Οι ανάπηροι αποτελούν την πιο φτωχή και αποκλεισμένη κοινωνική ομάδα διεθνώς. Η επικράτηση των ατομικών/ιατρικών αντιλήψεων επιβάλλει να θεωρούμε τους αναπήρους ως παρέκκλιση από μια υποτιθέμενη κανονικότητα. Έτσι, τα ανάπηρα άτομα αντιμετωπίζονται ξέχωρα από τα «μεγάλα ζητήματα», αφήνοντας χώρο στη φιλανθρωπία και στα ευαγή ιδρύματα που βρίσκουν ανενόχλητα πεδίο δραστηριότητας για τις δικές μας ζωές.
Περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, δηλαδή το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, είναι ανάπηροι. Στην ΕΕ, ο πληθυσμός των αναπήρων ξεπερνά τα 120.000.000, και στην Ελλάδα το 1.000.000. Είναι η πιο ευάλωτη, αόρατη, κοινωνικά απομονωμένη ομάδα, στην οποία δεν αναγνωρίζονται στην πράξη κοινωνικά, πολιτικά, και πολιτισμικά δικαιώματα, ενώ τα ζητήματα της ερμηνείας, της καταπίεσης και του αποκλεισμού, εκχωρούνται ακόμα και σήμερα κυρίως στην ιατρική επιστήμη.
Ακόμα και σήμερα τα ανάπηρα άτομα διεθνώς, διεκδικούν να διαθέτουν το δικαίωμα να ζουν στην κοινότητα και να συμμετέχουν ισότιμα σε αυτή.
Ακόμα και σήμερα εκατομμύρια ανάπηρα παιδιά και ενήλικες ζουν σε ιδρύματα.
Οι κοινωνίες των ανθρώπων είναι δομημένες από μη ανάπηρες/ους ανθρώπους με ικανότητες για ανθρώπους με ικανότητες και αυτό μας καθιστά μη λειτουργικούς.
Όσο οι βλάβες στα σώματα μας καθορίζουν την κοινωνική συμμετοχή μας δίχως εστίαση στην δομή της κοινωνίας, οι επιλεκτικές παραχωρήσεις, τα εργαλεία ταξινόμησης και ο κοινωνικός έλεγχος θα μας καθιστούν αφανείς και ανάξιες/ους στα πλαίσια της διεκδίκησης των «Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ σε μια αποτυχία να ενσωματώσει πρακτικά τον Ν.Ο.Κ 4067/12 που όριζε το 2020 ως την καταληκτική ημερομηνία των προσαρμογών όσον αφορά στην προσβασιμότητα, ίδρυσε την «Εθνική Αρχή Προσβασιμότητας». Περιμέναμε σχεδόν 20 χρόνια για να αλλάξει το αρχιτεκτονικό απαρτχάιντ που μας απαγορεύει την πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση, αλλά δυστυχώς δεν έγινε σχεδόν τίποτα. Για την ακρίβεια έγινε το ακριβώς αντίθετο, επινόηση της ΝΔ κατάφερε να παγώσει νομότυπα τον χρόνο και κατ’ επέκταση το δικαίωμά μας στην ανεμπόδιστη μετακίνηση βυθίζοντας τους ανάπηρους σε ένα εντεινόμενο οικοδομικό και άλλου τύπου «απαρτχάιντ» αποστερώντας μας, το αναφαίρετο δικαίωμα στην κοινωνική αλληλεπίδραση και παρεμποδίζοντας την εκπλήρωση του κοινωνικού μας ρόλου. Η κυβέρνηση σε μια πόλη όπως η Αθήνα που κατέχει – δυστυχώς – τα σκήπτρα της πιο απροσπέλαστης πρωτεύουσας σε όλη την Ευρώπη, αντί να περάσει στην ουσία του θέματος προτίμησε το φαραωνικό έργο της «προσβάσιμης Ακρόπολης», το οποίο όμως δεν διασφάλισε να πληροί στο παραμικρό τις προδιαγραφές που θα το καθιστούσαν το μνημείο αληθώς προσβάσιμο. Επιπλέον, μάλλον γιατί έχουν ισχυρή δόση ειρωνείας, τα ανακοίνωσε ανήμερα της παγκόσμιας ημέρας αναπήρων, δίχως την παρουσία αναπήρων. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη πέτυχε το ακατόρθωτο. Εγκαινίασε για τους ανάπηρους, χωρίς τους αναπήρους, ένα μη προσβάσιμο έργο ενώ το ΥΠΠΟΑ με τις μεθοδεύσεις του και το μέγεθος της παρέμβασης, κατάφερε να ενεργοποιήσει μισαναπηρικά αντανακλαστικά στην κοινωνία μας και μάλιστα στο όνομά μας.
Με αυτά ως δεδομένα αξίζει να τονίσουμε ότι η ανεξάρτητη διαβίωση επιδιώκει την πλήρη ένταξη των αναπήρων στην καθημερινή ζωή και την κοινωνία, τον απόλυτο έλεγχο της ζωής τους από τους ίδιους τους ανάπηρους και την ισότιμη συνεργασία αναπήρων και μη αναπήρων, με δέσμευση στην ιδέα της ενότητας, της αμοιβαιότητας και της ολότητας. Αντιτίθεται στη διαχειριστική λογική της νεοφιλελεύθερης ανάγνωσης, της νεοφιλελεύθερης λογικής, που επιδιώκει μονοσήμαντα την παροχή προσωπικών βοηθών και παροχών που στην πραγματικότητα είναι απλά ασκήσεις επι χάρτου. Η επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος προϋποθέτει οικονομικές εξαρτήσεις από ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας που ασφαλώς έχει εγκαταλειφθεί από την παρούσα κυβέρνηση.
Επιπλέον το πρόγραμμα του προσωπικού βοηθού ανακοινώθηκε μεν, αλλά στοιχεία για το εύρος και τον αντίκτυπο του προγράμματος δεν υπάρχουν. Ο θεσμός του προσωπικού βοηθού στην ουσία αξιολογεί τους ανάπηρους με βάση τις βλάβες, την κινητική, νοητική ή άλλη ικανότητα, χωρίς να απαντά σε θέματα που άπτονται της ανεξαρτησίας και της χειραφέτησης του ανάπηρου. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι πασιφανές ότι η βοήθεια που ΘΑ παρέχεται είναι εξ ορισμού κατώτερη του αναμενόμενου και αποτελεί μια προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από την παταγώδη αποτυχία τους για την χάραξη μιας πολιτικής που θα επιτρέπει μια καθημερινότητα ισότητας σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε προσώπου.
Στο ίδιο πλαίσιο, σημαντικό ρόλο, στην κάλυψη των κενών της ασκούμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παίζουν τα ιδρύματα. Τα ιδρύματα αποτελούν παράγοντα συστημικής κακοποίησης ακόμα και αν παρουσιάζουν στοιχεία εποπτείας και «καλής λειτουργίας». Tα ιδρύματα δημιουργήθηκαν αρχικά για να παράσχουν φροντίδα, τροφή και κατάλυμα, αλλά με βάση επιστημονικές μελέτες, δράσεις ακτιβιστών και μαρτυρίες προσώπων που βίωσαν την ιδρυματική συνθήκη αποδεικνύεται ότι το ίδρυμα δεν μπορεί να διασφαλίσει την κατάλληλη υποστήριξη που χρειάζονται τα πρόσωπα που τοποθετούνται σε αυτά ώστε να επιτευχθεί πλήρης ένταξη. Η μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα σε επίπεδο τοπικής κοινότητας δεν είναι ουτοπία. Τα κατάλληλα εργαλεία υπάρχουν εδώ και 30 χρόνια. Και σε αυτό το θέμα η κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να αλλάζει τους ποινικά κατηγορούμενους φιλάνθρωπους με δικούς της, για να τα ελέγχει καλύτερα. Για αποιδρυματοποίηση γίνεται λόγος, όμως με φτωχά αποτελέσματα.
Η κυβέρνηση δεν έχει αποτύχει μόνο στο κομμάτι της άρσης των εμποδίων για τους ενήλικες ανάπηρους, αλλά έχει ενσωματώσει και επεκτείνει την πολιτική του διαχωρισμού και μεταξύ των παιδιών σε πλήρη αντίθεση με τις στρατηγικές της ΕΕ. Τα ανάπηρα παιδιά, είτε σε ιδρύματα, είτε όχι, απέναντι στην εκπαίδευση διαχωρίζονται από τα μη ανάπηρα με βάση τις βλάβες τους στερούμενα τις ισότιμες ευκαιρίες μάθησης και κατ επέκταση των ευκαιριών απασχόλησης. Η «ειδική αγωγή» είναι ο κλάδος που προσφέρει εξειδικευμένες παρεμβάσεις και «θεραπεία» για τα ανάπηρα παιδιά από ειδικούς εκπαιδευτικούς και θεραπευτές οδηγεί στην «παραγωγή της ανικανότητας», και μέσω του στίγματος διαιωνίζει και θεριεύει τον μισαναπηρισμό από μηδενική σχεδόν ηλικία. Η διαχωρισμένη σχολική εκπαίδευση δίνει δικαιολογία στην ανθρώπινη τάση να χαρακτηρίζει αρνητικά και να απομονώνει αυτούς που θεωρούνται διαφορετικοί. Διαιωνίζει τις διακρίσεις, την υποτίμηση, τον στιγματισμό, τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και την απομόνωση – τις ίδιες συνθήκες δηλαδή, που οι ανάπηροι ενήλικες αναγνωρίζουμε ως τα μεγαλύτερα εμπόδια στη διεκδίκηση για σεβασμό, συμμετοχή και μια πλήρη ζωή.
Τα παραπάνω εκ των πραγμάτων σημαίνουν ότι η κυβέρνηση έχει διαλέξει να βρίσκεται στην λάθος πλευρά της Ιστορίας, αφού ο μισαναπηρισμός και η εξιδανίκευση της κανονικότητας, όχι μόνο αποτελούν την βάση για θηριωδίες που γνώρισε η ανθρωπότητα στο πρόσφατο παρελθόν αλλά συνεχίζουν να ταλαιπωρούν κοινωνίες που αρνούνται να δεχθούν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής, γλώσσας, θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και χαρακτηριστικών φύλου και βλάβης (αναπηρίας). Αυτή η λογική βρίσκεται πίσω από το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης και πολιτικής, τρέφεται από αυτό και το τρέφει. Το κυρίαρχο δόγμα θεωρεί αυτονόητο και επιβεβλημένο ότι ο καθένας οφείλει να ικανοποιεί μόνος του τις οικονομικές του ανάγκες και να μην εκμεταλλεύεται τα οικονομικά πλεονάσματα. Στην περίπτωση των αναπήρων κατασκευάζουν την λογική «παίρνουν πολλά, χωρίς να προσφέρουν τίποτα».
Η σχέση αυτή της φιλελεύθερης προσέγγισης είναι γνωστή, τουλάχιστον σε εκείνους και εκείνες που για την κυρίαρχη λογική, παρεκκλίνουν.
Έτσι φτάνουμε και στο διακύβευμα για το μέλλον, αφού μέχρι τώρα ούτε σε αυτό το πεδίο έχουν γίνει βήματα. Αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτική εκπροσώπηση και την εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης αποφάσεων για τους ανάπηρους εν γένει. Ευελπιστούμε λοιπόν ότι θα υλοποιηθεί μια πολιτική στο άμεσο μέλλον που θα σπάσει τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις παγιωμένες πεποιθήσεις και θα εντάξει τους ίδιους τους ανάπηρους με τρόπο ισότιμο και όχι διακηρυκτικό.
Οι ανάπηροι διεκδικούν τα δικαιώματά τους, ξεκινώντας από την άρση των εμποδίων στις μη προσβάσιμες και αφιλόξενες πόλεις, τα ζητήματα εκπαίδευσης, πολιτισμού, εργασίας, διασφάλισης των επιδομάτων και των συντάξεων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ανεξάρτητης διαβίωσης, καθώς και της πολυπόθητης αποΐδρυματοποίησης. Αυτά θα πρέπει να είναι οι στόχοι για το 2023 και μετά. Θα πρέπει να γίνει πράξη το σύνθημα του αναπηρικού κινήματος «τίποτα για εμάς χωρίς εμάς». Ας ελπίσουμε ότι οι εκλογές που έρχονται θα δώσουν τις απαντήσεις που χρειάζονται σε όλα αυτά τα μεγάλα και ανοιχτά ζητήματα που αφορούν το 15% της κοινωνίας μας.
Αξιώνουμε ένταξη και όχι διαχωριστικά σχολεία. Πρόσβαση στα εργαλεία αξιοπρέπειας και δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση, με υπολογισμό του κόστους ζωής μας, που είναι τριπλάσιο από αυτό των μη αναπήρων. Προσβάσιμα σχολεία που να χωράνε όλα τα παιδιά, ανάπηρα και μη, με κοινή εκπαίδευση, προσβάσιμα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, προσβάσιμα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, προσβάσιμα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, με διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα και υποτιτλισμό για κωφούς και βαρήκοους, κινηματογράφους, θέατρα και χώρους τέχνης με καθολική προσβασιμότητα στο δομημένο περιβάλλον αλλά και στο περιεχόμενο για όλους τους ανθρώπους με αισθητηριακές και άλλες βλάβες.
Επιζητούμε τη συναντίληψη με τη μη ανάπηρη κοινωνία και συμπόρευση απέναντι στις τακτικές διαχωρισμού των αναπήρων, την απώθηση της κοινωνικά κατασκευασμένης αντίληψης της «προσωπικής τραγωδίας» που μόνο στόχο έχει να δυσκολέψει τις ζωές μας και να νομιμοποιήσει το σύνολο των εμποδίων στο συλλογικό ασυνείδητο.
*Ο Αντώνης Ρέλλας είναι σκηνοθέτης – ανάπηρος ακτιβιστής