Κολοσσοί όπως οι Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft, Alibaba φιγουράρουν ανάμεσα στις πιο ισχυρές εταιρείες του κόσμου και καθορίζουν την πορεία του παγκόσμιου καπιταλισμού· την ίδια ώρα η Αριστερά, σε διεθνές επίπεδο, έχει αναπτύξει μια προβληματική σχέση με τις νέες τεχνολογίες, κάποιες φορές τεχνοφοβική, αλλά συνήθως τεχνολατρική, τις αντιμετωπίζει δηλαδή τελείως εργαλειακά, όπως ακριβώς και στον καπιταλισμό. Η Αριστερά κινδυνεύει να επαναλάβει τα λάθη της Σοβιετικής Ενωσης και να υιοθετήσει την άποψη ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι (πάνω κάτω) ουδέτερες και ικανές (με τη σωστή «χρήση») να οδηγήσουν σε μια πανανθρώπινη ιδέα προόδου για όλους.
Με βάση αυτή τη λογική χρησιμοποιείται και ο όρος «4η Βιομηχανική Επανάσταση» για να περιγράψει μια εξ ορισμού θετική διαδικασία. Τελικά, τόσο η τεχνοφοβική όσο και η τεχνολατρική τάση φαίνεται να υποτιμούν το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή, σε επίπεδο Ε.Ε. αλλά και παγκόσμιο, μαίνεται ένας εξαιρετικά σημαντικός πόλεμος για τις τεχνολογίες που θα επικρατήσουν, τα κοινωνικά συμφέροντα που θα προωθηθούν στον σχεδιασμό τους, το είδος της κουλτούρας και των κοινών πολιτισμικών πρακτικών που θα καλλιεργούν λόγω της αρχιτεκτονικής τους.
Τώρα δίνονται οι μάχες για τον ρόλο του Facebook στις εκλογές ή για το είδος της πλατφόρμας εργασίας, τύπου Uber ή συνεργατικής, που θα επικρατήσει. Η απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό στις τεχνολογίες οφείλει να εμπεριέχει προτάσεις σύνθεσης του πολιτικού με το τεχνολογικό, καθώς το «τεχνικό» είναι και βαθιά πολιτικό.
Είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στις καθημερινές πρακτικές και αναπαραστάσεις/εννοιολογήσεις ώστε να μπορέσουμε να χαράξουμε στρατηγική διεκδικήσεων, συγκρούσεων και συμμαχιών. Για παράδειγμα, θεωρούμε ότι αγοράζουμε και άρα μας ανήκει ένα κινητό παρότι ξέρουμε ότι, βάσει προδιαγραφών της εταιρείας, θα χαλάσει σε δυόμισι περίπου χρόνια, ενώ παράλληλα θα μοιραζόμαστε όλα μας τα δεδομένα με διάφορες εταιρείες λογισμικού που έχουν προεγκατεστημένες εφαρμογές σε αυτό.
Κατά πόσο τελικά το κινητό μάς ανήκει; Μήπως πρέπει, με το βλέμμα και στο περιβάλλον, να διεκδικήσουμε είτε ενοικίαση (και όχι πώληση) κινητών από τις εταιρείες, είτε, καλύτερα, υποχρεωτική επισκευασιμότητα (repairability) και διαλειτουργικότητα (interoperability); Μήπως πρέπει να ξαναδούμε την έννοια και την πρακτική της ιδιοκτησίας, τόσο της συσκευής όσο και των δεδομένων;
Οι ελίτ πλουτίζουν από την ανάγκη μας να επικοινωνήσουμε. Με την «κατοχή» ενός κινητού και με το τυράκι ενός «δωρεάν» εύχρηστου και ευρύχωρου μέιλ, οι επαφές μας, οι συζητήσεις μας, οι διαδρομές που κάνουμε, οι προτιμήσεις μας και τα μέρη που πάμε -μερικές φορές, ανάλογα με τις εγκατεστημένες εφαρμογές, ακόμα και το πόσες ώρες κοιμόμαστε ή πόσους καρδιακούς παλμούς έχουμε-, όλη αυτή οι πληροφορία που ανήκε σε εμάς και τον κύκλο μας χαρίζεται στον όποιο τεχνολογικό κολοσσό.
Στο άμεσο μέλλον η Google σκοπεύει να αναβαθμίσει τα προϊόντα της ώστε να μπορεί όχι μόνο να ανοίγει το μικρόφωνο για να μας ακούει ώστε να στέλνει τις «σωστές» διαφημίσεις, όπως γίνεται τώρα, αλλά, με συνεχή εντοπισμό θέσης, να καταγράφει αν τα άτομα που έλαβαν τη διαφήμιση επισκέφτηκαν το κατάστημα.
Στο δυστοπικό μέλλον που φτιάχνεται οι ελίτ θα είναι οι μόνες που θα έχουν την πολυτέλεια της πρόσβασης σε ασφαλή δεδομένα, απεριόριστη γνώση, συνεχή επαφή με εξασφάλιση ιδιωτικότητας -θα είναι οι μόνες που θα μπορούν να τα πληρώσουν. Οι υπόλοιπες/οι θα είμαστε εγκλωβισμένες και εγκλωβισμένοι (lock in) σε λογισμικά και πλατφόρμες – μεγάλους αδερφούς, σε ένα πανοπτικόν, χωρίς το οποίο θα είναι αδύνατο να επιβιώσουμε, για παράδειγμα να βρούμε εργασία.
Οφείλουμε να αποφασίσουμε ως παγκόσμια κοινωνία αν ο στόχος της τεχνολογίας θα είναι η αναζήτηση νέων τρόπων πλουτισμού ή η πραγμάτωση του κοινού καλού. Κάπου η ζυγαριά πρέπει να γέρνει και γι’ αυτό εξάλλου εντείνεται ο πόλεμος για/στην τεχνολογία. Αλλες τεχνολογίες, άλλα εργαλεία και διαφορετικά δεδομένα θα μπορούσαν να έχουν βοηθήσει στην εδραίωση, έστω λίγο παραπάνω, κοινωνικής δικαιοσύνης, αντί να πλουτίζουν τους μετόχους της μιας ή της άλλης πολυεθνικής.
Ολη η δημιουργικότητα που δίνεται σε κλειστά εταιρικά συστήματα θα μπορούσε να έχει οικοδομήσει πολλές άλλες εναλλακτικές που στόχος τους δεν θα ήταν η μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά η συνεργασία για το κοινό καλό και η βιωσιμότητα του πλανήτη. Παραδείγματα έχουμε, όπως η Wikipedia, το ελεύθερο/ανοικτό λογισμικό και υλισμικό (hardware), οι ανοικτές άδειες creative commons, οι συνεργατικές πλατφόρμες εργασίας, οι πλατφόρμες συμμετοχής πολιτών στη διοίκηση, οι ενεργειακές κοινότητες.
Ομως η πλειονότητα των εργαλείων που επινοούνται, κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται (τα γνωστά μέσα παραγωγής), ως προς το λογισμικό, το υλισμικό, τις υποδομές, την αρχιτεκτονική, το δίκαιο ιδιοκτησίας και χρήσης, ως επί το πλείστον περιορίζουν τις δυνατότητες κοινωνικού μετασχηματισμού που θα έχουν οι προοδευτικές δυνάμεις τού αύριο. Με άλλα λόγια, τώρα διακυβεύεται το μέλλον.
Η Μαρία Χαΐδοπούλου Βρυχέα διδάκτωρ Πολιτισμικής Γεωγραφίας, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών