Η Τερέζα Μέι προκήρυξε αιφνιδιαστικά εκλογές. Τα πρωτοσέλιδα των δεξιών ταμπλόιντ προσβλέπουν σε μια «Μπλε δολοφονία». Προτρέπουν τη Μέι να «συντρίψει τους δολιοφθορείς» όπως στριγγλίζει η Daily Mail. Αυτό είναι το τέλος, φαντασιώνονται, της μητροπολιτικής αριστεράς, των ψηφοφόρων του Remain που δεν λένε να το βουλώσουν, της πολιτικής ορθότητας και κυρίως του Τζέρεμυ Κόρμπυν.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί από τους φαινομενικά πολιτικούς συντρόφους του Κόρμπυν συμφωνούν ασμένως. Και πώς θα μπορούσαν να κάνουν λάθος; Οι Εργατικοί βρίσκονται δημοσκοπικά στο 25% των ψήφων και οι Συντηρητικοί έχουν ένα προβάδισμα είκοσι μονάδων. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη όλες τις πιθανές επιφυλάξεις –την απρόβλεπτη βρετανική πολιτική, το μέγεθος και τα κίνητρα της βάσης του Κόρμπυν, τη μεροληψία των δημοσκοπήσεων–, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς αυτό θα αντιστραφεί σε επτά εβδομάδες. Ούτως ή άλλως, οι Εργατικοί θα είναι τυχεροί αν κρατήσουνε 200 έδρες, ούτε κουβέντα βέβαια για το να κερδίσουν τις γενικές εκλογές.
Όλα αυτά είναι απόλυτα ακριβή και, ακολουθώντας την κοινή λογική, θα φέρουν το τέλος του Τζέρεμυ Κόρμπυν. Αλλά καμία δήλωση που αφορά μια πολιτική κατάσταση, όσο ακριβής κι αν είναι, δεν είναι απλώς περιγραφική. Τις περισσότερες φορές, η νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μας λένε πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» οι άνθρωποι που έχουν την εξουσία να αποφασίσουν αν όντως υπάρχει: και έτσι, συνήθως, δεν υφίσταται. Ομοίως, οι δηλώσεις σχετικά με την «εκλογιμότητα» ενός ατόμου περιέχουν ένα επιτελεστικό στοιχείο, μιας και συνήθως προσπαθούν να βοηθήσουν στη δημιουργία της συναίνεσης την οποία ισχυρίζονται ότι περιγράφουν.
Πέρυσι, όταν ο Κόρμπυν κέρδισε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, ένας από τους πιο προσεκτικούς κριτικούς του, ο πρώην λογογράφος του Μπλερ Πήτερ Χάιμαν, έγραψε:
«Υπάρχει ένα απολύτως έγκυρο και βιώσιμο πολιτικό κόμμα που είναι αριστερόστροφο, βασισμένο στα συνδικάτα, με επικεφαλής κάποιον όπως ο Κόρμπυν και απευθύνεται σε ένα μείγμα μητροπολιτικών ελίτ, φοιτητών και μερικών συνδικαλιστών … αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να κερδίσει τη στήριξη του 15% έως 20% του κοινού και, ενδεχομένως, με την υποδομή, τα χρήματα και τη στήριξη των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέχρι το 25% έως το 28% των ψήφων».
Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο κόμμα θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκεντρώσει μια βιώσιμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από μόνο του. Αυτό δεν ήταν εντελώς λανθασμένο, αλλά δεν ήταν και ποτέ αμιγώς περιγραφικό. Η ηγεσία του Κόρμπυν στο Εργατικό Κόμμα πολεμήθηκε από την πρώτη ημέρα, υποβλήθηκε σε απίστευτες ριπές ύβρεων και δολιοφθοράς που αποσκοπούσαν ακριβώς στο ροκάνισμα των Εργατικών του Κόρμπυν ως τον πυρήνα υποστήριξης του. Ωστόσο, χρειάστηκε λίγο παραπάνω από ένας χρόνος ανακοινώσεων στον Τύπο, συνωμοσιών, παραιτήσεων και μια ανεύθυνη απόπειρα πραξικοπήματος που αποσκοπούσε στον πολιτικό του θάνατο την πιο κρίσιμη πολιτική στιγμή της χώρας, για να το οδηγήσει από ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 30% στο 25% περίπου.
Σήμερα, καθώς η Τερέζα Μέι προκηρύσσει πρόωρες εκλογές, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το Brexit προτού γίνει πικρό και να αποτρέψει την καταστροφή της αδύναμης πλειοψηφίας της από τις διώξεις βουλευτών της για εκλογική απάτη, υπάρχει λίγο πολύ μια ανοιχτή εκστρατεία της αντι-Κόρμπυν δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών με στόχο την εκλογική ήττα. Ή μάλλον όχι μόνο την εκλογική ήττα, αλλά τη μεγιστοποίηση της πανωλεθρίας.
Οι επικριτές του Κόρμπυν, αν τους φέρει κανείς αντιμέτωπους μ’ αυτό το γεγονός, θα παραπονεθούν το δίχως άλλο ότι ο ηγέτης και οι υποστηρικτές του εμφανίζονται απρόθυμοι να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη. Αυτό είναι βέβαια καθαρή υποκρισία – αντιθέτως εκείνοι αναλαμβάνουν απερίσκεπτες πρωτοβουλίες χωρίς ουδεμία λογοδοσία. Όμως έχουν δίκιο σε κάτι: ο Κόρμπυν δεν είναι ανίσχυρος. Αποκτά ηγετικό ρόλο στην καθημερινή χάραξη πολιτικής, αποφασίζει τις προτεραιότητες και ανεβαίνει στο βήμα όταν πρόκειται να καταπολεμήσει τους Tories σε εβδομαδιαία βάση.
Έχει σημασία ότι η ισχύς του Κόρμπυν είναι απόρροια δημοκρατικών και όχι γραφειοκρατικών συσχετισμών– σημαίνει ότι δυσφημείται από τα ΜΜΕ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ηγέτη των Εργατικών μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των Φουτ, Κίνοκ και Μίλιμπαντ, καθώς και ότι οι ίδιοι οι συνάδελφοί του επιθυμούν να τον καταστρέψουν. Σημαίνει όμως και κάτι άλλο, ότι είναι δύσκολο να απομακρυνθεί αν δεν καταρρεύσει ή αν δεν δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα – ακόμη και μέσα από μια τρομερή εκλογική ήττα.
Έτσι, αν το «φταίξιμο» είναι εκτός συζήτησης, δεν ισχύει το ίδιο για την ευθύνη. Μια κορμπινική Αριστερά με αυτοπεποίθηση μπορεί και πρέπει να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την τρέχουσα κατάσταση. Όχι γιατί ευθύνεται για το εκλογικό χάος των Εργατικών. Στην πραγματικότητα, ακόμη και οι υπονομευτές δεν αποκάλυψαν παρά μόνο τις υπάρχουσες υποβόσκουσες αδυναμίες στην υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος. Κατά κύριο λόγο επειδή μια αριστερή ηγεσία σήμαινε πάντα μια ηγεσία εντός μιας κρίσης. Το να υπάρξει μια αριστερή ηγεσία στο Εργατικό Κόμμα είναι μια ευκαιρία που παρουσιάζεται σπανιότατα, κι αν κερδηθεί, αυτό σημαίνει πως δεν μιλάμε για μια ομαλή πλεύση, αλλά για την πίστη πως θα είναι μια καλύτερη, πιο παραγωγική κρίση από την αργή καύση της πασοκοποίησης (pasokification).
Το κατεστημένο των Εργατικών, που ποτέ δεν είχε βρεθεί ένας γενειοφόρος αριστερός να του λέει τι να κάνει, ήταν βέβαιο πως δεν θα το αντιμετώπιζε χαλαρά. Αυτό το γνώριζαν τα μέλη που τον στήριξαν, όπως και οι συνδικαλιστές και οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, και φυσικά το γνώριζε και ο ίδιος ο Τζέρεμυ Κόρμπυν. Το ακριβές μέγεθος και η χρονική στιγμή των επιθέσεων μπορεί να αποτελούν έκπληξη, κανείς ωστόσο δεν περίμενε ότι τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Ήδη από την αρχή, κατά τη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας για την ηγεσία του κόμματος, υπήρχαν πολλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και η πρώτη απόπειρα εκκαθάρισης των νέων μελών, για να υποψιαστεί κανείς τι έρχεται.
Ο Κόρμπυν προσπάθησε να συνδιαλλαγεί με τις πολύ ισχυρές δυνάμεις που ήταν εναντίον του, καθησυχάζοντας τους αντιπάλους του και μαλακώνοντας τη στάση του σε βασικά ζητήματα όπως το ΝΑΤΟ και η εθνικοποίηση, πλην όμως δίχως αποτέλεσμα. Αντί να προβάλει τον σοσιαλισμό τύπου Τόνυ Μπεν, στράφηκε προς το ιστορικό κέντρο των Εργατικών. Η ιδέα ήταν να αφομοιωθεί το κατεστημένο του κόμματος σε ένα ειρηνικό status quo, με μια αριστερή ηγεσία, και να απομονωθούν οι πιο πολεμοχαρείς δεξιοί. Αυτό θα μπορούσε να αγοράσει χρόνο για μια άπειρη και εύθραυστη αριστερή ηγεσία προκειμένου να αναπτύξει την ατζέντα της, και για μια αποδιοργανωμένη βάση ώστε να οργανωθεί. Ο αριθμός των βουλευτών του Εργατικού Κόμματος που προσχώρησαν πέρυσι στην απόπειρα πραξικοπήματος έδειξαν πόσο μικρό κέρδος είχε όλα αυτό.
Η στρατηγική αυτή δεν λειτούργησε, και είναι μία από τις αιτίες που οι Εργατικοί βρίσκονται τόσο στριμωγμένοι. Η ηγεσία φαίνεται όλο και πιο παραλυμένη: άφθονες καλές πολιτικές, πολλή ανησυχία για βασικά ζητήματα όπως η μετανάστευση και το Brexit, και κανένα «όραμα». Αυτό δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε άλλη στρατηγική θα μπορούσε να εγγυηθεί καλύτερα αποτελέσματα. Αλλά είναι ειρωνικό πως, καθώς οι δημοσκοπήσεις των Εργατικών δείχνουν ολοένα και χειρότερα αποτελέσματα γι’ αυτούς, ο νεοσυντηρητικός αρθρογράφος Ντάννυ Φίνκελστάιν έδωσε στον Κόρμπυν την καλύτερη συμβουλή: πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, να ξεχάσει κάθε προσπάθεια συνεννόησης με τη συμμορία των βουλευτών, να γίνει ο ριζοσπαστικός σοσιαλιστής που οι υποστηρικτές και οι ψηφοφόροι του επιθυμούν, και να δει έτσι μέχρι που μπορεί να φτάσει.
Γιατί λοιπόν ο Κόρμπυν δεν το κάνει αυτό; Υπήρξε μια σύντομη, αν και φαινομενικά απογοητευτική, «λαϊκιστική» στιγμή στις αρχές του χρόνου, όπου ο Κόρμπυν φάνηκε σαν να προσπαθεί να μιμηθεί κάτι από την εξεγερσιακή γλώσσα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Αν αυτό το βγάλει προς τα έξω στην προεκλογική εκστρατεία, απευθυνόμενος σε πολυπληθείς συγκεντρώσεις, θα ήταν σίγουρα μια ευπρόσδεκτη εναλλακτική λύση στους αδέξιους, ειρηνικούς τριγωνισμούς. Θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της εσωτερικευμένης ήττας, της σύγχυσης και της αποθάρρυνσης της βρετανικής Αριστεράς, δημιουργώντας μια μαχητική, ζωντανή, πολιτική αντικουλτούρα σε μια αντιδραστική εποχή.
Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ ο Μελανσόν παραμένει ένα αρχετυπικό αουτσάιντερ, οδηγώντας μια περιθωριακή δύναμη προς την επικράτεια του μέινστρημ, ο Κόρμπυν είχε την εξαιρετική τύχη να κερδίσει την ηγεσία της επίσημης αντιπολίτευσης, του βασικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το Εργατικό Κόμμα δεν είναι εξεγερσιακό, αλλά ένα παραδοσιακό κοινοβουλευτικό κόμμα και κανένας ηγέτης δεν μπορεί να αποκλίνει πολύ από τις θεσμοθετημένες δεσμεύσεις του.
Τελικά, ο Τόνι Μπλερ είχε δίκιο. Οι φατρίες των Εργατικών δεν ανήκουν στο ίδιο κόμμα. Η συνύπαρξή τους είναι στην καλύτερη περίπτωση δυσάρεστη και εξουθενωτική και για τις δύο παρατάξεις, ενώ στη χειρότερη παράγει έναν τρομακτικό κύκλο εσωτερικού πολέμου που συδαυλίζεται από την εξουσιοδοτημένη και απερίσκεπτη διοίκηση του κόμματος. Είναι πιθανό να οδηγούνται σε κάποιας μορφής διαζύγιο, είτε μέσω μιας δεξιάς διάσπασης, είτε μέσω ενός αποτελεσματικού πραξικοπήματος και μιας αριστερής εκκαθάρισης. Προς το παρόν, ο Κόρμπυν είναι πάρα πολύ παγιδευμένος για να μετατοπιστεί και οι αντίπαλοί του δεν τολμούν τη διάσπαση. Είναι, λοιπόν εγκλωβισμένοι σε έναν μπερδεμένο, βίαιο και αμοιβαία καταστροφικό εναγκαλισμό.
Επομένως, ας εξετάσουμε το σενάριο μετά τις εκλογές, υποθέτοντας ότι είναι τόσο κακό όσο προβλέπεται. Αμέσως, οι δεξιοί του Εργατικού Κόμματος θα απαιτήσουν ο Κόρμπυν να «φερθεί με αξιοπρέπεια» και να παραιτηθεί. Θα ελπίζουν, μέσω της πίεσης, να επιτύχουν αυτό που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν πέρυσι, όταν κατέφυγαν σε ένα κόσμιο «μαλακό πραξικόπημα». Εάν αποχωρήσει, θα σκεφτούν, οι βουλευτές μπορούν απλά να διασφαλίσουν ότι κανένας αριστερός υποψήφιος δεν θα επιτραπεί να συμμετάσχει στην ψηφοφορία, κι έτσι η κυριαρχία του κοινοβουλευτικού κόμματος πάνω στο κόμμα των μελών θα είναι πάλι ασφαλής.
Ο Κόρμπυν, αν δεν έχει εξαντληθεί τελείως, θα αρνηθεί. Ένας βασικός στόχος της ηγεσίας του είναι να διασφαλίσει ότι ο κομματικός μηχανισμός αναφέρεται και λογοδοτεί στα μέλη. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις βέβαια πόρρω απέχουν από το να έχουν ξεκινήσει, δεν υπάρχουν ακόμη εναλλακτικές στην απαιτούμενη πολιτική σκληρότητα και εμπειρία λειτουργίας, και δεν θα συγκέντρωναν τις απαραίτητες κοινοβουλευτικές υποψηφιότητες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ηγεσία, ακόμη και αν υπήρχαν. Έτσι, ο Κόρμπυν θα τους πιέσει πιθανότατα να προκαλέσουν μια ακόμη εκλογική διαδικασία στην οποία θα είναι υποψήφιος.
Ποιον υποψήφιο θα κατεβάσει η δεξιά πτέρυγα; Τι, συγκεκριμένα, θα προτείνουν ως εναλλακτική λύση; Πώς θα θεραπεύσουν την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας στη βρετανική εκδοχή της; Θα τολμήσουν να εκφράσουν μια πολιτική διαφωνία με τον Κόρμπυν, κάτι που δεν έκαναν την τελευταία φορά; Ακόμα κι αν το κάνουν, σίγουρα δεν μπορούν να περιμένουν την ευγνωμοσύνη των μελών για τα δύο χρόνια συνεχούς πολέμου.
Φαίνεται δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διανοηθούμε έναν πραγματικό υποψήφιο του κομματικού μηχανισμού που θα μπορούσε να κερδίσει με την τρέχουσα σύνθεση μελών. Έτσι, απλώς θα περιορίσουν τις απώλειες τους και θα επιστρέψουν πάλι του χρόνου.
Η εναλλακτική λύση είναι να προχωρήσουν σε ένα σκληρό πραξικόπημα. Αυτό θα σήμαινε την εξεύρεση ενός τρόπου να εκδιώξουν τον Κόρμπυν μέσα από κάποιo δικαστικό στρατήγημα, φτάνοντας ακόμη και μέχρι εξουθενωτικές δικαστικές διαμάχες και εξόφθαλμη φθορά στη βάση, αποθαρρύνοντας ακόμη και συμμάχους και ίσως διασπώντας το κόμμα προσπαθώντας να το «ανακαταλάβουν». Αυτό θα σήμαινε την παράκαμψη των μελών, τα οποία η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών τα θεωρεί εχθρική δύναμη. Θα σήμαινε πιθανώς έναν ανανεωμένο πόλεμο στις τοπικές οργανώσεις με διαγραφές μελών και έρευνες για όσους θεωρούνταν ενοχλητικοί. Αλλά θα σήμαινε και τον περαιτέρω μαρασμό του κόμματος, την επιστροφή του στην τροχιά του ενός ευέλικτου, χωρίς βάση εκλογικού-επαγγελματικού μηχανισμού που οδεύει προς την πασοκοποίηση.
Ούτε η μία ούτε η άλλη έκβαση είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, αντίθετα, η καθεμιά τους θα είναι πολύ χειρότερη, πολύ πιο καταστροφική, από τα χειρότερα αποτελέσματα των εκλογών για το Εργατικό Κόμμα. Στην πραγματικότητα, και οι δυο θα τείνουν να καταστρέψουν το Εργατικό Κόμμα σαν από μανιασμένη πυρκαγιά, αντί να επιτρέψουν κάποιο φιλικό διαζύγιο.
Το άμεσο καθήκον της βρετανικής Αριστεράς, λοιπόν, δεν είναι να κυνηγήσει μια φαντασίωση: να διώξει την Τερέζα Μέι, να ρίξει τους Tories, να φέρει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση και τα λοιπά. Αυτό, ενώ θα ήταν ευπρόσδεκτο, είναι εξωπραγματικό ως στόχος. Θα κινητοποιήσει μόνο τους αληθινούς πιστούς. Το καθήκον είναι να αγωνιστούμε για την επιβίωση του Εργατικού Κόμματος, πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι ελπίδες μας. Να αγωνιστούμε για κατά το δυνατόν περισσότερες έδρες των Εργατικών, να αμβλύνουμε το σαμποτάζ των Δεξιών και έτσι να περιορίσουμε την πιθανότητα να προκαλέσουν περαιτέρω ζημιές μετά τις εκλογές.
Μετάφραση/Επιμέλεια: Έφη Γιαννοπούλου, Βασίλης Ρόγγας, Κώστας Ψιούρης
Πηγή: jacobin