Αποφάσισα να γράψω κι εγώ λίγα λόγια για να αποχαιρετήσει και η ταπεινότητά μου τον παγκόσμιο Ελληνα, τον Μίκη της οικουμένης, της Ρωμιοσύνης και του Πολιτισμού στο τελευταίο του ταξίδι προς την αιωνιότητα. Χρειάστηκε να μείνω πολλές ώρες μπροστά στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου για να σκεφτώ, καθώς ήταν τόσα πολλά που με κατέκλυζαν.
Τον Μίκη Θεοδωράκη τον γνώρισα μέσω της μουσικής του στα 1960, 13χρονος μαθητής Γυμνασίου, ακούγοντας από το ραδιόφωνο, ένα παλιό «Γκρούντιχ» που είχαμε στο σπίτι μας στις Σέρρες, κάποια αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο». Ηταν κάτι που μου έδωσε το ερέθισμα να μάθω περισσότερα για τα ηρωικά γεγονότα του Μάη του 1936 ρωτώντας τον αδελφό της μάνας μου, τον Χριστόδουλο, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί – ήταν καταδικασμένος ισόβια για την πατριωτική του δράση στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης.
Εκείνος ο κύκλος τραγουδιών του Μίκη με συγκλόνισε κι άρχισα να ψάχνω στα δισκάδικα της πόλης μου και τα άλλα έργα του, όπως το «Αρχιπέλαγος», τα «Επιφάνια», το «Μαουτχάουζεν» κ.ά. Οταν δε αργότερα πληροφορήθηκα ότι επρόκειτο να μεταδοθεί από το ραδιόφωνο το «Αξιον Εστί» σε στίχους του Ελύτη, μετά από χίλια παρακάλια έπεισα τον πατέρα μου να αγοράσει ένα μαγνητόφωνο για να το ηχογραφήσω. Το μαγνητόφωνο αυτό, ένα τεράστιο μάρκας Φίλιπς, το διέσωσε η αγαπημένη μου ανιψιά Μεταξία, που έχει το όνομα της μητέρας μου, και τώρα ετοιμάζομαι να πάω να το παραλάβω, με την ενδόμυχη προσδοκία να έχει σωθεί η πομπίνα-καρούλι με την ταινία πάνω στην οποία είχε γραφτεί το λαϊκό ορατόριο του μεγάλου δημιουργού.
Η μουσική μου «συνάντηση» με τον Θεοδωράκη ήταν η αρχή για να τον γνωρίσω γρήγορα και προσωπικά και να δεθώ μαζί του τα επόμενα χρόνια πολιτικά, αλλά και φιλικά.
Οταν το μεσημέρι της 23ης Μαΐου 1963 έφερε ο πατέρας μου διπλωμένη στα τέσσερα την «Αυγή» και διάβασα τις λεπτομέρειες για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το προηγούμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, επαναστάτησα.
Και λίγες ώρες αργότερα ανέβηκα τα σκαλιά των γραφείων της ΕΔΑ, σε μια πλατειούλα πίσω από την οδό Ερμού, δίπλα στο εστιατόριο «Μποέμ», και ζήτησα από τον γραμματέα της ΕΔΑ Σερρών, δικηγόρο Κώστα Σοφιδιώτη, το στέλεχος του κόμματος Μπάμπη Σαραντίδη και τον πρώην βουλευτή Θανάση Παπαθανασίου, που βρισκόταν εκείνη την ώρα στα γραφεία, να αγωνιστώ κι εγώ προκειμένου να σταματήσουν τα εγκλήματα, οι διώξεις και η καταπίεση από το κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς. Κι έτσι, μαζί με τον Τάκη Κιοσσέ και τον Μανόλη Κιουπτσή αποτελέσαμε τον πρώτο πυρήνα για τη δημιουργία της Νεολαίας ΕΔΑ Σερρών.
Δεν πέρασε μήνας από τότε, όταν ο Μίκης δημιούργησε στην Αθήνα υπό την προεδρία του τη Δημοκρατική Νεολαία Γρηγόρης Λαμπράκης, στην οποία προσχώρησε και η Νεολαία της ΕΔΑ, ενώ το σύνθημα «Κάθε νέος και Λαμπράκης» άρχισε πλέον να συγκινεί δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες νέους σε όλη τη χώρα.
Το βλέπαμε αυτό και στη δική μας οργάνωση νέων που αποτέλεσε πλέον τη Νεολαία Λαμπράκη Νομού Σερρών, καθώς άρχισε να εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς με την ένταξη σε αυτήν εκατοντάδων κοριτσιών και αγοριών σε όλο τον νομό. Γραμματέας στη Νεολαία Λαμπράκη Σερρών αναλαμβάνει ο Τάκης Κιοσσές με β’ γραμματέα τον Σπύρο Κουζινόπουλο, αν και μαθητής Γυμνασίου ακόμη.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Μ. Θεοδωράκη έγινε λίγους μήνες αργότερα όταν ήρθε στις Σέρρες για να δώσει σε κινηματογράφο της πόλης (μου φαίνεται στο «Κρόνιο») λαϊκή συναυλία με τα έργα του. Μετά το τέλος της συναυλίας μπορέσαμε για αρκετές ώρες να μείνουμε μαζί του τα στελέχη της Νεολαίας και να κουβεντιάσουμε για τα γεγονότα της εποχής.
Μια δεύτερη συναυλία του είχε δοθεί στις Σέρρες το φθινόπωρο του 1964 στο κατάμεστο κινηματοθέατρο «Αστέρια». Και μάλιστα για την εμφάνισή του αυτή ο Μίκης περιέγραφε ένα περιστατικό που συνέβη στο κατάστημα δίσκων «Κολούμπια» του Σάκη Κουντουρά που βρισκόταν απέναντι από τον κινηματογράφο.
Το «Αξιον Εστί» και το μουλάρι
Αφηγούνταν ο Μ. Θεοδωράκης: «Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο». Λέω «να μπούνε τσάμπα». Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ’ τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν τον φόρο». «Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ», τους απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ’ το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
– Περί τίνος πρόκειται; ερωτώ.
– Ηρθε ο δίσκος του «Αξιον Εστί».
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
– Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ώς κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, τον φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
– Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ’ρθει στις Σέρρες το «Αξιον Εστί» και το χωριό με έστειλε ν’ αγοράσω τον δίσκο…
– Α! του είπα, σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή: «Αραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…».
Η ανατίναξη της Λέσχης των Λαμπράκηδων Σερρών
Ακούραστος ο Μίκης, ήρθε το επόμενο διάστημα και άλλες φορές στις Σέρρες για να πάρει μέρος σε εκδηλώσεις των Λαμπράκηδων με πιο χαρακτηριστική την άφιξή του στις 8 Δεκεμβρίου 1965, την επομένη που οι δυνάμεις της ανωμαλίας ανατίναξαν με μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης τη Λέσχη της Νεολαίας Λαμπράκη Σερρών, στην πολυσύχναστη εμπορική οδό Παναγή Τσαλδάρη.
Οπως προέκυψε αργότερα, οι τρομοκράτες (λέχθηκε τότε ότι ήταν πράκτορες της ελεγχόμενης από τον μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλο ΚΥΠ) εισήλθαν στη Λέσχη γκρεμίζοντας την πόρτα της εισόδου, λίγη μόλις ώρα μετά το τέλος μιας εκδήλωσης που είχαμε με τη συμμετοχή 50 και πλέον Λαμπράκηδων και την αναχώρηση του τελευταίου που κλείδωσε. Και ήταν ευτύχημα που δεν θρηνήσαμε νεκρούς εκείνο το βράδυ, καθώς είχαν υπονομευτεί με χειροβομβίδες και τα πόμολα στις πόρτες…
Η αντίδραση του Μίκη και των άλλων στελεχών της Αριστεράς ήταν ακαριαία. Την άλλη κιόλας μέρα με το πρώτο αεροπλάνο έφτασε Θεσσαλονίκη και από εκεί, μαζί με στελέχη και βουλευτές της ΕΔΑ, βρέθηκε επί τριήμερο στις Σέρρες, οργώνοντας τον νομό και περπατώντας επί ώρες στους κεντρικούς δρόμους της πόλης για να δουν οι πολίτες ότι οι Λαμπράκηδες, υπερασπιστές της Δημοκρατίας και της ομαλότητας, δεν φοβούνται τον σκοταδισμό και την τρομοκρατία.
Τρεις μέρες μετά πραγματοποιήθηκε υπό βροχή και κρύο ογκώδης συγκέντρωση στον θερινό κινηματογράφο «Ρεξ», με κεντρικό ομιλητή τον Μίκη Θεοδωράκη και ένα μεγάλο πλήθος μουσκεμένο μέχρι το μεδούλι να κατακλύζει όχι μόνο τον χώρο του σινεμά αλλά και το τμήμα της λεωφόρου Μεραρχίας μπροστά στο δικαστικό μέγαρο. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου οι προειδοποιήσεις του για τον κίνδυνο ανώμαλων πολιτικών εξελίξεων, κάτι που δυστυχώς έγινε με τις κυβερνήσεις της αποστασίας και την επτάχρονη δικτατορία.
Κι όταν αργότερα κηρύχτηκε η δικτατορία από τους επίορκους συνταγματάρχες, το παράδειγμα του Μίκη, που είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου, είχα σαν πρότυπο όταν αποφάσισα να πάρω μέρος στον αγώνα για την ανατροπή της λαομίσητης ξενοκίνητης χούντας.
Τέλος, δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ύστερα από ένα πιεστικό τηλεφώνημα του Μίκη Θεοδωράκη πείστηκα να συμπεριληφθώ ως υποψήφιος βουλευτής στο ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς στον νομό Σερρών, στις πρώτες μετά τη Μεταπολίτευση βουλευτικές εκλογές του 1974.
Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά, βρεθήκαμε μαζί αρκετές φορές σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη μετέχοντας στην επιτροπή του Βραβείου Ελληνοτουρκικής Φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί» που είχε δημιουργήσει ο αείμνηστος Ανδρέας Πολιτάκης. Και αν στην πορεία χαθήκαμε, διαφωνώντας με κάποιες από τις κατά καιρούς πολιτικές επιλογές του, εντούτοις δεν έπαψα ούτε στιγμή να τον έχω στον νου και στην καρδιά μου και όχι μόνο τις στιγμές που σιγοτραγουδούσα τις μουσικές επιτυχίες του που έκαναν εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο να τον έχουν τοποθετήσει στο ψηλότερο βάθρο.
Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας Μίκη. Το έργο σου θα είναι αιώνιο και αξεπέραστο, η προσφορά σου στη δημοκρατική Ελλάδα της προόδου και της προκοπής αξέχαστη. Καλό ταξίδι.
Σπύρος Κουζινόπουλος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών