. Αντίθετα με το λαϊκισμό, η φεμινιστική πολιτική δεν αποφεύγει την πολυπλοκότητα ή τις ταυτότητες πέραν της κυρίαρχης (αυτής του ετερόφυλου άντρα). Αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα και καλεί σε μια διαδικασία εντοπισμού και επίλυσης των προβλημάτων συλλογικά. Επιδιώκει την ευαισθητοποίηση σε ότι αφορά τα πολλαπλά συστήματα κοινωνικών προνομίων και τις καταπιέσεις που απορρέουν απ’ αυτά.
Επιπλέον, ο αριστερός λαϊκισμός αναπαράγει τα λάθη της παραδοσιακής αριστεράς, αναλύοντας τον κόσμο με όρους οικονομίας και τάξεων, θεωρώντας ότι ο λαός είναι είτε η εργατική τάξη είτε το πρεκαριάτο. Μ’ αυτό τον τρόπο, το ενδιαφέρον του περιορίζεται στη δημόσια σφαίρα: στις παγκόσμιες αγορές, τους θεσμούς του κράτους και τις δημόσιες πολιτικές. Ο αριστερός λαϊκισμός γενικά αγνοεί στοιχεία της ιδιωτικής σφαίρας, όπως η αναπαραγωγική εργασία, οι ρόλοι των φύλων ή η κουλτούρα του βιασμού, που έχουν μια καθοριστική επίδραση στις ζωές των ανθρώπων. Μια φεμινιστικοποιημένη πολιτική, αντίθετα βασίζει την αντίληψή που έχει για τη δημόσια σφαίρα στην πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων και των κοινοτήτων, και όχι το αντίθετο.
Κατανοώντας τη δημοκρατία
Αν και συγγραφείς, όπως ο Πάολο Τζερμπάουτο, έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της ριζοσπαστικής δυναμικής του αριστερού λαϊκισμού, η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, σε ότι αφορά την κατανόηση της δημοκρατίας, είναι συχνά περιορισμένη στις δημοψηφισματικές και εκλογικές νίκες. Η φεμινιστικοποιημένη πολιτική, όμως, ξεπερνά απλά την έκφραση προτίμησης στις κάλπες. Σημαίνει τη χρησιμοποίηση μηχανισμών διαβούλευσης που επιτρέπουν σε όλους τους πολίτες να συμμετέχουν και να έχουν όντως επίδραση στη λήψη των αποφάσεων που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Τέτοιοι μηχανισμοί έχουν, επίσης, τη δυναμική να αλλάξουν τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και το ρόλο τους στην κοινωνία. Ενώ η δημοκρατία του λαϊκισμού ενισχύει τους υπάρχοντες ρόλους και επιλογές, η φεμινιστικοποιημένη πολιτική επιτρέπει να γνωρίσουμε τις πραγματικότητες των άλλων, να αντιληφθούμε τα οφέλη της αμοιβαίας κατανόησης και των αποφάσεων που αντανακλούν καλύτερα τις πραγματικότητες όλων όσων συμμετέχουν στη λήψη τους.
Η επικέντρωση του λαϊκισμού στο έθνος, με τις πατριαρχικές και αποικιοκρατικές καταβολές του, είναι επίσης βαθιά προβληματική για την ενίσχυση του φεμινισμού. Εν τέλει τα πρώτα υποκείμενα που αποικίζονται από το έθνος είναι οι γυναίκες που αναλαμβάνουν την αναπαραγωγική εργασία εντός του. Υπό το πρίσμα της επιστροφής του πατριωτισμού, μια φεμινιστικοποιημένη πολιτική αναζητά εναλλακτικούς τρόπους που κινητοποιούν τους ανθρώπους στο πλαίσιο κοινών στόχων. Αυτό σημαίνει την οικοδόμηση κοινών ταυτοτήτων, βασισμένων σε πραγματικές αλληλεπιδράσεις εντός κοινοτήτων με συμπαγείς και ισχυρές δράσεις και στόχους. Απορρίπτει, έτσι, την ισχυρή, προσωπική, συνήθως αρσενική ηγεσία που ευνοεί ο λαϊκισμός. Αν και ο αριστερός λαϊκισμός των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής έδωσε έμφαση στην οικοδόμηση ισχύος στις κοινότητες, αυτό χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως εργαλειακά, με στόχο τη διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας, και όχι για το μετασχηματισμό της κοινωνίας από τα κάτω. Η άρση της σεξιστικής διάστασης της πολιτικής σημαίνει την προώθηση συλλογικών μοντέλων ηγεσίας που ακούνε και δεν φοβούνται να εκφράσουν αντιθέσεις και αμφιβολίες. Σύμφωνα με τη Μαρία Εουχένια Παλό, μια μετασχηματιστική, φεμινιστική ηγεσία είναι αυτή που «ευνοεί τη συλλογική δουλειά, την οριζόντια επικοινωνία, τη συμμετοχή και τη διάχυση της εξουσίας».
Μετάφραση από τα αγγλικά, Πέτρος Κοντές
*Η Λάουρα Ροθ εργάζεται ως καθηγήτρια το πανεπιστήμιο Πονπέου Φαβρα. Πρόσφατα μελέτησε την πολιτική κουλτούρα του κινήματος 15Μ και τη σχέση του με νέες μορφές συμμετοχής. Συμμετέχει ως συντονίστρια στη δημοτική πλατφόρμα «Μπαρτσελόνα εν Κομού».
*Η Κέιτ Σια Μπερντ με έδρα την Βαρκελώνη εργάζεται ως διεθνής διαμεσολαβήτρια τοπικών κυβερνήσεων. Συμμετέχει στη δημοτική πλατφόρμα «Μπαρστελόνα εν Κομού» από τον Ιούνιο του 2014.